Τι απέγινε με την Έκθεση Πισσαρίδη; Του Δημήτρη Κατσαντώνη

Δυστυχώς, το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο έμεινε κολλημένο εκεί που ήταν και το 2009

Το Νοέμβριο του 2020, ακριβώς πέντε χρόνια πριν, παρουσιάστηκε ως κυβερνητική πρωτοβουλία για την τεκμηρίωση ενός μακρόπνοου σχεδιασμού, η λεγόμενη Έκθεση Πισσαρίδη, από το όνομα του Κύπριου νομπελίστα (στην Οικονομία), ο οποίος είχε τεθεί επικεφαλής μίας ανεξάρτητης Επιτροπής διακεκριμένων επιστημόνων. Η Έκθεση είναι ένας οδικός χάρτης για το «τι να κάνουμε;» ως χώρα, προκειμένου να αφήσουμε πίσω μας χρόνιες παθογένειες.

Ο ίδιος ο πρωθυπουργός και πολλά κυβερνητικά στελέχη την αξιοποίησαν τότε στο έπακρο επικοινωνιακά, παρουσιάζοντάς την περίπου ως το manual της κυβερνητικής δράσης για τα επόμενα χρόνια. Ήταν μία πολιτική κίνηση με την οποία η κυβέρνηση απέδιδε (στον εαυτό της) εύσημα σοβαρότητας και σχεδιαστικών αρετών -σε αντιπαράθεση, υπονοούνταν αντίστοιχες ελλείψεις της κυβερνητικής θητείας των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Όμως, απολογισμό για τον βαθμό υλοποίησης των στόχων και των δράσεων που προτείνει η Έκθεση Πισσαρίδη, δεν είδαμε. Και μάλλον, δεν θα δούμε.

Ο Χάμπερμας είχε επισημάνει ότι οι πολιτικοί αποφεύγουν κείμενα συγκεκριμένου προγραμματισμού δράσεων, γιατί κάνουν πιο εύκολο τον απολογισμό -πράγμα που διευκολύνει τον έλεγχο των πεπραγμένων από τους πολλούς. Μιλούσε βέβαια με βάση την ευρωπαϊκή εμπειρία. Φαντασθείτε να γνώριζε και την ελληνική εμπειρία…

Η Έκθεση Πισσαρίδη απέδιδε στην ελληνική οικονομία τα εξής:

  • Χαμηλή συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών (Εργασίας και Κεφαλαίου).
  • Χαμηλή παραγωγικότητα.
  • Χαμηλές επιδόσεις καινοτομίας.
  • Εσωστρέφεια της οικονομίας.
  • Αναποτελεσματικό Κοινωνικό Κράτος.
  • Χαμηλές περιβαλλοντικές επιδόσεις.

Σε κάθε μία από αυτές τις παθογένειες ανέφερε και τη θέση που κατείχε τότε η χώρα μέσα στην ΕΕ. Καμία έκπληξη: Σε όλα ήμασταν από τους τελευταίους.

Το θέμα είναι αν έχει αλλάξει σε κάποιον από αυτούς τους τομείς η σχετική θέση της χώρας μέσα στην ΕΕ.

Η Έκθεση μοίραζε τις δράσεις και τους στόχους σε δύο πενταετίες. Στο τέλος της πρώτης πενταετίας τι έχουμε καταφέρει;

Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα, δυστυχώς, δεν εμπνέει αισιοδοξία.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, το θέμα της παραγωγικότητας, θέμα-κλειδί για την ανάπτυξή μας, τη βελτίωση των μισθών και την πραγματική σύγκλιση με τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες.

Ο στόχος της Έκθεσης ήταν αύξηση παραγωγικότητας 2,5% ετησίως. Σύμφωνα με το πολύ πρόσφατο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank η παραγωγικότητα με βάση τον αριθμό απασχολουμένων αυξήθηκε, κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους που διανύουμε, κατά 1,2% (υπολογιζόμενο σε ετήσια βάση).

Γιατί να συμβαίνει αυτό; Επειδή η παραγωγικότητα έχει να κάνει με τη δομή της οικονομίας, την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.

Σε όλα αυτά παραμένουμε ουραγοί στην ΕΕ και πολύ μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (μόνο το διάστημα 1995-2002 είχαμε προσεγγίσει την Ευρώπη στο θέμα της παραγωγικότητας).

Η πρώτη πενταετία, λοιπόν, της Έκθεσης, έμεινε στα χαρτιά. Δεν χρειάζεται να είσαι και ο Χάμπερμας για να καταλάβεις γιατί η Έκθεση Πισσαρίδη καθίσταται σιγά-σιγά ένα μουσειακό είδος…

Δυστυχώς, το ελληνικό παραγωγικό μοντέλο έμεινε κολλημένο εκεί που ήταν και το 2009: Ήλιος, θάλασσα, τσιμέντο, σίδερο. Ένα μοντέλο ευάλωτο και εκτός συγχρονισμού με τις παγκόσμιες εξελίξεις. Και ακόμα: Ένα μοντέλο αδύναμο να στηρίξει μία απαιτητική στρατηγική αποτροπής εθνικών κινδύνων…

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 09.11.2025