Κατερίνα Γιουλάκη: Συγκινεί η ανάρτηση της Φίνος Φιλμ - Οι ρόλοι που θα την θυμόμαστε
Η εταιρεία παραγωγής δημοσίευσε ένα κλιπ με σκηνές από ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, στις οποίες είχε συμμετάσχει
Η συζήτηση με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του ThessINTEC έγινε με φόντο τη θάλασσα του Θερμαϊκού. Ο ίδιος γεννήθηκε πριν από 81 χρόνια σε ένα σπίτι μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ σχεδόν όλα τα σπίτια στα οποία έζησε ήταν κοντά στη θάλασσα
Η θάλασσα, η δημιουργικότητα και η αγάπη για την πατρίδα είναι τρεις φράσεις που πάντοτε συνάρπαζαν τον σημερινό καλεσμένο του «πρωινού καφέ» Νίκο Ευθυμιάδη. Η συζήτηση με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο του ThessINTEC έγινε στο καφέ «Allegro» του Μεγάρου Μουσικής με φόντο τη θάλασσα του Θερμαϊκού, ο ίδιος γεννήθηκε πριν από 81 χρόνια σε ένα σπίτι μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ενώ σχεδόν όλα τα σπίτια στα οποία έζησε ήταν κοντά στη θάλασσα. Δίπλα στη θάλασσα είναι και το Κέντρο Καινοτομίας, ένα κέντρο «κοινωφελές, μη κερδοσκοπικό, που συνενώνει όλο το οικοσύστημα μαζί και δίνει ένα παράδειγμα δημιουργικότητας». Που όπως λέει αισιόδοξα «στο τέλος του 2027 θα λειτουργεί». Κάνοντας πραγματικότητα το σλόγκαν «Made very well in Greece».
Υπάρχει πρωινός καφές στη ζωή σας;
Και πρωινός υπάρχει και μεσημεριανός και δεν κοιμάμαι χωρίς έναν καφέ. Και είναι πάντοτε ελληνικός και σκέτος.
Υπάρχει λόγος που τον επιλέγετε έτσι;
Είναι πιο νόστιμος, ο πιο πρωτότυπος, ο λιγότερος κατεργασμένος και πάνω από όλα ελληνοτουρκικός. Και το λέω χωρίς να ντρέπομαι (γελάει.)
Λόγω καταγωγής;
Είμαι η πρώτη γενιά στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου ήρθε το 22, σε ηλικία 22 ετών, καθώς συμμετείχε στον μικρασιατικό πόλεμο και είχε φτάσει μέχρι την Άγκυρα. Από μια επιχειρηματική οικογένεια της Ραιδεστού, εξ ου και το όνομα της εταιρείας Redestos. Σπουδαγμένος στη Mεγάλη του Γένους Σχολή, ένας πολύ δημιουργικός άνθρωπος, με 500 εργαζομένους σε ένα μεταλλείο κοντά στη Ραιδεστό που λέγεται σήμερα Tekirdag. Τον ειδοποίησαν οι εργαζόμενοί του ότι έρχονταν να τον «καθαρίσουν», γιατί είχε δώσει χρήματα στον ελληνικό στρατό και ουσιαστικά τον έσωσαν οι Τούρκοι. Μπήκε σε ένα καράβι και ήρθε στη Θεσσαλονίκη, την οποία την ήξερε από το εμπόριο Και έκτοτε έμεινε εδώ. Το 1935 έκανε την επιχείρηση.
Σε ποια περιοχή της Θεσσαλονίκης γεννηθήκατε;
Μέσα στο λιμάνι και αυτό είναι κάτι που δεν το ξέρει πολύς κόσμος. Γεννήθηκα εκεί που είναι τώρα το πάρκινγκ και όπου υπήρχε μια πολυκατοικία την οποίαν είχαν οι εργαζόμενοι στο λιμάνι. Ο πατέρας μου όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη ήταν 22 χρονών και επειδή μιλούσε αγγλικά και γαλλικά τον έβαλαν διευθυντή της Ελευθέρας Ζώνης και τού έδωσαν ένα διαμέρισμα. Εκεί μπήκε η εξαμελής οικογένεια που δεν είχε σπίτι και εκεί γεννήθηκα. Από εκεί φύγαμε την περίοδο της γερμανικής κατοχής, όταν οι Εγγλέζοι βομβάρδιζαν το λιμάνι και πήγαμε σε ένα σπίτι επί της Τσιμισκή 27, όπου ήταν και το γραφείο του πατέρα μου από το 1944. Στο λεγόμενο Μέγαρο Καστοριά.
Γονείς, οικογένεια, το κλίμα στο σπίτι;
Οι γονείς ήταν μορφωμένοι άνθρωποι, αρχοντάνθρωποι θα έλεγα, επιχειρηματική οικογένεια, με κάποιες αδελφές με τουπέ που δε σού μιλούσαν, αλλά και πάρα πολλούς ανθρώπους σαν τον πατέρα μου, που έπιαναν τα χέρια τους. Πολύ δημιουργικοί άνθρωποι, με τα ταξίδια τους και με τις γλώσσες τους. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που ήταν μεν προσφυγικό, αλλά άνετα προσφυγικό λόγω της μόρφωσης.
Αδέλφια;
Άλλα δύο αδέλφια. Και ένας ακόμα αδελφός, Νίκος επίσης, ο οποίος πέθανε πριν γεννηθώ εγώ σε ένα δυστύχημα στη Λιβαδειά.
Πρώτη παιδική ανάμνηση ποια ήταν;
Η πρώτη ανάμνηση είναι τα κάρα με τα άλογα, τα οποία κουβαλούσαν τα εμπορεύματα του πατέρα μου από το λιμάνι στην Τσιμισκή 27. Μιλάμε για μια οδό που δεν είχε αυτοκίνητα, αλλά μόνο χαμάληδες με το σαμάρι από πίσω, που έπαιρναν τα χαρτοκιβώτια και τα έβαζαν μέσα. Η δεύτερη ανάμνηση είναι από τον εμφύλιο εμφύλιο πόλεμο, όπου έξω στην Τσιμισκή γίνονταν κανονικές μάχες. Θυμάμαι σε μικρή ηλικία μάχες ανάμεσα από τα τραμ που περνούσαν τότε από την Τσιμισκή, τραμ τα οποία αργότερα τα κάναμε σκαλομαρία για να πάμε στο Ανατόλια (γελάει).
Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας ως έφηβο;
Ήμουν άνθρωπος της υπαίθρου από τότε. Ίσως να ήξερα ότι θα γίνω γεωπόνος. Ήμουν άνθρωπος που ζούσα πάντα κοντά στη θάλασσα, εξ ου και το Allegro που είμαστε σήμερα (γελάει). Έχω λατρεία για τη θάλασσα και όλα τα σπίτια όπου έζησα έχουν να κάνουν με τη θάλασσα. Μικρός ήμουν άνθρωπος που τον ενδιέφεραν και η τέχνη και ο κινηματογράφος, αλλά και τα παιχνίδια στην πλατεία Αριστοτέλους και οι λουκουμάδες στην πλατεία Αριστοτέλους, όπου πηγαίναμε σχεδόν καθημερινά με τον πατέρα μου και τη μητέρα μου.
Γιατί πήγατε σχολείο στο Ανατόλια;
Από παράδοση θα έλεγα. Ήταν ο αδερφός μου εκεί, ήταν ο γαμπρός μου ο Μπίλης ο Άγγελος εκεί, μετά ακολούθησα εγώ. Είναι μια παράδοση οικογενειακή, η νονά μου είναι Ελληνοαμερικάνα και είχαμε σχέσεις με την Αμερική παραδοσιακές.
Και γιατί γεωπονική;
Από τη δουλειά του πατέρα μου. Ο πατέρας μου έστησε από το 1935 μια επιχείρηση η οποία για πρώτη φορά στην Ελλάδα έφερε γεωργικά φάρμακα για να καταπολεμήσει τις ασθένειες και τα έντομα στη φρουτοκαλλιέργεια στην περιοχή της Βέροιας και της Νάουσας. Έκανε ένα αγρόκτημα πειραματικό μαζί με το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, έφερνε φοιτητές για να βλέπουν τα πειράματα, για το πως κλαδεύουν και το τι ποικιλίες έρχονται και όπου η βασική δουλειά ήταν η προστασία της φρουτοκαλλιέργειας. Από εκεί προέκυψε και η γεωπονική. Εγώ δεν ήμουν έτοιμος για τη γεωπονική, καθώς είχα ετοιμαστεί για μια καριέρα στην Αμερική με θέμα τη γενετική και μάλλον θα πήγαινα προς τα εκεί.
Τι σάς άλλαξε γνώμη;
Ο πατέρας μου. Κάποια στιγμή με άρπαξε από το λαιμό, ξενυχτήσαμε όλο το βράδυ και μού είπε ότι δεν θα ήμουνα καλός για καθηγητής και ότι θα ήμουνα καλύτερος για επιχειρηματίας. Και με έπεισε (γελάει).
Έχετε περάσει και από αγγλικά πανεπιστήμια. Τι πήρατε από εκεί;
Η επιχείρηση με την οποία έστησε τη δουλειά ο πατέρας μου στην Ελλάδα λεγόταν Murphy Chemicals για φυτοφάρμακα από την Αγγλία και από εκεί πήγα στο πανεπιστήμιο του Mπέρμιγχαμ και έκανα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές. Τελείωσα στο Αριστοτέλειο και πήγα στο Μπέρμιγχαμ όπου ήταν και η εγγλέζικη εταιρία αφενός για πρακτική άσκηση αφετέρου για μεταπτυχιακές σπουδές. Από εκεί πήρα όλη τη βρετανική κουλτούρα. Δηλαδή αυτό που λες να το κάνεις, να είσαι λίγο ακριβής, να είσαι λίγο λεπτολόγος και λίγο αξιόπιστος.
Λογική θα έλεγα και η ενασχόλησή σας με τον αγροτικό τομέα.
Ήταν λογική και ήταν ταυτόχρονα και πρωτοπόρος. Η Redestos έγινε -όπως σας είπα- το 1935, εγώ γεννήθηκα το 1944, άρα είναι 10 χρόνια μεγαλύτερη από μένα και για αυτό λέω ότι είμαι και δεύτερη γενιά. Η τρίτη γενιά είναι ήδη μέσα στην εταιρία και είναι στα 55 της και είναι τα παιδιά μου και η τέταρτη γενιά είναι 24 και 22, τα εγγόνια δηλαδή. Άρα, έχουμε εξασφαλισμένη τη διαδοχή (γελάει).
Ποιος θα ήταν ο απολογισμός αυτής της επιχειρηματικής πορείας;
Θα έλεγα ότι ήταν δύο πράγματα: η δημιουργικότητα και η πρωτοπορία. Ήμασταν οι άνθρωποι που μάς ενδιέφερε να φέρουμε τις πρώτες καινούργιες ποικιλίες από ροδάκινα, τις νέες ελληνικές ποικιλίες από βαμβάκια και εμένα μού άρεζε πολύ η προστιθέμενη αξία. Στο μυαλό μας ήταν δημιουργικότητα και αγάπη για την πατρίδα. Ένας πρόσφυγας αυτά τα δύο πράγματα τα έχει βαλμένα μέσα του και αυτά ήταν βασικό κομμάτι και της επιχειρηματικής μου ζωής μέχρι σήμερα.
Και η καινοτομία;
Η καινοτομία μπήκε στη ζωή μου από την περίοδο της προεδρίας μου στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών, βλέποντας ότι οι βιομήχανοι τελικά δεν παίρνουν τίποτα από την έρευνα που γίνονται στην Ελλάδα και ότι εδώ η έρευνα γίνεται χαρτιά, τα οποία μετακομίζουν ή πωλούνται στο εξωτερικό και δεν γίνονται για την ελληνική βιομηχανία. Πάντα έλεγα πως αυτά τα χρήματα που ξοδεύονται από το ελληνικό κράτος και τον Έλληνα φορολογούμενο για να γίνει έρευνα στην Ελλάδα πρέπει να έχουμε ως στόχο να παράγουν προϊόντα που μπορεί να εξαχθούν και να φέρουν πίσω προστιθέμενη αξία και θέσεις εργασίας. Αυτό ήταν ένα πιστεύω μου από την αρχή, σε αυτό βοήθησε πολύ και ο καθηγητής Βασάλος, ο οποίος ήρθε κάποια στιγμή στο Σύνδεσμο Βιομηχανιών και μού ζήτησε να του βρω 50 εκατομμύρια δραχμές για να κάνει το Τεχνολογικό Πάρκο το 1994. Τα συγκέντρωσα αυτά τα λεφτά από τους συναδέλφους και από κει και πέρα έμεινα ως πρόεδρος στο Τεχνολογικό Πάρκο. Στη συνέχεια ήρθαν οι Αμερικανοί που μάς βοήθησαν για να βάλουμε την καινοτομία στην πράξη. Κανένας δεν το ήθελε. Πρώτα από όλα οι καθηγητές των πανεπιστημίων και οι ερευνητές που είχαν τα δικά τους προγράμματα, αλλά και εμείς οι βιομήχανοι που δε βάζαμε το χέρι στην τσέπη. Ο συνδυασμός ήταν εκρηκτικός (γελάει), δε δούλεψε το σύστημα, πέρασαν καμιά εικοσαριά χρόνια ώσπου ήρθε ο Μητσοτάκης και είπε: «Ξέρεις, η καινοτομία με ενδιαφέρει». Εκεί ξανά τσίμπησα και εγώ και ξαναμπήκα μέσα στο παιχνίδι το 2019. Αφού έφαγα 20 χρόνια πολεμώντας χωρίς αποτέλεσμα. Με ενδιέφεραν δύο πράγματα: πρώτον να μου πει κάποιος ότι το κέρδος δεν είναι κολάσιμο και το είπε αυτό ο Μητσοτάκης. Και το δεύτερο είναι το ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει κέντρο καινοτομίας και ότι αυτό θα το κάνουμε. Η καινοτομία δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό μου, αλλά το 2019 κατάλαβα ότι υπάρχει μια καλή συγκυρία. Αφενός από τη μια η τεχνολογία διεθνώς εξελίχθηκε πολύ και είχαμε μια κυβέρνηση η οποία το ήθελε, μας έδωσε μια περιοχή δωρεάν έκτασης 760 στρεμμάτων που βρίσκεται δίπλα στο αεροδρόμιο για να την μετατρέψουμε σε Τεχνολογικό Πάρκο και εγώ είχα αποκτήσει στο μεταξύ όλα αυτά τα χρόνια της αποτυχίας μου (γελάει) το σχετικό know how.
Ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που συναντήσατε;
Το ότι για 20 χρόνια δεν μπορούσαμε να ομονοήσουμε ως κουλτούρα. Οι βιομήχανοι, οι ακαδημαϊκοί και οι ερευνητές. Όταν ένας καθηγητής έλεγε ότι θα μπω στην επιχείρηση του Ευθυμιάδη για παράδειγμα για να βοηθήσω να βγάλει μια καινούργια ποικιλία στο βαμβάκι θεωρούνταν κολάσιμο. Ήταν σα να τα «άρπαζε» και σαν να ήταν διαπλεκόμενος. Ο δε ερευνητής ήξερε ότι θα κάνει κάτι με το οποίο τελικά θα μπει σε ένα πρόγραμμα των Βρυξελλών, θα πάρει 10 ανθρώπους δικούς του, θα βγάλει και ένα καλό μεροκάματο και τελικά την καινοτομία θα την πουλήσει στη Shell και στην Bayer. Ενώ το δικό μου το όραμα αντίθετα ήταν ότι δεν υπάρχει Shell και Bayer, αλλά υπάρχει Ευθυμιάδης, Αlumil, Κleemann, υπάρχει Μυτιληναίος, υπάρχει Στασινόπουλος, οι οποίοι πρέπει να μπορέσουν να ωφεληθούν από τον Έλληνα φορολογούμενο και τα λεφτά μας να πηγαίνουν εκεί που μπορούν να μας φέρουν πίσω αυτό που λέει και ο Trump σήμερα: To make Amerika great again. Εγώ λέω: Made very well in Greece και όχι απλά made in Greece.
Σε τι φάση βρισκόμαστε σήμερα με το Τεχνολογικό Πάρκο;
Από το 2019 μέχρι το 2022 πήγαμε πολύ γρήγορα και έγινε όλο το θεσμικό πλαίσιο. Το 2022 είχαμε μια υπουργική απόφαση ένταξής μας στο Ταμείο Ανάκαμψης με 35 εκατομμύρια ευρώ επιχορήγηση, που ήταν μια εξαιρετική επίδοση για να ανακαλύψουμε στη συνέχεια ότι υπάρχει μια ελληνική γραφειοκρατία, η οποία μας έφερε μέχρι το 2025. Και σήμερα που μιλάμε περιμένουμε ακόμα την τελευταία άδεια για να πάρουμε πλέον την οικοδομική άδεια. Έχουμε το οικόπεδο, έχουμε τα λεφτά στην τράπεζα και κάθονται, αλλά χρειαζόμαστε οικοδομική άδεια, η οποία δίνεται πια μόνο όταν βγει η τελική άδεια περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εγώ νόμιζα ότι αυτή η άδεια είναι κάτι σπουδαίο, ότι θα ήταν πραγματικά μια μελέτη καθηγητών και πανεπιστημίων, αλλά τελικά αποτελεί απλά απάντηση σε ερωτήματα του στυλ αν η ΔΕΗ μπορεί να μας δώσει ρεύμα, αν υπάρχει νερό, αν υπάρχουν δρόμοι. Και όλα αυτά τα θέματα έπρεπε να τα λύσει η ομάδα του Διοικητικού Συμβουλίου. Ευτυχώς έχουμε ένα Διοικητικό Συμβούλιο εξαιρετικό, με συνεταίρους τα τρία πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, το δήμο Θερμαϊκού, το Σύνδεσμο Βιομηχανιών, το Σύνδεσμο Εξαγωγέων και την Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας. Το μεγαλύτερο μας κατόρθωμα ότι πείσαμε για τη συμμετοχή. Τα λεφτά τα έβαλαν 30 βιομηχανίες σα τη δική μου που έδωσαν από 100.000 ή από 200.000 ευρώ η καθεμία και έτσι μαζέψαμε 5 εκατομμύρια ευρώ και είχαμε τη δυνατότητα να παραμείνουμε ζωντανοί ενάντια στην ελληνική γραφειοκρατία όσο καιρό εκείνη δε μας έδινε λεφτά για να μπορούμε να κάνουμε τις μελέτες και τις άδειες. Και εμείς κάναμε τις μελέτες και τις δωρίσαμε στο κράτος για να αποφύγουμε την καθυστέρηση των διαγωνισμών και των προκηρύξεων.
Καταφέρετε και αντιμετωπίσατε και διάφορα απρόοπτα όπως τα σκυλιά. Με τους Ρομά τι γίνεται;
Χρειάστηκε να ρίξουμε 30 κτίρια που ανήκαν στη Φωνή της Αμερικής και στην ΕΡΤ, όχι τίποτα αξιόλογα κτίρια, περισσότερο παραπήγματα θα έλεγα. Πια βλέπουμε μπροστά, ήθελε όμως πολύ μεγάλα πνευμόνια, γιατί όπως αντιλαμβάνεστε όλοι είμαστε εθελοντές, δεν υπάρχει επιχειρηματικό συμφέρον και αυτοί που βάλαμε τα λεφτά για να μαζευτούν τα 5 εκατομμύρια το κάναμε με δωρεές.
Πόσες εταιρείες είναι αυτές;
30. Οι μεγαλύτερες στην Ελλάδα και δεν είναι μόνο Θεσσαλονικιές. Είναι μέσα ο Μυτιληναίος, η Εθνική Τράπεζα, ο Στασινόπουλος, ο Μασούτης, η Alumil, η Kleemann.
Συν τα 35 εκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Σωστά.
Κάπου σας άκουσα να λέτε ότι σε 8 με 10 χρόνια θα έρθουν επενδύσεις ενός δισεκατομμυρίου στη Θεσσαλονίκη. Ισχύει;
Μα ήδη και σήμερα έχουμε μια ουρά από επενδυτές και αυτό είναι σημαντικό να το πούμε και να το ακούσει ο κόσμος. Αυτή τη στιγμή έχουμε μια ουρά από επενδυτές. Εμείς αυτή τη στιγμή τη γη μπορούμε να την παραχωρήσουμε για 50, 60 ή μέχρι και 99 χρόνια. Για να παραχωρήσουμε όμως γη πρέπει να βγει πρώτα η άδεια και μέχρι τότε δεν μπορούμε να πάρουμε χρήματα από κανέναν επενδυτή. Από τη στιγμή που θα βγει η άδεια, κάτι που αναμένεται να συμβεί σε περίπου ένα μήνα από σήμερα, έχουμε μια σειρά επενδυτών και εκτός και εντός Ελλάδας. Να πούμε εδώ ότι μέσα στο ThessINTEC θα υπάρχουν κτίρια τα οποία θα έχουν να κάνουν μόνο με έρευνα και τεχνολογία. Δεν θα μπούνε μέσα μεγάλα σούπερ μάρκετ, το πολύ πολύ ένα μικρό σούπερ μάρκετ για τις ανάγκες των ανθρώπων του κέντρου, γιατί εκεί μέσα θα δουλέψουν 7.000 άνθρωποι. Έχουμε δηλαδή αυτή τη στιγμή επενδυτές, όπως η Marriott που θέλει να κάνει ένα ξενοδοχείο και κατοικίες, έχουμε το EKETA, το οποίο έχει έτοιμη επιχορήγηση για να κάνει κτίριο 12.000 τ.μ. για επέκταση εργαστηρίων. Επίσης είμαστε στο τελευταίο στάδιο που και τα τρία πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης θα κάνουν μαζί κατά πάσα πιθανότητα με δικούς τους πόρους ένα κτίριο για να εγκαταστήσουν μέσα τη μεταφορά τεχνολογίας. Η όλη ιστορία του Πάρκου είναι ότι θέλουμε από την παλιά νοοτροπία ότι κάνουμε έρευνα για την έρευνα, να κάνουμε έρευνα για τη βιομηχανία. Αυτό που λέμε industry based innovation. Άρα, η ιδέα των πανεπιστημίων να κάνουν ένα δικό τους Κέντρο για τη μεταφορά τεχνολογίας είναι σαν να πηγαίνεις στην πηγή, όπου είναι οι εταιρείες και να παίρνεις από εκεί κατευθείαν και χρηματοδότηση. Γιατί αυτή τη στιγμή η βιομηχανία είναι πολύ περισσότερο από ποτέ έτοιμη να βγάλει από την τσέπη της χρήματα. Γιατί ξέρει για παράδειγμα η Alumil ότι σήμερα χρειάζεται για να κάνει έναν πύργο στη Νέα Υόρκη να ανταγωνιστεί τους Γερμανούς και τους Αμερικάνους και όχι τα στάνταρ τα ελληνικά. Άρα, έχει λόγο να συνεργαστεί με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα προκειμένου να κάνει ένα αλουμίνιο, το οποίο να είναι 10% ελαφρύτερο και ότι αυτό θα της δίνει ένα περαιτέρω πλεονέκτημα.
Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα και πώς θα κυλήσει από δω και πέρα το πρότζεκτ;
Κανονικά το 2022 που είχαμε την ένταξη στο Ταμείο Ανάκαμψης, θα έπρεπε να είχαμε και την υπουργική απόφαση για τα χρήματα, από τα οποία μάλιστα έπρεπε μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2022 να είχαμε χρησιμοποιήσει τα 17,5 εκατομμύρια. Έλα, όμως που η γραφειοκρατία ανακάλυψε ότι πρέπει να ξαναδεί λίγο το θέμα από την αρχή. Έτσι φάγαμε άλλα 3 χρόνια τα οποία τα χρειαζόμαστε. Αυτή τη στιγμή το έργο έχει περίπου ένα χρόνο που ξεκίνησε σε ότι αφορά τις υποδομές και θα χρειαστούμε άλλα δύο χρόνια. Ο περισσότερος κόσμος λέει ότι αυτό θα είναι άθλος, αν κρίνει κανείς από τις ταχύτητες που είχαμε σε άλλα έργα, όπως το μετρό. Εμείς στο τέλος του 2027 θα λειτουργούμε. Και θέλουμε να δώσουμε το παράδειγμα ενός Κέντρου το οποίο στηρίζεται και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Είναι κοινωφελές, είναι μη κερδοσκοπικό, συνενώνει όλο το οικοσύστημα μαζί και δίνει ένα παράδειγμα δημιουργικότητας.
Το αγκάλιασε η Θεσσαλονίκη;
Νομίζω ναι. Κι όσο πάει το αγκαλιάζει περισσότερο. Στην αρχή κανένας δεν το πίστευε.
Δεν το πίστευε, αλλά δεν υπήρχαν και αντιδράσεις.
Ίσως και για αυτό να ξεγελάστηκαν και να ήρθαν ως συνέταιροι οι εταιρίες (γελάει).
Πρόσφατη δημοσκόπηση λέει ότι το 60,9% θεωρεί πολύ και αρκετά σημαντική την κατασκευή του Πάρκου Καινοτομίας.
Ο κόσμος δεν πίστευε και πολλοί ακόμη και τώρα δεν πιστεύουν ότι θα ολοκληρωθεί. Τελικά όμως φαίνεται ότι κοιτώντας το έργο βλέπουν τα οφέλη και κάθε μέρα έχουμε μια καινούργια εξέλιξη. Προχθές κάναμε μνημόνιο συνεργασίας με το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος, το οποίο θέλει να βάλει μέσα κόσμο. Ήρθαν 40 καθηγητές και όλη η Πρυτανεία. Έχω την αίσθηση ότι αρχίζει πια και ο καθηγητής και ο ερευνητής και ο βιομήχανος να καταλαβαίνουν ότι το κέρδος είναι εν τη ενώσει.
Η παρούσα κυβέρνηση πώς βλέπει το ThessINTEC;
Πολύ θετικά. Έχουμε πάρα πολύ μεγάλη βοήθεια. Δυστυχώς από κάτω υπάρχει η γραφειοκρατία. Γιατί υπάρχουν νόμοι που εφαρμόζονται και είναι από το 1922 ή γιατί πρέπει να εφαρμοστούν προδιαγραφές πολύ παλιές και οι υπάλληλοι έχουν τη φοβία της υπογραφής. Δεν υπάρχει μια φιλική συνεργασία μεταξύ του γραφειοκρατικού δημοσίου με τον πολίτη. Το βλέπουν ακόμη είτε σα λάφυρο είτε σα φόβητρο.
Είστε αισιόδοξος;
Εγώ πάντοτε ήμουν αισιόδοξος. Αλλά η αισιοδοξία χρειάζεται και αγώνα και επιμονή. Και από αυτό τουλάχιστον έχω μπόλικη (γελάει).
Σας έχω ακούσει να λέτε ότι η κρατικοδίαιτη ή επιδοτούμενη βιομηχανία ήταν χαρακτηριστικό της Ελλάδας για χρόνια.
Και ακόμη είναι για ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ελληνικής βιομηχανίας. Ευτυχώς όμως υπάρχει και μια αντίστροφη μέτρηση, υπάρχει μια βαθμιαία εξέλιξη της βιομηχανίας, η οποία κοιτάζει το προϊόν της να είναι ανταγωνιστικό διεθνώς. Γι’ αυτό και μιλάει και η κυβέρνηση εμφατικά για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, έτσι ώστε να γίνει από κρατικοδίαιτο και από επιδοτούμενο από την κοινότητα διαφορετικό. Να βασίζεται στο «πως θα συνεργαστώ εγώ με τον τάδε καθηγητή ή με τον τάδε ερευνητή» ή στο «πως θα βάλω λεφτά για να μοιράσουμε την πατέντα και να μοιράσουμε τα κέρδη». Στη λογική του «δε χρειάζομαι χρηματοδότηση, θα βάλω τα λεφτά, γιατί ξέρω ότι από το τελικό προϊόν θα κερδίσω».
Θα μπορούσατε πολλές φορές να φύγετε από τη Θεσσαλονίκη και όμως μείνατε εδώ. Γιατί;
Η οικογένειά μου όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη πέταξε τα κλειδιά της στη θάλασσα, είπε ότι δε θα ξαναγυρίσω στη Ραιδεστό και ότι η Ελλάδα είναι η καινούργια μας πατρίδα. Και αυτό ήταν που μού είπε ο πατέρας μου πριν φύγει: «αυτή είναι η πόλη σου, θέλω κάτι να κάνεις για αυτήν«. Εξ ου και το εγχείρημα για τη δημαρχία το 2010, αλλά και όλη αυτή η ανησυχία μου για την καινοτομία. Όντως πολλές φορές ήθελα να φύγω και ο αδερφός μου μεγάλωσε και πέθανε στην Αγγλία, η νονά μου ήταν Αμερικάνα, ο πατέρας μου Κωνσταντινοπολίτης.
Αλλά δεν το κάνατε. Από υγιή τοπικισμό;
Θα έλεγα από αγάπη για την πατρίδα. Το αν η πατρίδα είναι τοπικισμός αυτό δεν ισχύει για μένα.
Τι της λείπει σήμερα της Ελλάδας;
Η αναγνώριση ότι μπορεί να πετύχει αυτά που μέχρι στιγμής δεν είχε καταφέρει να κάνει λόγω του φόβου για το πολιτικό κόστος. Νομίζω όμως ότι τα πράγματα αλλάζουν για αυτό και είμαι αισιόδοξος. Της Ελλάδας της λείπει η αυτοπεποίθηση, τής λείπει ότι μπορεί να διεκδικήσει. Εγώ και με την ενασχόλησή μου με τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών και με πολλές άλλες οργανώσεις στο εξωτερικό, όπου δούλεψα για το ζήτημα της ανάπτυξης, πάντα πίστευα και πιστεύω για το πού μπορεί να φτάσει η Ελλάδα. Περάσαμε ένα στάδιο που η ελληνική γνώμη μετρούσε, μετά από την περίοδο με το βέτο με την Τουρκία πήγαμε σε πιο συναινετικούς τόνους με τους γείτονες για να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε όλοι μαζί και άλλαξε η Ελλάδα. Μετά έκανε μια κοιλιά και σήμερα κατά την άποψή μου υπάρχει μια σταθερότητα στη χώρα, ακόμη και αν κάποιοι θέλουν να την αρνούνται, υπάρχει μια διάκριση της χώρας. Αυτό που χρειάζεται είναι μια μεγαλύτερη διεκδίκηση, μια μεγαλύτερη επιμονή στην αξία μας.
Ο Έλληνας αστός, ο Έλληνας βιομήχανος είναι κοινωνικά ευαίσθητος; Γιατί ακούω και αυτή την κριτική.
Ο πολύ μικρομεσαίος, ο βιοτέχνης, έχει μια διαφορετική νοοτροπία από το βιομήχανο που έχει πια κόσμο στη δουλειά του. Ο βιοτέχνης, ο σκληρός βιοτέχνης, έχει μάθει να ζει μόνος του και να κοιτά πραγματικά το συμφέρον του και να μην είναι κοινωνικά ευαίσθητος. Ο βιοτέχνης όταν γίνεται βιομήχανος και αρχίζει να έχει στην εταιρεία του τα πρώτα 100 άτομα καταλαβαίνει πολύ σύντομα ότι όλη του η δύναμη είναι τα 100 άτομα και γίνεται κοινωνικά ευαίσθητος. Γιατί τελικά καταλαβαίνει ότι η προστιθέμενη αξία στο προϊόν του έρχεται από το κατά πόσον μπορεί να δημιουργήσει καλές σχέσεις με τον κόσμο και πόσο πιστεύει ο κόσμος τη δουλειά του.
Σας αρέσουν και τα αυτοκίνητα αντίκες. Ισχύει;
Ισχύει και είναι κάτι που ξεκίνησε από τα 18 μου. Τότε είχα τη μεγάλη τύχη όταν ο πατέρας μου από εκεί που ήταν πρόσφυγας και έγινε βιομήχανος να μού αγοράσει μια σπορ Triumph Spitfire. Όταν μπήκα στη δουλειά λοιπόν πήγα να πουλήσω με αυτό το αυτοκίνητο φάρμακα και οι αγρότες φυσικά με πήραν με τις πέτρες (γελάει). Δεν πούλησα τίποτα. Έτσι το πούλησα και πήρα ένα Opel Kadett και έγινα πια βιομήχανος και εγώ (γελάει). ΄Υστερα από πολλά χρόνια και αφού πήγε από τον έναν ιδιοκτήτη στον άλλον ξανά ήρθε στα χέρια μου η Triumph. Και την ξαναέφτιαξα πληρώνοντας στο τέλος 10.000 δραχμές σε κάποιον μεσίτη.
Τώρα πόσα αυτοκίνητα αντίκες έχετε;
18. Είναι όλα εγγλέζικα και όλα διθέσια και ανοιχτά.
Τα χρησιμοποιείτε;
Κάθε σαββατοκύριακο. Πηγαίνω με αυτό πολλές φορές στη Βουρβουρού ή μέχρι το εργοστάσιο γιατί δεν είναι για να τα κυκλοφορείς μέσα στην πόλη. Είναι παλιά ωραία αυτοκίνητα, κυρίως η σειρά των Τζάγκουαρ και φυσικά η Spitfire. Ευτυχώς υπάρχει ο γιος μου ο οποίος ο οποίος μάλλον θα τα αναλάβει. Απλά πρέπει να βρει τα 400 τ.μ. σαλόνι για να μπουν όλα αυτά μέσα. Εγώ τα έχω στο σπίτι που είναι 20 στρέμματα, οπότε δεν έχω πρόβλημα και εκεί μέσα έχω μια μεγάλη έκθεση για τα αυτοκίνητα.
Και ο καλοκαιρινός παράδεισος; Είναι η Χαλκιδική και η Βουρβουρού;
Το καλύτερο πράγμα που έκανα στη ζωή μου και το έκανα όταν ήμουν ακόμα άφραγκος. Κάπου το 1970 όταν ήμουν στη δουλειά και έπαιρνα 10.000 δραχμές το μήνα. Ήταν της συζύγου μου, καθώς ο πατέρας της ήταν καθηγητής πανεπιστημίου. Το οικόπεδο το πήραμε με λαχνό και τότε ο πατέρας μου μού είπε: «Τι πας να χτίσεις μες στα βράχια; Εδώ πέρα μέσα ούτε αητοί δεν κατεβαίνουν και εσύ θα πας να χτίσεις σε ξένο οικόπεδο;», εννοώντας ότι είναι της γυναίκας μου. Τελικά χτίστηκε. Με ένα καΐκι, το οποίο ερχόταν από το Άγιο Όρος, όπου πήραμε τα ξύλα και έγινε μέσα σε τρεις μήνες ένα σπιτάκι, το οποίο και παραμένει εξαιρετικό και το οποίο σιγά σιγά μεγάλωσε. Ήταν η καλύτερη επένδυση που έκανα στη ζωή μου στα 26 μου (γελάει).
Πάμε στον ιδιώτη Νίκο Ευθυμιάδη. Παντρεμένος…
…με τη Μαίρη Χρηστίδη. Ο πατέρας της ήταν καθηγητής της γεωπονικής. Με τη γυναίκα μου ήμασταν συμφοιτητές.
Πολλά χρόνια γνωριμίας.
Μην το συζητάτε, σχεδόν 70.
Παιδιά;
Τέσσερα, δυστυχώς το ένα το χάσαμε σε ένα δυστύχημα όταν ήταν πέντε ετών, αλλά ευτυχώς έχουμε άλλα τρία.
Έχουν αναλάβει την επιχείρηση;
Βέβαια. Και οι τρεις είναι μέσα στη δουλειά. Υπάρχει ένα Σύνταγμα μέσα στην εταιρεία πια.
Σύνταγμα;
Σύνταγμα διαδοχής. Από εκεί που ήμουν μόνος εγώ με τον πατέρα μου τώρα είναι ήδη 10 οι της οικογένειας, με τα παιδιά τους θα γίνουν 30. Η επιχείρηση πάει πολύ καλά, έχει διεθνοποιηθεί βγάζει λεφτά, έχει μεγάλους τζίρους, 500 άτομα προσωπικό και άρα έπρεπε να επισημοποιήσουμε λίγο πως θα μπαίνει και πως θα βγαίνει κόσμος εκεί.
Υπάρχει χαλάρωση για το Νίκο Ευθυμιάδη σήμερα;
Ιστιοπλοΐα. Κάνω πολύ και με μικρά σκάφη. Με καταμαράν και με λέιζερ. Παρά τα 80 μου.
Τι ομάδα είστε; Έχετε κάποια συμπάθεια;
Ηρακληδεύς είμαι παρά το γεγονός ότι έχω γιους Παοκτσήδες (γελάει). Και οι γιοί μου με λένε γεροντοκόρη (γελάει).
Μότο ζωής υπάρχει;
(Σκέφτεται για λίγο). Θα γυρίσω σε αυτό που είπα στην αρχή της κουβέντας μας. Αυτό που με τραβάει πάντοτε στη ζωή μου είναι το να ξέρω ότι κάτι δημιουργώ. Όσο δημιουργώ όλοι μου λένε ότι δεν μου μοιάζουν τα 80 χρόνια.
81 είστε, έτσι;
81. Και πολύς κόσμος μου λέει ότι δεν σου μοιάζουν.
Και εγώ το λέω.
Η αιτία είναι ότι κάτι κάνω. Το οποίο πρέπει να είναι πρωτότυπο και δημιουργικό. Κάποτε καταπιάστηκα με τη σταφίδα που την έβλεπα να την ξεραίνουν με ποτάσα και χημικά και έκανα ένα εργοστάσιο πρότυπο στην Κρήτη για να την κάναμε με θέρμανση, αλλά το ελληνικό δαιμόνιο ήρθε και μόλις άρχισε να δουλεύει αυτό διπλασίασαν τις τιμές της σταφίδας κι έτσι το εγκατέλειψα. Και αυτό ήταν δημιουργία, ακόμα και αν ήταν αποτυχία. Όπως και το μεγάλο θερμοκήπιο που κάναμε με την περίφημη ντομάτα Lucia ήταν μία από τις δικές μας επιχειρήσεις. Τέτοια είδους πράγματα. Ξεκίνησα από τα γεωργικά φάρμακα, αλλά στη συνέχεια μπήκα μέσα στα φυτά, στους σπόρους, στις αναλύσεις τροφίμων, στις εξαγωγές. Αυτή τη στιγμή είμαστε συνεταίροι με την Mitsui, συνέταιροι με τη μεγάλη γερμανική εταιρεία Veltia. Γενικά έχουμε μειώσει την οικογενειακή μας συμμετοχή στο 70% και έχουμε δώσει το 30% του ομίλου σε διεθνείς επιχειρήσεις, οι οποίοι ήταν συνεταίροι μας και προμηθευτές μας εδώ και πολλά χρόνια. Υπάρχει μια εμπιστοσύνη, αλλά τώρα ήθελαν να μπουν μέσα. Και έτσι πήραμε αντ’ αυτού ένα μεγάλο κομμάτι από Ρουμανία, Βουλγαρία μέχρι και Ισπανία.
Είστε 81 χρονών και ακμαιότατος. Ας χτυπήσουμε ξύλο (γελάμε και οι δύο). Ποιος είναι ο στόχος από εδώ και πέρα;
Να τελειώσω το ThessINTEC και να λειτουργήσει αυτό το πράγμα που εγώ ξέρω τι δυνατότητα έχει. Aλλά η Θεσσαλονίκη δεν είναι Αθήνα, ούτε έχει την κλασική παράδοση της Αθήνας. Είναι βυζαντινή πόλη και επιχειρηματική. Με τις σημερινές συνθήκες δε μπορεί παρά να είναι μια πόλη της τεχνολογίας. Αυτό θα δώσει την πραγματική διάσταση στην εμπορική, βυζαντινή Θεσσαλονίκη, τη συμβασιλεύουσα της Κωνσταντινούπολης. Αυτό για μένα είναι ένα χειροπιαστό όραμα και νομίζω ότι με αυτό θα τελειώσω την καριέρα μου και μετά θα την αφιερώσω στα εγγόνια μου.
Στο τέλος η ερώτηση για το μαγικό ραβδί: τι θα αλλάζατε στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη που δεν αλλάζει εύκολα;
Πρώτα πρώτα θα έκανα αυτό που πάει να κάνει ο Μητσοτάκης: θα καταργούσα τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και θα έβαζα κίνητρα για την παραγωγικότητα και για την αξιοκρατία σε όλους. Είναι κάτι από το οποίο υποφέρει η Ελλάδα από τότε που έγινε Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη από τότε που έγινε Θεσσαλονίκη. Το ψάρι λένε από την κεφαλή βρομάει και η κεφαλή είναι η αρρωστημένη γραφειοκρατία, η οποία είναι υπόλοιπο από την τουρκοκρατία, από τη δουλοπρέπεια και από τον τρόπο με τον οποίο διοικήθηκε η Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Άρα, εκεί πρέπει να πέσει πέλεκυς. Η αξιοκρατία είναι ελληνική λέξη, τη γνωρίζουμε πολύ καλά και μπορούμε να την εφαρμόσουμε. Από τη στιγμή που θα κόψουμε τη Λερναία Ύδρα και θα πιστέψει ο Έλληνας στον εαυτό του, αυτό θα κάνει τεράστια διαφορά. Όσον αφορά στην πόλη μας, το μαγικό μολύβι θα ήταν αυτός ο επαρχιωτισμός μας. Δεν πιστεύουμε στον εαυτό μας, το μάτι μας είναι στην Αθήνα και πρέπει αυτά τα πράγματα να τα ξεχάσουμε. Δεν υπάρχει η Αθήνα, η Αθήνα είναι η πρωτεύουσά μας και είμαστε περήφανοι για αυτή, η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη της Ευρώπης, η οποία μπορεί πολύ ευχάριστα να ανταγωνιστεί το Μόναχο και το Άμστερνταμ και ως έτσι πρέπει να την δούμε. Θα προσπαθούσα λοιπόν να ενθαρρύνω τους συμπολίτες μας στη Θεσσαλονίκη ότι μέσα από τη συνεργασία είναι το κέρδος και θα έκανα οτιδήποτε μπορούσα για να δοθούν κίνητρα στα πανεπιστήμια, στα ερευνητικά κέντρα και στις βιομηχανίες για να βρούνε τρόπους με τους οποίους θα μπορούν να συνεργαστούν για αμοιβαίο όφελος. Οι Αθηναίοι εκεί που μας ξεπερνούν είναι ότι τα μοιράζονται. Εμείς οι Θεσσαλονικείς δε μοιραζόμαστε τίποτα, θέλουμε να είμαστε αρχηγοί στα πάντα και βλέπουμε και την καρέκλα του αλλουνού με λίγο μίσος. Η κατσίκα του γείτονα. Το μαγικό μου ραβδί λοιπόν αυτό θα ήταν: Να αλλάξουμε στη Θεσσαλονίκη τη νοοτροπία για την κατσίκα του γείτονα.
Η εταιρεία παραγωγής δημοσίευσε ένα κλιπ με σκηνές από ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, στις οποίες είχε συμμετάσχει
Με τον Σάκη Μουμτζή ξεκινήσαμε από το 1953 και φτάσαμε μέχρι το σήμερα: προδικτατορική Θεσσαλονίκη, Πειραματικό, Καραμανλής, Παπανδρέου, Αναγνωστάκης, Λινοξυλάκης, Μητσοτάκης, Ροναλντίνιο και... Γιαμάλ
Κουβεντιάσαμε με τον ομότιμο καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ για την τέχνη, το Ολοκαύτωμα, τα τρενάκια, αλλά και την παλιά Θεσσαλονίκη
Ο ιδιοκτήτης της εταιρίας δημοσκοπήσεων Interview, στην κουβέντα μας θυμήθηκε τα παλιά. Τα χρόνια στην Αγίου Δημητρίου, τη φοιτητική περίοδο στην Ελβετία, την πρώτη έρευνα στη «Μακεδονία»