
Ο όρος γεωοικονομία είναι ιδιαίτερα δημοφιλής την τελευταία περίοδο, αλλά στερείται ακριβούς ορισμού. Συνηθέστερα, νοείται ως η χρήση οικονομικών εργαλείων για την προώθηση γεωπολιτικών στόχων. Άλλοι ορισμοί αντιστρέφουν τους σκοπούς και τα μέσα, δίνοντας έμφαση στο πώς χρησιμοποιείται η άσκηση γεωπολιτικής δύναμης για οικονομικά αποτελέσματα. Σε γενικές γραμμές, μπορεί κανείς να θεωρήσει τη γεωοικονομία ως την αλληλεπίδραση της διεθνούς οικονομίας, της γεωπολιτικής και της στρατηγικής.
Ον όρος «γεωοικονομία» εισάχθηκε στη συζήτηση το 1990 με άρθρο του Edward Luttwak, στο οποίο υποστήριζε ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η στρατιωτική ισχύς έδινε τη θέση της στη γεωοικονομική ισχύ.
Με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, αποτελεί ερώτημα κατά πόσον οι ΗΠΑ θα αξιοποιήσουν τα γεωοικονομικά εργαλεία στην προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων τους. Ένα πράγμα είναι σαφές: η γεωοικονομία είναι ο όρος που θα ακούσουμε πολύ περισσότερο τα προσεχή χρόνια.
Η γεωοικονομία ως σύνδεση της γεωπολιτικής με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις αναδείχθηκε έντονα στη δημοσιότητα μετά την εκλογή του Προέδρου Τραμπ, με την πολιτική δασμών. Ο όρος αποτυπώνει την οικονομική ισχύ σε διεθνές γεωπολιτικό επίπεδο. Τα γεωοικονομικά δίκτυα των αγωγών ενέργειας, των εμπορικών οδών και των εφοδιαστικών αλυσίδων έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον, στην προσπάθεια αναζήτησης στρατηγικών απαντήσεων σε διεθνείς και περιφερειακές κρίσεις.
Σε παγκόσμια έρευνα για τα διοικητικά συμβούλια της McKinsey, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι, το 25% των CEO δηλώνει ότι οι γεωπολιτικοί ή/και μακροοικονομικοί κίνδυνοι αποτελούν ζήτημα προτεραιότητας και μόνο το 19% δηλώνει ότι οι πολιτικοί κίνδυνοι είναι θέμα προτεραιότητας.
Στο παραδοσιακό μοντέλο των εταιρειών ο γεωπολιτικός κίνδυνος ομοιάζει με ιμπρεσιονιστικό πίνακα. Η γεωπολιτική για τις εταιρείες είναι μάλλον η προσωπική αντίληψη της διοίκησης, που εξαρτάται από το πολιτισμικό υπόβαθρο και το επίπεδο πρόσβασης σε συγκεκριμένη πληροφόρηση.
Η απουσία τυποποίησης στην αξιολόγηση του γεωπολιτικού κινδύνου από τη διοίκηση οδηγεί συχνά σε λανθασμένη εκτίμηση του αντίκτυπου των κινδύνων. Στην πραγματικότητα, η γεωπολιτική επηρεάζει πολυπαραγοντικά τις εταιρείες στις αλυσίδες εφοδιασμού τους, στην ιδιοκτησία, στην έρευνα και ανάπτυξη, στην πρόσβαση σε κεφάλαιο και στη διαχείριση του ανθρωπίνου δυναμικού.
Η πρόκληση του διαχωρισμού της γεωπολιτικής και της γεωοικονομίας σε ξεχωριστές σφαίρες οφείλεται στην αλληλεξάρτησή τους: στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των εθνών-κρατών ως αδιαίρετων κυρίαρχων μονάδων που ασκούν πολιτική εξουσία και στην επικράτηση της «λογικής του εμπορίου» της φιλελεύθερης οικονομίας που φαινομενικά διαχωρίζει τη δυναμική της αγοράς από την πολιτική εξουσία.
Η γεωπολιτική διαμορφώνει την παγκόσμια οικονομία και η παγκόσμια οικονομία αλληλοεπιδρά στην πολιτική, είναι η πολιτική σύγκρουσης μεταξύ των νικητών και των ηττημένων της παγκόσμιας οικονομικής ανταλλαγής.
Σε πρόσφατο άρθρο, η Gillian Tett στους Financial Times, αναρωτιέται κατά πόσον οι επιχειρήσεις χρειάζονται επειγόντως θέση CGO (Chief Geopolitics Officer) στο οργανόγραμμα τους.
Η κυρίαρχη άποψη στην επιχειρηματική κουλτούρα είναι ότι το ορθολογικό οικονομικό ίδιο συμφέρον είναι αυτό που καθοδηγεί τις αποφάσεις, και όχι η «λαϊκίστική» πολιτική, καθώς οι πολιτικές αποφάσεις είναι παράγωγο των οικονομικών αποφάσεων, και όχι το αντίστροφο.
Η πολιτική του Προέδρου Τραμπ έχει προκαλέσει προβληματισμό σε επενδυτές και οικονομολόγους, αφού είναι σε σύγκρουση με τις βεβαιότητες των φιλελεύθερων οικονομικών. Η πολιτική Τραμπ συνιστά στροφή με τα οικονομικά να εξαρτώνται από την γεωπολιτική.
Οι εταιρείες δεν φαίνεται να αποδέχονται την ιδέα της γεωοικονομίας, αλλά οι επιχειρηματικοί ηγέτες οφείλουν πλέον να την λάβουν υπόψη, καθώς η στροφή στην αμερικανική πολιτική συνιστά σημείο καμπής για την επιχειρηματικότητα, όπως στο παρελθόν συνέβη με τον κεϋνσιανισμό, την παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό.
Η γεωοικονομική ισχύς είναι ο νέος «σερίφης στο επιχειρείν», με προστατευτισμό και στρατιωτικό κεϋνσιανισμό, με τις κυβερνήσεις να έχουν αποφασιστικό ρόλο στο νέο διεθνή καταμερισμό της παραγωγής.
Η Κίνα την τελευταία δεκαετία ανέπτυξε στρατηγικές για την γεωοικονομία στα κρίσιμα σημεία των εφοδιαστικών αλυσίδων και στην αγορά χρέους, αμφισβητώντας έμπρακτα την δυτική ηγεμονία.
Η σημερινή αμερικανική αντίδραση εκφράζεται αλλά δεν εξαρτάται από το πρόσωπο του Προέδρου, έχει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά με τις τεχνολογικές, εμπορικές, χρηματοπιστωτικές και αμυντικές πολιτικές να συνδέονται με τέτοια ένταση που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Η βιομηχανική πολιτική επανέρχεται στο προσκήνιο, αλλά στο πλαίσιο του νέου γεωοικονομικού καταμερισμού της παραγωγής, η οποία εξαρτάται από την εθνική ισχύ.
Είναι θέμα χρόνου η ΕΕ να ακολουθήσει την πολιτική των ΗΠΑ, με κριτήριο το ευρωπαϊκό συμφέρον. Η δυσκολία της ΕΕ είναι η απουσία πολιτικής ένωσης, προϋπόθεση ισόρροπου συγκερασμού των εθνικών συμφερόντων. Ως αποτέλεσμα, ο γεωοικονομικός κίνδυνος της ΕΕ αυξάνει σε περιπτώσεις σύγκρουσης εθνικών συμφερόντων στην Ευρώπη. Προς το παρόν η ηγεσία της ΕΕ εύχεται να επανέλθουμε στις «εργοστασιακές ρυθμίσεις της παγκοσμιοποίησης», όμως η γεωοικονομία ήρθε στο προσκήνιο για να επικρατήσει.
Η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ της χώρας μας οφείλει να προσαρμοσθεί στο νέο γεωοικονομικό περιβάλλον, το οποίο συνεπάγεται ισχυρό εθνικό κράτος μέσα στη δυτική συμμαχία. Η «ανάθεση» σε στρατηγικούς εταίρους της χώρας των γεωοικονομικών επιλογών δεν λειτουργεί στο νέο γεωοικονομικό περιβάλλον.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα στο επιχειρείν θα εξαρτάται πλέον και από την ισχύ του εθνικού κράτους, ακόμα και στους διεθνοποιημένους τομείς, όπως η ναυτιλία, που μέχρι πρότινος είχε ανεξάρτητη πορεία.
Η πρόκληση για το πολιτικό σύστημα και τους επιχειρηματίες στη χώρα μας είναι σημαντική, καθώς η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας θα εξαρτάται από την γεωοικονομική ισχύ της χώρας. Ο Πρόεδρος Τραμπ δήλωσε πως «όλες οι χώρες» θα υπόκεινται στην Ημέρα Απελευθέρωσης και «δυστυχώς» το εννοούσε.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 25.05.2025