«Να μη μείνει ο τόπος ακυβέρνητος». Μόνιμη επωδός, κυρίως μιντιακής χρήσης, όχι χωρίς κάποια σκοπιμότητα. Έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιόδους, πάντα προς όφελος του εκάστοτε πρώτου κόμματος.
Παραφράζεται και στο «σημαντική για τη χώρα, η κυβερνητική σταθερότητα». Προφανώς, δεν είναι καλό να είσαι υπέρ της ακυβερνησίας ή της αστάθειας.
Το ερώτημα είναι: Οι καλούμενες «ισχυρές σταθερές κυβερνήσεις», δηλαδή αυτοδύναμες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ενός κόμματος, έχουν και ισχυρά αποτελέσματα;
Έδωσαν στον τόπο αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου; Δημιούργησαν τις μεταρρυθμίσεις, ώστε να υπάρξει αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη που να μην έχει ανάγκη τον πακτωλό χρημάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Προσδιόρισαν έναν νέο ρόλο στο Κράτος; Εγγυήθηκαν την κοινωνική συνοχή μέσω αναβάθμισης του Κοινωνικού Κράτους και του Κράτους Δικαίου;
Οι απαντήσεις δεν είναι και πολύ κολακευτικές για τις «σταθερές κυβερνήσεις».
Το παραγωγικό μας μοντέλο έχει κολλήσει στο «ήλιος, θάλασσα, τσιμέντο, σίδερο», η απουσία χρημάτων από το Ταμείο Ανάκαμψης (που δεν αξιοποιήθηκε…) ρίχνει τους ρυθμούς ανάπτυξης μετά το ’26 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας στην περιοχή του 1,5%, το Κράτος παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό βαρίδι για την ανάπτυξη, η κοινωνική συνοχή δοκιμάζεται και μέσα από την κρίση του Κοινωνικού Κράτους και των θεσμών.
Γιατί αυτά;
- Πρώτον, επειδή δεν υπήρχε ένα επαρκές σχέδιο για μία ανάπτυξη με νέους όρους. Η Έκθεση Πισσαρίδη, όνειρο ήταν και πάει…
- Δεύτερον, επειδή ο άκρατος συγκεντρωτισμός της εκτελεστικής εξουσίας συχνά αφαιρεί ρόλους και δυνατότητες από άλλους φορείς της Πολιτείας για να εκπληρώσουν την αποστολή τους.
- Τρίτον, εάν για κάποιο λόγο το (εκάστοτε) πρωθυπουργικό γραφείο δεν μπορεί ή δεν θέλει να σχεδιάσει αναπτυξιακές πολιτικές με προοπτική, δεν υπάρχει κανένας άλλος θεσμός εξοπλισμένος νομικά, στελεχιακά και οικονομικά να συνδράμει είτε στην αναζωογόνηση της οικονομίας, είτε στην εξυγίανσή της (π.χ. με περιορισμό των καρτέλ) είτε στις πολιτικές κοινωνικής συνοχής.
Το θέμα, λοιπόν, είναι ότι οι σταθερές κυβερνήσεις, σταθερά καίγονται, επειδή πάσχει η αρχιτεκτονική λήψης αποφάσεων. Πάσχει, δηλαδή, η αρχιτεκτονική του ελληνικού πολιτικού συστήματος με τον πρωτόγνωρο για την Ευρώπη συγκεντρωτισμό που καταλήγει σε ένα πρωθυπουργικό imperium.
Υποτίθεται ότι εδώ και μία δεκαετία έχουμε -και μάλιστα εδώ και επτά χρόνια περίπου- μονοκομματικές με ευρεία πλειοψηφία- σταθερές κυβερνήσεις, όμως αλλαγή στις οικονομικές δομές δεν είδαμε. Θα μου πείτε ότι εδώ δεν είδαμε ούτε καν περιορισμό των μελών του υπουργικού συμβουλίου: Έχουμε τριπλάσιο και τετραπλάσιο πλήθος υπουργών και υφυπουργών σε σχέση με ευρωπαϊκές χώρες παρόμοιου πληθυσμού (π.χ. Ολλανδία, Αυστρία κ.ά.).
Το θέμα μας εδώ δεν είναι το λαϊκίστικο μοτίβο «πόσους πληρώνουμε», αλλά το γεγονός ότι μέγα πλήθος υπουργών παράγει αναγκαστικά και μεγάλη σύγχυση/αλληλοεπικάλυψη/κατακερματισμό αρμοδιοτήτων. Η περιλάλητη επιτελικότητα του Κράτους δεν μπορεί να γίνει με αυτόν τον τρόπο (εκτός αν κάποια εξελάκια, μας θαμπώνουν όπως οι χάντρες τους ιθαγενείς).
Και, περιέργως, επί του θέματος υπάρχει σιωπή. Ωραιότατα κριτικάρουμε την αναποτελεσματικότητα αρκετών επιλογών στην κατανομή του πρώτου Πακέτου Ντελόρ, αλλά για το Ταμείο Ανάκαμψης (απεντάξεις έργων που κρίνονταν «απολύτως απαραίτητα»/αναγκαστικός επαναπροσανατολισμός στόχων την τελευταία στιγμή/όχι καλή απορροφητικότητα) δεν βλέπουμε, δεν ακούμε, δεν μιλάμε.
Συνεπώς, οι λεγόμενες σταθερές κυβερνήσεις από μόνες τους δεν προσφέρουν στον τόπο αυτά που είναι απολύτως απαραίτητα για να εξελιχθεί. Αν λείπει ένα ορατό και συγκροτημένο σχέδιο για την πορεία μας, οποιοσδήποτε τύπος κυβέρνησης είναι υπόθεση διαχειριστικών αποχρώσεων.