Θυμάμαι μια παλιά διαφήμιση για την απογραφή, που έκλεινε με το ερώτημα «ωραίοι είμαστε, αλλά πόσοι είμαστε;». Τότε μου φαινόταν έξυπνο σλόγκαν. Σήμερα, όμως, δεν είναι ζήτημα το πόσοι είμαστε∙ είναι το πόσοι θα είμαστε σε λίγο. Και αυτό το «σε λίγο» δεν είναι κάποια μακρινή, αφηρημένη προειδοποίηση. Είναι μπροστά μας. Το νιώθουμε ήδη.
Μιλάμε καθημερινά (και καλά κάνουμε) για την ακρίβεια, τους μισθούς, το ρεύμα και το πετρέλαιο τώρα που χειμωνιάζει, για τα σκάνδαλα που μας ταλανίζουν. Καθημερινά παράπονα, εύλογα και πιεστικά. Αλλά, όσο κι αν μας ταλαιπωρούν όλα αυτά, υπάρχει ένα πρόβλημα πιο βαθύ, πιο σιωπηλό και –δυστυχώς– πιο καθοριστικό: το δημογραφικό. Γιατί, άντε κι έπεσαν οι τιμές, άντε κι ανέβηκαν, ποιον θα αφορούν σε τελική ανάλυση, αν οι πόλεις γύρω μας αδειάζουν;
Όσο ταξιδεύεις στην Ελλάδα το αντιλαμβάνεσαι πιο καθαρά. Ολόκληρες περιοχές έχουν να ακούσουν το κλάμα ενός νεογέννητου χρόνια ολόκληρα. Χωριά όπου τα σχολεία έκλεισαν όχι επειδή δεν είχαν δασκάλους, αλλά επειδή δεν είχαν μαθητές. Αυλές που άλλοτε ήταν γεμάτες παιχνίδι και φωνές τώρα μοιάζουν με σιωπηλά μνημεία ενός παρελθόντος που δεν επιστρέφει. Η εικόνα αυτή δεν είναι απλώς μελαγχολική. Είναι προειδοποιητική.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το δημογραφικό είναι εθνικό ζήτημα. Και το λέω χωρίς καμία διάθεση δραματοποίησης. Μια χώρα δεν είναι μόνο το έδαφός της, τα βουνά της, η ιστορία της. Είναι πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι που τη ζουν και τη συνεχίζουν. Όταν αυτοί λιγοστεύουν, όταν κάθε χρόνο φεύγουν περισσότεροι απ’ όσους έρχονται, τότε η ίδια η προοπτική της χώρας συρρικνώνεται. Μια Ελλάδα που χάνεται όχι επειδή τη χτυπούν οι κακοί ξένοι, αλλά επειδή σιγά-σιγά αδειάζει από το πιο πολύτιμο κεφάλαιό της: τους ανθρώπους της.
Δεν υπάρχει μαγική λύση. Χρειάζεται στήριξη στις οικογένειες, στους νέους που θέλουν να κάνουν παιδιά αλλά δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα. Χρειάζεται πολιτικές που να κάνουν τη ζωή λιγότερο ασφυκτική. Χρειάζεται –ίσως πάνω απ’ όλα– μια συλλογική αφύπνιση. Να καταλάβουμε ότι πέρα από τις μικρές καθημερινές μας μάχες, υπάρχει μια μεγάλη που δεν πρέπει να τη χάσουμε.
Γιατί μια Ελλάδα χωρίς παιδιά δεν είναι απλώς μια μικρότερη Ελλάδα. Είναι μια Ελλάδα χωρίς συνέχεια. Μια Ελλάδα που χάνεται και θα αποτελεί μακρινή ανάμνηση, αφού θα έχουν μείνει αν συνεχίσουμε έτσι, μόνο οι κάμποι και τα βουνά, αν δεν τα καταστρέψουμε ολοσχερώς και αυτά.
Όσο κι αν το δημογραφικό και η υπογεννητικότητα αποτελούν ένα ζήτημα που βαραίνει ήδη το παρόν και προδιαγράφει ένα ζοφερό μέλλον, η αλήθεια είναι πως η ελληνική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη εδώ και τώρα με ένα άλλο, απόλυτα επείγον και πρωτοφανές –τουλάχιστον για τα δικά μας δεδομένα– πρόβλημα: τη βία μεταξύ ανηλίκων.
Την περασμένη Κυριακή, μέσα από τη «ΜτΚ», ανοίξαμε τον φάκελο. Είδαμε τι κρύβεται πίσω από το φαινόμενο, μιλήσαμε με ειδικούς, επιχειρήσαμε να φωτίσουμε πτυχές που συνήθως μένουν στη σκιά. Κι όμως, όσο κι αν αναλύσαμε, η πραγματικότητα μοιάζει να μας προσπερνά με ταχύτητα που δεν προλαβαίνουμε. Το φαινόμενο δεν μετριάζεται• αντίθετα, μέρα τη μέρα, ώρα την ώρα, δείχνει να εκτραχύνεται.
Μόνο τις τελευταίες ημέρες γίναμε μάρτυρες περιστατικών που παλιότερα θα θεωρούσαμε αδιανόητα. Δεν πρόκειται πια για «φήμες» ή για αόριστες περιγραφές. Τα είδαμε με τα μάτια μας: βίντεο με ανήλικους να χτυπούν, να εξευτελίζουν, να τρομοκρατούν συνομηλίκους τους. Σκηνές ωμής βίας, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς φόβο συνέπειας, χωρίς την παραμικρή αναστολή.
Και ίσως το πιο σοκαριστικό για πολλούς από εμάς –ανθρώπους που δεν είμαστε ειδικοί στη συμπεριφορά των εφήβων– ήταν η συμμετοχή κοριτσιών. Κοριτσιών σε κατάσταση έξαρσης, που χτυπούν, βρίζουν, επιτίθενται, σχεδόν «μεθυσμένα» από οργή. Είναι κάτι που, αν είμαστε ειλικρινείς, δύσκολα θα φανταζόμασταν κάποτε. Κι όμως συμβαίνει. Μπροστά μας. Και μάλιστα με συχνότητα που τρομάζει.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι δεν πρόκειται για ένα φαινόμενο που περιορίζεται σε «δύσκολες» οικογένειες ή σε περιβάλλοντα υψηλού κινδύνου. Δυστυχώς –και αυτό είναι κάτι που πρέπει επιτέλους να ειπωθεί– τέτοιες συμπεριφορές εμφανίζονται παντού, ακόμη και σε οικογένειες που θεωρούνται σταθερές, προστατευμένες, «καλές». Αυτό δείχνει ότι κάτι βαθύτερο συμβαίνει: οι παραδοσιακοί μηχανισμοί ελέγχου, στήριξης και κοινωνικοποίησης μοιάζουν να μην επαρκούν πια.
Και μέσα σε όλο αυτό, τα μέτρα, οι δημόσιες καμπάνιες, οι εξαγγελίες… μοιάζουν να μην πιάνουν τόπο. Η πραγματικότητα φωνάζει πως χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από θεωρίες, κάτι βαθύτερο από «ευαισθητοποίηση». Χρειαζόμαστε μια νέα κοινωνική συμφωνία, ένα νέο συλλογικό μέτωπο. Γιατί τα παιδιά μας, ανεξάρτητα από το πού μεγαλώνουν, βρίσκονται σε κίνδυνο – και όχι από κάποιον «άλλο», αλλά μεταξύ τους και κυρίως από τον ίδιο τους τον εαυτό και τα χειρότερα ένστικτά τους.
Και εδώ επιστρέφω στο δημογραφικό: έχει νόημα να πασχίζουμε να γεννηθούν παιδιά σε μια χώρα που τα αγαπά και τα θέλει, αν στη συνέχεια τα αφήνουμε να καταστρέφονται το ένα από το άλλο; Έχει νόημα να βρούμε λύσεις για να αυξηθούν οι γεννήσεις, αν δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι τα παιδιά που ήδη υπάρχουν θα μεγαλώσουν σε ασφάλεια;
Μη φτάσουμε στο σημείο να αγωνιζόμαστε για το δικαίωμα στη ζωή, και να αδυνατούμε να προστατεύσουμε τη ζωή μεταξύ των ίδιων των παιδιών μας. Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος που έχουμε μπροστά μας. Και ο χρόνος δεν είναι πια με το μέρος μας.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 23.11.2025