Σχολική διαμεσολάβηση: όταν τα παιδιά μαθαίνουν να λύνουν τις διαφορές με διάλογο

Σε μία εποχή όπου οι συγκρούσεις και η βία βρίσκονται συχνά στο επίκεντρο της σχολικής ζωής, η σχολική διαμεσολάβηση έρχεται να προτείνει ένα διαφορετικό μοντέλο: αυτό της ειρηνικής συνύπαρξης μέσα από τη δύναμη της επικοινωνίας. Πρόκειται για μία παιδαγωγική πρακτική που διδάσκει στα παιδιά πώς να διαχειρίζονται τις διαφωνίες τους με τρόπο ώριμο, υπεύθυνο και κυρίως, μη βίαιο.

Η σχολική διαμεσολάβηση είναι μία οργανωμένη διαδικασία κατά την οποία δύο ή περισσότερα παιδιά που βρίσκονται σε σύγκρουση προσφεύγουν σε έναν εκπαιδευμένο συνομήλικό τους -τον μαθητή-διαμεσολαβητή- προκειμένου να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω διαλόγου. Ο διαμεσολαβητής δεν επιβάλλει λύσεις, δεν κρίνει και δεν παίρνει το μέρος κανενός.

Αντίθετα, βοηθά τους συμμαθητές του να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, να κατανοήσουν τη θέση του άλλου και να βρουν μαζί μία συμφωνία που θα είναι λειτουργική για το μέλλον.

Η εφαρμογή της σχολικής διαμεσολάβησης έχει πολλαπλά οφέλη. Πρώτα και κύρια, μειώνει τις εντάσεις και τη σχολική βία. Μαθητές που διαφορετικά θα κατέφευγαν σε επιθετικές ή παθητικές συμπεριφορές, ενθαρρύνονται να συζητήσουν, να ακούσουν και να αναλάβουν την ευθύνη για τη συμπεριφορά τους. Η διαδικασία ενισχύει την ενσυναίσθηση, την αυτοεκτίμηση και την καλλιέργεια δεξιοτήτων επίλυσης συγκρούσεων -δεξιότητες απαραίτητες όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στη μετέπειτα προσωπική και επαγγελματική ζωή.

Οι μαθητές που εκπαιδεύονται ως διαμεσολαβητές αποκτούν ιδιαίτερη παιδεία στον χειρισμό συγκρούσεων, μαθαίνουν να ακούν χωρίς προκατάληψη, να διαχειρίζονται συναισθήματα και να στηρίζουν τους συνομηλίκους τους. Μέσα από τη συμμετοχή στη διαδικασία, μετατρέπονται σε φορείς αλλαγής για ολόκληρη τη σχολική κοινότητα. Η εμπλοκή τους δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και αποδοχής, όπου η επίλυση των διαφορών δεν θεωρείται αδυναμία αλλά ένδειξη δύναμης και ωριμότητας.

Ωστόσο, η επιτυχία του θεσμού προϋποθέτει την ενεργή στήριξη της εκπαιδευτικής κοινότητας. Οι εκπαιδευτικοί, οι διευθυντές και οι γονείς χρειάζεται να αντιληφθούν τη σχολική διαμεσολάβηση όχι ως υποκατάστατο της πειθαρχίας, αλλά ως συμπληρωματικό εργαλείο που λειτουργεί προληπτικά και ενισχύει τη συνοχή της ομάδας. Η εκπαίδευση των μαθητών-διαμεσολαβητών πρέπει να γίνεται με υπευθυνότητα και συνέπεια, υπό την εποπτεία καταρτισμένων παιδαγωγών ή διαμεσολαβητών.

Η εμπειρία από σχολεία που έχουν ενσωματώσει τον θεσμό δείχνει ότι η σχολική διαμεσολάβηση συμβάλλει σε βελτίωση του κλίματος, μείωση πειθαρχικών προβλημάτων και ενίσχυση της δημοκρατικής κουλτούρας. Σταδιακά, οι μαθητές παύουν να βλέπουν τη σύγκρουση ως απειλή και τη βιώνουν ως ευκαιρία για ανάπτυξη.

Η διαμεσολάβηση δεν μπορεί να επιλύσει όλες τις μορφές σχολικής βίας ή παραβατικότητας -ούτε αντικαθιστά την παρέμβαση εκπαιδευτικών και ειδικών όταν υπάρχουν σοβαρές υποθέσεις. Όμως μπορεί να προλάβει πολλές από αυτές, εφόσον εφαρμοστεί συστηματικά και με παιδαγωγικό σεβασμό. Μπορεί να χτίσει σχέσεις εμπιστοσύνης και να ενδυναμώσει τη φωνή των παιδιών, ώστε να μη σιωπούν μπροστά στην αδικία, αλλά να αναζητούν τον διάλογο ως απάντηση.

Σε έναν κόσμο που χρειάζεται περισσότερο από ποτέ ανθρώπους με ενσυναίσθηση, σεβασμό και ικανότητα συνεργασίας, η σχολική διαμεσολάβηση είναι μια επένδυση στο μέλλον. Γιατί τα παιδιά που σήμερα μαθαίνουν να λύνουν τις διαφορές τους με λόγο και όχι με ένταση, είναι οι ενήλικες που αύριο θα διαμορφώσουν πιο ειρηνικές κοινωνίες.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 15.06.2025