
Ζούμε σε μία εποχή που οι διαφωνίες σπάνια οδηγούν σε διάλογο. Αντίθετα, συχνά καταλήγουν σε ρήξεις, προσωπικές επιθέσεις και αποξένωση. Στην πολιτική, στον δημόσιο λόγο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στις καθημερινές μας αλληλεπιδράσεις, παρατηρούμε μία αυξανόμενη πόλωση -έναν κίνδυνο που δεν απειλεί μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία.
Το ερώτημα είναι βαθύ και ουσιαστικό: Μπορεί η κοινωνία να μάθει να διαμεσολαβεί τον εαυτό της;
Η διαμεσολάβηση, γνωστή κυρίως ως μέσο επίλυσης διαφορών σε ιδιωτικό επίπεδο, βασίζεται σε αρχές όπως η ενεργητική ακρόαση, η ενσυναίσθηση, η ουδετερότητα και ο σεβασμός της διαφορετικής οπτικής. Πρόκειται για μία διαδικασία που δεν στοχεύει μόνο στη λύση της σύγκρουσης, αλλά και στη μεταμόρφωσή της: από εμπόδιο σε ευκαιρία κατανόησης.
Αναρωτιέται κανείς: τι θα γινόταν αν οι ίδιες αυτές αρχές εφαρμόζονταν στη δημόσια ζωή, στην εκπαίδευση, στον πολιτικό διάλογο; Αν μαθαίναμε από νωρίς να ακούμε χωρίς να διακόπτουμε, να διαφωνούμε χωρίς να προσβάλλουμε, να κατανοούμε χωρίς να εγκαταλείπουμε τις θέσεις μας;
Σε ορισμένες κοινότητες, αυτό ήδη συμβαίνει. Σε σχολεία όπου εφαρμόζονται προγράμματα διαμεσολάβησης μεταξύ μαθητών, καταγράφεται μείωση της βίας και αύξηση της ενσυναίσθησης. Σε οργανισμούς όπου προωθείται ο συμμετοχικός διάλογος, οι πολίτες νιώθουν ότι έχουν φωνή και λόγο στις αποφάσεις. Αυτά τα παραδείγματα δεν είναι ουτοπικά είναι υπενθύμιση ότι η σύγκρουση δεν είναι το τέλος, αλλά η αρχή μίας δυνατότητας.
Φυσικά, δεν αρκεί να υιοθετήσουμε τους όρους της διαμεσολάβησης χρειάζεται να καλλιεργήσουμε την κουλτούρα της. Αυτό σημαίνει αλλαγή νοοτροπίας: από τον φόβο της διαφωνίας, στην αποδοχή της ως πηγή εξέλιξης. Από τη λογική του «εγώ ή εσύ», στη σκέψη «πώς μπορούμε να συνυπάρξουμε».
Η δυσκολία της αλλαγής
Δεν είναι εύκολο. Η κοινωνία δεν μαθαίνει από τη μία μέρα στην άλλη να «διαμεσολαβεί». Η επιθετικότητα είναι πιο άμεση. Η κραυγή πιο θεαματική από τη σιωπή της ακρόασης. Η βεβαιότητα πιο βολική από την πολυπλοκότητα. Όμως η επιμονή σε αυτή την κουλτούρα δεν είναι αδυναμία -είναι ευθύνη. Χρειαζόμαστε έναν νέο δημόσιο λόγο, πιο αργό, πιο ουσιαστικό, πιο βαθύ. Να μάθουμε να κάνουμε πίσω, να δίνουμε χώρο, να μη συγχέουμε τη διαφωνία με την εχθρότητα. Η διαμεσολάβηση δεν έρχεται να αντικαταστήσει τη σύγκρουση. Την αναγνωρίζει, τη σέβεται και τη δουλεύει -ώσπου να βγει από αυτή κάτι νέο, κάτι κοινό.
Η πρόκληση και η υπόσχεση
Η πρόκληση είναι πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική. Πώς περνάμε από τη λογική της επιβολής στη λογική της σύνθεσης; Από την κουλτούρα της ήττας ή της νίκης, στην κουλτούρα της συνεννόησης;
Και η υπόσχεση είναι αυτή: Ότι όσο υπάρχει διάθεση για ανοιχτό διάλογο, όσο υπάρχουν άνθρωποι που προσφέρουν γέφυρες αντί για τείχη, η κοινωνία μπορεί να μάθει να διαμεσολαβεί τον εαυτό της. Γιατί τελικά, το ερώτημα δεν είναι αν θα συγκρουστούμε. Αυτό είναι ανθρώπινο και αναπόφευκτο. Το ερώτημα είναι πώς θα συνεχίσουμε να ζούμε μαζί μετά τη σύγκρουση.
Η κοινωνία, όπως και κάθε ανθρώπινη σχέση, χρειάζεται μηχανισμούς για να αντιμετωπίζει τις αναπόφευκτες τριβές. Αν θέλουμε έναν κόσμο πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο και πιο δημοκρατικό, ίσως πρέπει να ξεκινήσουμε από μία απλή αλλά ριζική ερώτηση: Πώς μαθαίνουμε -ως άτομα και ως κοινωνία- να διαμεσολαβούμε τον ίδιο μας τον εαυτό;
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 22.06.2025