Συμβαίνει κάθε καλοκαίρι στην έντυπη και ηλεκτρονική αρθρογραφία της Θεσσαλονίκης να επαναλαμβάνεται μόνιμα και στερεότυπα το ανάθεμα στους Χαλκιδικιώτες που πούλησαν τα χωράφια τους για να “κονομήσουν” με αποτέλεσμα να χαλάσει η Χαλκιδική.
Ναι, οι Χαλκιδικιώτες των παράκτιων περιοχών πούλησαν, αλλά και οι αγοραστές έκτισαν υπερβολικά και άναρχα. Και αυτό επέτρεψε για τρεις περίπου δεκαετίες όλη σχεδόν η Θεσσαλονίκη να μετακινείται τα καλοκαίρια στην Κασσάνδρα που μοιραία μετατράπηκε στο πρώτο τουριστικό “Ελ Ντοράντο” της Βόρειας Ελλάδας.
Νυχτερινά κέντρα, ντισκοτέκ, ψητοπωλεία και επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ή εμπορίας ειδών κάθε είδους ξεφύτρωναν σε κάθε γωνιά της τουριστικής Κασσάνδρας σαν τα μανιτάρια, όχι τόσο από Χαλκιδικιώτες, αλλά κυρίως από επιχειρηματίες και “επιχειρηματίες” της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας γενικότερα.
Οι χρυσές δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 που τόσα νοσταλγικά γράφονται γι αυτές δεν είχαν αποδείξεις αγορών ή pos και τα πεντοχίλιαρα των εισπράξεων από τους εποχιακούς “επιχειρηματίες” μεταφέρονταν με σακούλες στις Τράπεζες τους, μαύρα και αφορολόγητα μιας και τότε κανένας δεν σε ρωτούσε “που και πως τα βρήκες”;
Η Χαλκιδική είχε γίνει ένας απέραντος χρηματοδοτικός μηχανισμός και πηγή γρήγορου και ανέξοδου πλουτισμού για όποιον είχε ανοιχτά τα μάτια του και έβλεπε τις ευκαιρίες. Δημιουργήθηκαν περιουσίες, όχι από τους Χαλκιδικιώτες που πούλησαν τη γη τους, αλλά κυρίως από εκείνους που ήρθαν πρώτοι, είδαν και τόλμησαν να ρισκάρουν και να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους και φυσικά από εκείνους που εκμεταλλευόμενοι την απουσία μέτρων και κανόνων έκτισαν εξαντλητικά σε κάθε γωνιά που μπορούσε να τεμαχιστεί και να οικοπεδοποιηθεί, πάντα όμως “με το φταίξιμο των ντόπιων που πούλησαν γη” και όχι από εκείνους που σε εκτός Χαλκιδικής τεχνικά γραφεία σχεδίαζαν και έριχναν τα τσιμέντα.
Ο καιρός πέρασε, τα χρόνια άλλαξαν και οι πρώτοι αγοραστές των δεκαετιών του ΄80 και του ΄90 που αγόρασαν τα τσιμέντα της άναρχης τουριστικής ανάπτυξης που άλλαξαν την όψη των περιοχών της Καλλικράτειας και της Κασσάνδρας, πούλησαν και πουλάνε ακόμα λόγω κρίσης, χαμηλών μισθών και ασύδοτης ακρίβειας, σε Ρώσους παλιότερα και σήμερα σε Ουκρανούς, Βαλκάνιους, Ισραηλινούς, Κινέζους και Τούρκους.
fiστόσο, παρά το αχαλίνωτο αυτό ξεπούλημα, οι Χαλκιδικιώτες, είναι εδώ. Δεν φεύγουν. Έφυγαν και φεύγουν οι αγοραστές των δεκαετιών του ΄80 και του ΄90 και μαζί με αυτούς και ένα μέρος των παραδοσιακών επισκεπτών των θρυλικών Σαββατοκύριακων με τα απέραντα μποτιλιαρίσματα.
Η εικόνα της φωτογραφίας, ως προς την πολυκοσμία παραμένει ίδια, με τη διαφορά πως εποχιακά και κατά τόπους κυριαρχούν πλέον και άλλες γλώσσες πέρα από τα Ελληνικά, καθώς και διαφορετικές από τη δική μας νοοτροπίες στη διαχείριση των πορτοφολιών.
Οι Ελληνες, λόγω των προηγηθέντων μνημονίων, της κρίσης του Covid και της ληστρικής ακρίβειας, όσοι δεν “αποχώρησαν” μέσω τη πώλησης των ιδιοκτησιών τους, αλλά και όσοι επισκέπτονται τη Χαλκιδική τα Σαββατοκύριακα ή κάποια τριήμερα ή τετραήμερα δεν μπορούν πλέον να διατηρήσουν το μέχρι πρότινος “τουριστικό μοντέλο” της υπερκατανάλωσης στην εστίαση, στη νυχτερινή διασκέ- δαση και στις ξαπλώστρες των μπιτσόμπαρων, ενώ την ίδια ώρα οι νέοι ιδιοκτήτες των εξοχικών κατοικιών, Βαλκάνιοι και λοιποί εξ αλλοδαπής, έχουν άλλες συνήθειες εντελώς διαφορετικές από τις δικές μας ...και δεν ξοδεύουν.
Η αλλαγή των συνθηκών στον τουρισμό της Χαλκιδικής, μπορεί να μελαγχολεί νεανικές αναμνήσεις και να οδηγεί σε κλαψουρίσματα, αλλά η ζωή προχωρά, με την πολιτεία δυστυχώς και πάλι να είναι απούσα.
Όπως τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 άφησε ανεξέλεγκτους τους “επιχειρηματίες” και “επενδυτές” να αλωνίζουν στη Χαλκιδική χωρίς κανόνες και έλεγχο, έτσι και τώρα είναι εγκληματικά απούσα μπροστά στο φαινόμενο της “κλοπής” του τουρισμού της Χαλκιδικής από αλλοδαπούς ιδιοκτήτες εξοχικών κατοικιών που εισπράττουν ενοίκια στη χώρα τους, στηρίζοντας φυσικά την τσέπη τους και κατ΄επέκταση την οικονομία της δικής τους χώρας.
Αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να το λύσει, ούτε ο Χαλκιδικιώτης που πούλησε το χωράφι του τη δεκαετία του ΄80, ούτε ο Θεσσαλονικιός που έκτισε εξοχικό και το πούλησε σε Βαλκάνιους λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Αυτό μπορεί να το λύσει μόνο η Πολιτεία που αγέρωχη μας ατενίζει από την Αθήνα, αδιάφορη και ανήμπορη να αντιληφθεί το μέγεθος ενός προβλήματος που μόλις ξεκίνησε και στην πορεία θα γιγαντωθεί στη Χαλκιδική και θα εξαπλωθεί και έξω από αυτήν.
Η Χαλκιδική θα αλλάξει. Ο τόπος με την διαχρονικά προσαρμοστική του αειφορία θα μείνει εδώ και θα προχωρήσει. Το ίδιο και οι Χαλκιδικιώτες που δεν επαναπαύτηκαν με την “κονόμα” της πώλησης των παραλιακών χωραφιών τους και για λόγους που δεν μπορεί να κατανοήσει και να εξηγήσει η εκτός Νομού σπαραξικάρδια αρθρογραφία, συνεχίζουν να δημιουργούν και να παράγουν.
Η Χαλκιδική εκτός από τον τουρισμό της κατέχει πρωτιές και επίζηλες θέσεις σε ποιότητα και μεγέθη παραγωγής προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, όπως στις ελιές, το κρασί, το λάδι, το μέλι, τα γαλακτοκομικά και πλήθος άλλων προϊόντων που τα εξάγει πέρα από τις χώρες της Ε.Ε., στη Βόρεια Αμερική, τις Αραβικές χώρες και την Κίνα.
Ίσως, αν δεν εμπλέκονταν άλλοι εκτός Χαλκιδικής, ο τουρισμός της να ήταν καλύτερος, όπως και τα προϊόντα της που αριστεύουν και βραβεύονται εντός και εκτός χώρας. Ίσως, χωρίς τους απέξω να εξελίσσονταν χειρότερα τα πράγματα, ίσως όμως και καλύτερα. Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτή την υπόθεση.
Όμως, ο μπάρμπα-Νικόλας που πούλησε το χωράφι του στις αρχές του ‘80 για να σπουδάσει τη θυγατέρα του ή για να εγχειρισθεί η γυναίκα του, και που να πάρει, δεν τα έκλεψε εκείνα τα χρήματα, δεν μπορεί να κατηγορηθεί γιατί δεν μπορεί να φταίει περισσότερο από όσους έριξαν τα τσιμέντα και εκμεταλλεύθηκαν τη γη του ...που σε σημερινές τιμές, εδώ που τα λέμε, του την πήραν και εντελώς τζάμπα.