Η φιλελεύθερη ή η συντηρητική διεθνής τάξη σε κρίση;

Η διακυβέρνηση Τραμπ υποδεικνύει το τέλος της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, με τους υπεύθυνους χάραξης της εξωτερικής πολιτικής να αναπροσαρμόζουν τη διπλωματία ενισχύοντας την «στρατιωτικοποίηση» των διεθνών σχέσεων

Στις σύγχρονες πολεμικές συγκρούσεις έχουμε διαφορετικές αντιδράσεις από τη διεθνή κοινότητα, η οποία δεν ευθυγραμμίζεται με βάση το διεθνές δίκαιο, αλλά αποδέχεται ουσιαστικά το δίκαιο του ισχυρότερου. Οι διαφοροποιήσεις της διεθνούς κοινότητας στις πρόσφατες κρίσεις, ακόμα και όταν ανήκουν στο ίδιο διεθνές υποσύνολο (ΝΑΤΟ, ΕΕ, BRICS) αμφισβητούν τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη και τη διχοτόμηση του παγκόσμιου Βορρά/Νότου.

Η αξίωση του φιλελεύθερου κόσμου να συγκροτήσει τη διεθνή τάξη στη βάση των δυτικών αξιών και θεσμών, ξεκίνησε αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεχίστηκε μετά τον Δεύτερο και εντάθηκε μεταψυχροπολεμικά με πρωταγωνιστή τις ΗΠΑ.

Σήμερα, οι πολιτικοί και οι διεθνολόγοι διαπιστώνουν την κρίση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης (Liberal International Order-LIO). Η κρίση όμως δεν είναι κρίση μόνο της φιλελεύθερης, αλλά και της συντηρητικής διεθνούς τάξης. Η μεταπολεμική διεθνής τάξη κατασκευάστηκε τόσο από φιλελεύθερες, όσο και από συντηρητικές κυβερνήσεις. Η κρίση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης είναι αποτέλεσμα της εγκατάλειψής της από τις συντηρητικές δυνάμεις και την άρρητη αποδοχή του δίκαιου του ισχυρότερου.

Οι επιπτώσεις της κρίσης της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης οδηγούν σε θεμελιώδη επανεξέταση της συμβατικής θεώρησης των διεθνών σχέσεων μέσω της φιλελεύθερης οπτικής και αυτό αφορά ιδιαίτερα την Ελλάδα, που κινείται στο διεθνές στερέωμα με βάση τα ισχύοντα της προηγούμενης περιόδου στις διεθνείς σχέσεις.

Η επιρροή των ριζοσπαστικών συντηρητικών δυνάμεων στις ΗΠΑ, ενισχυόμενων από διεθνικές συμμαχίες, υπονομεύει τον παραδοσιακό συντηρητισμό και την ιστορική υποστήριξή του στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο δυτικός κόσμος κυριαρχείται από τη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, με έμφαση στην οικονομική ανοικοδόμηση, τους πολυμερείς θεσμούς, τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και τη δημοκρατική αλληλεγγύη.

Σε αυτή την περίοδο της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, κυριάρχησε ο «φιλελεύθερος συντηρητισμός» που υιοθετούσε ρητά τις βασικές φιλελεύθερες αρχές τόσο στο εσωτερικό των δυτικών χωρών όσο και διεθνώς.

Στη δεκαετία του 1960, ενισχύεται ο «ιδεολογικός» συντηρητισμός, με αντιφιλελεύθερα χαρακτηριστικά στην εσωτερική πολιτική, συνεχίζοντας όμως την υποστήριξη των αρχών της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Η υποστήριξη των συντηρητικών στη «φιλελεύθερη διεθνή τάξη» οφείλεται στην αντιπαράθεση την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, προβάλλοντας διεθνώς το φιλελεύθερο πρόσωπο της δύσης.

Η σταδιακή μετάλλαξη της φιλελεύθερης επιλογής γίνεται ορατή μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Στο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον, οι συντηρητικές δυνάμεις επικρατούν προωθώντας αντιφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, τόσο στο εσωτερικό των δυτικών χωρών, όσο και στις διεθνείς σχέσεις, θέτοντας σε «κρίση» την φιλελεύθερη διεθνή τάξη.

Η ορατότητα της μετάλλαξης καθυστερεί λόγω της επιτυχίας του όρου «φιλελεύθερη διεθνής τάξη», ο οποίος συσκοτίζει όσο και φωτίζει τις εξελίξεις στον μεταβαλλόμενο διεθνή συσχετισμό δύναμης. Η κρίση σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο του συντηρητισμού και της συντηρητικής διεθνούς τάξης, ιδιαίτερα μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2009, έχει διαφορετικό γεωοικονομικό αντίκτυπο σε κάθε χώρα.

Οι αναλυτές των διεθνών σχέσεων εντοπίζουν την κρίση στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, όσοι ήταν «εκτός» της τάξης μετακινήθηκαν «εντός» της με διαφορετικούς βαθμούς ένταξης και αποτελούν την πηγή της κρίσης, ενώ για τον ριζοσπαστικό συντηρητισμό το αίτιο της κρίσης είναι η δικαιωματική πολιτική και η «υποκρισία» του φιλελευθερισμού.

Η κρίση στην πραγματικότητα προκύπτει με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και την αποτυχία των φιλελεύθερων κρατών και θεσμών να ανταποκριθούν στις υποσχέσεις τους για ισότητα και δικαιοσύνη.

H εκλογή Τραμπ, το Brexit και η άνοδος του «εθνικολαϊκισμού», συνιστούν απαντήσεις των ριζοσπαστικών συντηρητικών δυνάμεων στην κρίση, τόσο λόγω παγκοσμιοποίησης, όσο και της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, με υποστήριξη της μη εμπλοκής σε πολέμους και εναντίωση στην φιλελεύθερη «υποκρισία» της δικαιωματικής πολιτικής.

Η υποτίμηση του αντίκτυπου της συντηρητικής πολιτικής δυναμικής στη «φιλελεύθερη διεθνή τάξη», αντανακλάται σήμερα στις ρωγμές των θεμελίων της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης. Για περισσότερο από μισό αιώνα οι πολιτικές διαμάχες στις διεθνείς σχέσεις διεξάγονται μεταξύ συντηρητισμού και ρεαλισμού εντός της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης.

Οι δυναμικές εκτός του φιλελεύθερου πυρήνα υποτιμήθηκαν, με τους εγγυητές της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης συχνά να μην είναι ιδιαίτερα «φιλελεύθεροι» σε πολλά μέρη του κόσμου, όπου επικρατεί η στρατιωτική παρέμβαση και η «υποκρισία».

Ενώ διαφάνηκε η προσαρμογή του παγκόσμιου Νότου στη φιλελεύθερη διεθνή τάξη λόγω απουσίας εναλλακτικών λύσεων στην μεταψυχροπολεμική περίοδο, υποβόσκει η αντίθεση στον φιλελευθερισμό.

Η έμφαση στον συντηρητισμό του παρελθόντος της ριζοσπαστικής δεξιάς έχει μεταβάλει τους όρους της δημόσιας συζήτησης, υπονομεύοντας τις προηγούμενες διεθνείς συμμαχίες. Παρά την προσπάθεια επιβεβαίωσης του «mainstream» στην ΕΕ, με την πρόβλεψη περιστασιακής ανόδου της ριζοσπαστικής δεξιάς, στην καλύτερη περίπτωση θα υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις θριάμβου των «ενηλίκων στο δωμάτιο».

Σε αντιδιαστολή με το χάσμα μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας, οι χώρες καθοδηγούνται πλέον από τα στενά εθνικά συμφέροντα, με τις εθνοκεντρικές προτιμήσεις να υπερισχύουν της συμμετοχής τους σε όποιο διεθνές υποσύνολο.

Η διακυβέρνηση Τραμπ υποδεικνύει το τέλος της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, με τους υπεύθυνους χάραξης της εξωτερικής πολιτικής να αναπροσαρμόζουν τη διπλωματία ενισχύοντας την «στρατιωτικοποίηση» των διεθνών σχέσεων.

Η επαναφορά της πρώιμης περιόδου της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, με ανοχή σε διαφορετικές απόψεις, αποφυγή παραπλανητικών διχοτομήσεων και αξιοποίηση της διπλωματίας είναι η πρώτη επιλογή για την ειρήνη. Όμως, στη νέα εποχή των διεθνών σχέσεων δεν είναι ρεαλιστική προοπτική καθώς μειώνεται η σημασία των σταθερών μακροπρόθεσμων συμμαχιών και αναδεικνύονται οι βραχυχρόνιες συμμαχίες στην επίτευξη γεωοικονομικών στόχων.

Η σημερινή εποχή απαιτεί αναπροσαρμογή της business as usual πολιτικής, με την έμφαση να δίνεται στην αυτονομία, στην παραγωγική οικονομία και στην πολυδιάστατη διπλωματία. Η χώρα μας προσαρμόζεται συνήθως στις διεθνείς εξελίξεις με υστέρηση, μπορεί να κάνει την έκπληξη ή θα φταίνε πάλι οι «ξένοι»;

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 29.06.2025