Η περίπτωση των ΕΛΤΑ. Του Βασίλη Κοντογουλίδη

Η μείωση των ελλειμμάτων για να είναι αποτελεσματική θέλει σχέδιο και σύνεση

Μπορεί ένας μεταρρυθμιστής που θέλει να βάλει μία τάξη στα κρατικά ελλείμματα να είναι παράλληλα και κοινωνικά ευαίσθητος και να λαμβάνει μέτρα για τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες; Η περίπτωση των ΕΛΤΑ δείχνει ότι δεν μπορεί. Καταρχάς, το λουκέτο σε 204 υποκαταστήματα των ΕΛΤΑ δεν είναι μεταρρύθμιση, και όσοι το λανσάρουν σαν μεταρρύθμιση κάνουν αυτό που κατηγορούν άλλους: Λαϊκίζουν.

Δεν χρειάζεται να είσαι μάνατζερ για να αντιμετωπίζεις ένα έλλειμμα με κλείσιμο. Η μείωση των ελλειμμάτων για να είναι αποτελεσματική θέλει σχέδιο και σύνεση. Και μόνο συνετή δεν είναι μία διαχείριση που δείχνει κοινωνική αναλγησία.

Δεκάδες υποκαταστήματα των ΕΛΤΑ στην ελληνική περιφέρεια αλλά και σε αστικά κέντρα είναι τόποι όπου ηλικιωμένοι που δεν έχουν ψηφιακές δεξιότητες πληρώνουν λογαριασμούς, παραλαμβάνουν τις συντάξεις τους και τα επιδόματα, αποστέλλουν ή παραλαμβάνουν δέματα, κάνουν ταυτοποιήσεις και εξουσιοδοτήσεις.

Είναι άνθρωποι που δεν έχουν ηλεκτρονικές γνώσεις για να κάνουν όλα τα παραπάνω από την οθόνη του υπολογιστή τους ή του κινητού τους και, παράλληλα, άνθρωποι που δεν μπορούν να οδηγήσουν για να πάνε να εξυπηρετηθούν στις πληρωμές των συντάξεων από ένα τραπεζικό κατάστημα που μπορεί να είναι σε απόσταση κάποιων χιλιομέτρων από τον τόπο κατοικίας τους.

Οι αστέρες των ΕΛΤΑ, υλοποιώντας πολιτικές της κυβέρνησης και όχι δρώντας αυτοβούλως, όπως παρουσιάστηκε εκ των υστέρων από το πανικόβλητο -μετά την ανταρσία των κυβερνητικών βουλευτών- Μέγαρο Μαξίμου, αποφάσισαν να θέσουν αυτούς τους ανθρώπους σε αποκλεισμό που θα διαλύσει την καθημερινότητά τους. Και όλα αυτά επειδή δεν προσαρμόστηκαν στον ψηφιακό ολοκληρωτισμό που αποτελεί πυρήνα της πολιτικής αυτής της κυβέρνησης.

Επομένως, η προσπάθεια υπουργών της κυβέρνησης να βγουν από το κάδρο των ευθυνών τους και να τα ρίξουν όλα στον CEO των ΕΛΤΑ είναι υποκριτική.

Το φιάσκο των ΕΛΤΑ δεν είναι μόνο οικονομικό, με την έννοια της αποτυχίας της μείωσης των ελλειμμάτων ενός οργανισμού, αλλά είναι και βαθύτατα πολιτικό. Μία κυβέρνηση που επιλέγει πλειάδα τεχνοκρατών τόσο σε υπουργικές θέσεις όσο και στη στελέχωση οργανισμών, μία κυβέρνηση που διακατέχεται από μία κυνική νεοφιλελεύθερη αντίληψη, μία κυβέρνηση που πρωταγωνιστεί στη συγκάλυψη της τραγωδίας των Τεμπών, σε αντιθεσμικούς χειρισμούς τύπου υποκλοπών και ΟΠΕΚΕΠΕ, μία κυβέρνηση που ενισχύει με τις αποφάσεις της τα ολιγοπώλια και διαλύει τους μικρομεσαίους, είναι μία καλή κυβέρνηση για τους ολίγους προνομιούχους και μία κακή κυβέρνηση για τους πολλούς Έλληνες μη προνομιούχους.

Και το ερώτημα που προετοιμάζουν από τώρα την κοινωνία οι επικοινωνιακοί φωστήρες του Μεγάρου Μαξίμου για τις επόμενες εκλογές και συνοψίζεται στο «Μητσοτάκης ή χάος» μπορεί να μην φτάσει ποτέ στους τελικούς αποδέκτες, διότι, πολύ απλά, θα έχουν φέρει το χάος οι ίδιοι με την αδιέξοδη πολιτική τους.