Δύσκολοι αποχωρισμοί… Του Δημήτρη Κατσαντώνη

Μία εθνική προσπάθεια για ριζοσπαστική αναδιοργάνωση της χώρας είναι επείγουσα και ιστορικά δικαιολογημένη

Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός τελεί υπό μετάβαση και το πολιτικό σκηνικό είναι ρευστό, όσο ίσως ποτέ άλλοτε τα τελευταία 50 χρόνια. Η δεκαετής κρίση απέδωσε τον χαρακτήρα εθνικής επιβίωσης στην αλλαγή του παραγωγικού και αναδιανεμητικού μοντέλου, καθώς και στην αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος.

Καμιά τέτοια αλλαγή όμως δεν έγινε. Και όταν κάτι «σέρνεται», δύσκολο να τρέξει, πόσο μάλλον να «απογειωθεί».

Πρέπει όμως να αποχωριστούμε, όσο δύσκολο και αν φαίνεται, τα μοντέλα λειτουργίας που διαρκούν 50 χρόνια και παραπάνω…

Κύριο χαρακτηριστικό της παρούσας συγκυρίας είναι πως η ελληνική πολιτική τάξη υφίσταται τη μετάβαση αντί να ηγείται αυτής.

Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με α) την αποξένωση των πολιτών από τους θεσμούς, β) την κρίση αντιπροσώπευσης και γ) τη «ρηχότητα» του κυρίαρχου δημόσιου λόγου, προδιαγράφει δύσκολες πολιτικές εξελίξεις .

Συνεπώς, μία εθνική προσπάθεια για ριζοσπαστική αναδιοργάνωση της χώρας είναι επείγουσα και ιστορικά δικαιολογημένη.

Από πού να ξεκινήσουμε;

Από την αλλαγή αρχιτεκτονικής του πολιτικού συστήματος.

1. Ανατροπή του πρωθυπουργικοκεντρικού μοντέλου

Το σημερινό μοντέλο διακυβέρνησης αντανακλά μία παρωχημένη ιστορική συγκυρία.

Η αποτελεσματικότητα και η θεσμική καταξίωση της διακυβέρνησης του τόπου θα αναβαθμιστεί σημαντικά, στον βαθμό που δημιουργηθούν θεσμικά αντίβαρα στο πρωθυπουργικό imperium .

Αυτά μπορούν να αναζητηθούν:

  • Α) Στην Προεδρία της Δημοκρατίας -με ενίσχυση του ρόλου της ως εγγυητή των θεσμικών λειτουργιών του συνόλου του πολιτικού συστήματος.
  • Β) Στο Κοινοβούλιο -με τροφοδότησή του με εξουσίες εξισορρόπησης της εκτελεστικής εξουσίας.
  • Γ) Στις Ανεξάρτητες Αρχές που, εκτός του υφιστάμενου, προς το παρόν, εύρους «εγγυητικότητας», μπορούν να αναλάβουν «επιθετικούς» ρόλους στο συνολικό σύστημα εξουσίας (π.χ. τη στελέχωση ενός μέρους της πολιτικο-διοικητικής ιεραρχίας και αρκετών φορέων που σήμερα τελούν υπό κυβερνητικό έλεγχο). Είναι μία επιλογή που καταργεί τη λογική της κομματικής νομενκλατούρας που σε περίπτωση νίκης μετατρέπεται σε κρατικό μανδαρινάτο.
  • Δ) Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση που υποφέρει από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό με το Κράτος, που της «προσφέρει» ευθύνες και αρμοδιότητες, χωρίς πόρους και προσωπικό.

2. Νέος εκλογικός νόμος

Θα πρέπει να θεσπιστεί ένας νέος εκλογικός νόμος (ίσως πιο κοντά στο γερμανικό μοντέλο παρά σε κάποιο υβρίδιο του σημερινού συστήματος) με κύριο στόχο την αλλαγή του τρόπου αντιπροσώπευσης της κοινωνίας μέσα στο πολιτικό σύστημα.

Όχι μεγάλες εκλογικές περιφέρειες, άλλος τρόπος εκλογής βουλευτών, όχι δυσθεώρητα bonus στο πρώτο κόμμα.

Ένας νέος εκλογικός νόμος μπορεί να συμβάλλει στο να σπάσει η απολίτικη πολυσυλλεκτικότητα που έχει διαμορφωθεί σε πολλά κόμματα, δίνοντας τη δυνατότητα συνειδητού επηρεασμού από τους εκλογείς του πολιτικού προσωπικού που επιλέγει το κάθε κόμμα.

Η επιλογή αυτή θα μειώσει τις -εκ των άνω- επιβολές του φίλιου προς την κομματική ή και οικονομική ολιγαρχία πολιτικού προσωπικού, και θα περιορίσει την προσαρμογή προς τον αφασικό «μέσο πολίτη» που ελκύεται από την πολιτική του θεάματος και τα «λαμπερά πρόσωπα».

3. Η αναζωογόνηση της λειτουργίας των κομμάτων

Τα κόμματα δεν είναι κρατικοί θεσμοί/όργανα ούτε όμως απλές ιδιωτικές ενώσεις.

Είναι συνταγματικά προβλεπόμενοι θεσμοί της κοινωνίας και επιτελούν δημόσιες λειτουργίες ζωτικής σημασίας για τη συνολική εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας.

Αυτό είναι το κριτήριο και η αιτιολογία της νομοθετικής παρέμβασης του Κράτους, που, περιοριζόμενη από την καταστατική αυτονομία των κομμάτων, πρέπει να διασφαλίσει ελάχιστες εγγυήσεις σεβασμού του δικαιώματος των μειοψηφιών και ταυτόχρονα δεσμεύσεων των ηγεσιών σε βασικές πολιτικές θέσεις.

Η νομοθετική παρέμβαση έχει τα όριά της: Το επίπεδο της εσωκομματικής δημοκρατίας κρίνεται, κυρίως, από το πολιτικό ήθος μελών και ηγεσιών και από την κοινωνική πρακτική μίας ευνομούμενης δημοκρατικής Πολιτείας…