
Οι διαφορές που σχετίζονται με ιατρική αμέλεια είναι από τις πιο ευαίσθητες και σύνθετες υποθέσεις που φτάνουν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Δεν περιορίζονται σε νομικές ή ιατρικές παραμέτρους, αλλά αγγίζουν βαθιά προσωπικά βιώματα, ανθρώπινο πόνο, και, συχνά, ανεπανόρθωτες συνέπειες. Από τη μία πλευρά, ο ασθενής ή η οικογένειά του αισθάνεται αδικημένος, προδομένος ή τραυματισμένος. Από την άλλη, ο γιατρός ή το νοσηλευτικό ίδρυμα καλείται να υπερασπιστεί την επαγγελματική του υπόσταση υπό το βάρος πιθανής νομικής ευθύνης.
Μέσα σε αυτό το φορτισμένο περιβάλλον, η διαμεσολάβηση προσφέρει έναν εναλλακτικό και συναινετικά προσανατολισμένο δρόμο. Πρόκειται για μία νομική, εκούσια και εμπιστευτική διαδικασία, στην οποία τα μέρη -με τη βοήθεια ενός ουδέτερου διαμεσολαβητή- επιδιώκουν να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσα από διάλογο και συναίνεση, αντί για μία αντιπαραθετική δίκη.
Στις ιατρικές υποθέσεις, η δικαίωση δεν έρχεται πάντα μέσα από ένα δικαστικό αποτέλεσμα. Πολλές φορές, ο ασθενής αναζητά μία εξήγηση, μία ανθρώπινη τοποθέτηση, μία ειλικρινή συγγνώμη. Από την πλευρά του ιατρού, υπάρχει η ανάγκη να ακουστεί, να προστατευτεί η υπόληψή του, αλλά και να υπάρξει ένας τρόπος επίλυσης χωρίς την επιβάρυνση και την έκθεση που συνεπάγεται μια δημόσια δίκη. Η διαμεσολάβηση επιτρέπει την ύπαρξη αυτού του διαύλου επικοινωνίας.
Η διαδικασία ενισχύεται με τη συμμετοχή τεχνικών συμβούλων, όπως ιατροδικαστών ή ειδικών ιατρών, για να εξασφαλιστεί η ακρίβεια στην παρουσίαση των ιατρικών δεδομένων. Οι δικηγόροι παρίστανται ώστε να διασφαλίσουν τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των πελατών τους, ενώ η συμφωνία που ενδεχομένως προκύψει μπορεί να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο.
Η εμπιστευτικότητα ως κλειδί αξιοπρέπειας και ειλικρίνειας
Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης είναι η απόλυτη εμπιστευτικότητα της διαδικασίας. Σε αντίθεση με τις δικαστικές διαδικασίες που πολλές φορές φτάνουν στη δημοσιότητα, η διαμεσολάβηση προστατεύει τα μέρη από περαιτέρω έκθεση, διαρροή προσωπικών ή ιατρικών δεδομένων και δημόσια διαπόμπευση. Ό,τι λέγεται στο τραπέζι της διαμεσολάβησης δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αργότερα σε δίκη, εκτός αν συμφωνήσουν ρητά όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Αυτό δημιουργεί έναν ασφαλή χώρο για ειλικρινή διάλογο, χωρίς φόβο και άμυνες. Για ανθρώπους που έχουν ήδη τραυματιστεί -είτε ως ασθενείς είτε ως επαγγελματίες- αυτή η προστασία της αξιοπρέπειας είναι πολύτιμη.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των υποθέσεων ιατρικής ευθύνης είναι η σύζευξη ποινικής και αστικής διαδικασίας. Η ποινική ευθύνη αφορά την ενδεχόμενη παράβαση καθήκοντος ή σωματική βλάβη/ανθρωποκτονία εξ αμελείας, ενώ η αστική εστιάζει στην αποζημίωση του παθόντος. Αν και η διαμεσολάβηση δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας (λόγω της δημόσιας φύσης του κατηγορητηρίου), μπορεί να λειτουργήσει παράλληλα ή συμπληρωματικά, βοηθώντας στη διευθέτηση του αστικού σκέλους. Επιπλέον, μία επιτυχής συμφωνία διαμεσολάβησης μπορεί να ληφθεί υπόψη από το ποινικό δικαστήριο ως ένδειξη υπευθυνότητας ή μεταμέλειας, με αντίκτυπο στην επιμέτρηση της ποινής.
Η διαμεσολάβηση, φυσικά, δεν υποκαθιστά τη δικαιοσύνη. Δεν ενδείκνυται για όλες τις περιπτώσεις -ειδικά όταν υπάρχει πλήρης άρνηση ευθύνης ή σοβαρή σύγκρουση αντιλήψεων. Όμως, σε περιπτώσεις όπου υπάρχει διάθεση κατανόησης, αναγνώρισης και συναινετικής διευθέτησης, μπορεί να προσφέρει ένα ουσιαστικό πλαίσιο για ανθρώπινη και νομική εξισορρόπηση.
Σε έναν χώρο τόσο ευαίσθητο όσο η υγεία, όπου η εμπιστοσύνη είναι κρίσιμη, η διαμεσολάβηση δεν υπόσχεται «λύσεις» σε κάθε διαφωνία. Προσφέρει, όμως, κάτι σπάνιο: τη δυνατότητα να ακουστεί η αλήθεια και των δύο πλευρών με σεβασμό, αξιοπρέπεια και ελπίδα για δικαίωση.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 25.05.2025