Αυτοδιοικητικές εκλογές: Και γιατί να μην καταργηθεί ο δεύτερος γύρος υπό δύο όμως προϋποθέσεις. Του Νίκου Ηλιάδη

Το σχέδιο νόμου του υπουργού Εσωτερικών, Θοδωρή Λιβάνιου εισηγείται μια βαθιά τομή στον τρόπο εκλογής των οργάνων της Αυτοδιοίκησης, σε αντίθεση με ό,τι γνωρίζαμε έως τώρα

Προ των πυλών του Κοινοβουλίου βρίσκεται το πολυσέλιδο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εσωτερικών για το Νέο Κώδικα Αυτοδιοίκησης το οποίο καταβυθίζεται βαθιά στο χρόνο, ακυρώνοντας ή επαναδιατυπώνοντας άρθρα του ισχύοντος Κώδικα τα οποία έχουν καταστεί πλέον αναχρονιστικά και ανεφάρμοστα. Μεταξύ των άρθρων του προς ψήφιση Νέου Κώδικα περιλαμβάνονται και τα άρθρα 57 και 59 τα οποία ορίζουν τον τρόπο ανάδειξης των διοικήσεων σε δήμους και περιφέρειες.

Θα συμφωνήσω ότι το εκλογικό σύστημα δεν είναι το μείζον καθώς προηγούνται άλλα σημαντικότερα ζητήματα τα οποία αφορούν ουσιαστικές πτυχές της λειτουργίας της Αυτοδιοίκησης, όπως το ξεκαθάρισμα των αρμοδιοτήτων μεταξύ δήμων και περιφερειών, η περαιτέρω αποκέντρωση, η επαρκής χρηματοδότηση και στελέχωση του πρώτου και δεύτερου βαθμού Αυτοδιοίκησης κ.ο.κ. Ωστόσο, ο τρόπος εκλογής των διοικήσεων καθορίζει την ποιότητα καθώς και τον βαθμό πολιτικής νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού το οποίο θα αναλάβει τις τύχες των 332 δήμων και των 13 περιφερειών για μια πενταετία.

Το σχέδιο νόμου του υπουργού Εσωτερικών, Θοδωρή Λιβάνιου εισηγείται μια βαθιά τομή στον τρόπο εκλογής των οργάνων της Αυτοδιοίκησης, σε αντίθεση με ό,τι γνωρίζαμε έως τώρα.

Συγκεκριμένα προτείνει την εκλογή δημάρχων μια κι έξω, χωρίς δηλαδή να υπάρχει επαναληπτικός δεύτερος γύρος, όπως γινόταν εδώ και δεκαετίες. Τι ακριβώς προτείνεται; Πολύ συνοπτικά η εκλογή θα γίνεται με τον εξής τρόπο:

1. Όποιος συνδυασμός βγει πρώτος με ποσοστό τουλάχιστον 42% συν μία ψήφο ανακηρύσσεται νικητής, εκλέγει δήμαρχο ή περιφερειάρχη και λαμβάνει τουλάχιστον το 60% των εδρών του δημοτικού και περιφερειακού συμβουλίου.

2. Το ψηφοδέλτιο θα είναι ενιαίο, θα περιλαμβάνει δηλαδή όλους τους συνδυασμούς. Ο κάθε ψηφοφόρος θα μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, εκτός από τον συνδυασμό που υποστηρίζει, να σταυρώσει ως δεύτερη εναλλακτική επιλογή έναν ακόμη από τους υπόλοιπους συνδυασμούς. Ό,τι δηλαδή θα έκανε ωσάν να επρόκειτο για το δεύτερο γύρο των εκλογών.

3. Εφόσον κανείς από τους συνδυασμούς δεν συγκεντρώσει το 42% συν μία ψήφο, η αναμέτρηση οδηγείται σε μια ειδική διαδικασία όπου προσμετρούνται και οι δεύτερες ψήφοι που πήρε κάθε ένας από τους συνδυασμούς που ήταν στις δύο πρώτες θέσεις με βάση την ψήφο πρώτης προτίμησης. Κάθε ψηφοφόρος έχει δικαίωμα μόνο μίας εναλλακτικής ψήφου και προσμετρούνται οι εναλλακτικές ψήφοι μόνο των συνδυασμών που βρέθηκαν εκτός δεύτερου γύρου. Τελικός νικητής αναδεικνύεται ο συνδυασμός ο οποίος θα συγκεντρώσει μεγαλύτερο αριθμό αθροίσματος πρώτης και δεύτερης ψήφου. Ουσιαστικά, δηλαδή, μέσω αυτής της “δεύτερης ψήφου” ο δεύτερος γύρος των εκλογών διεξάγεται συγχρόνως με τον πρώτο.

Η πρόταση έχει ενδιαφέρον καθώς εξαλείφει αρκετά από τα αρνητικά φαινόμενα που παρατηρούνται κατά το δεύτερο γύρο των εκλογών, υπό δύο όμως συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Πρώτον, να φύγει από τη μέση το 42%. Οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες θα πρέπει να έχουν αποδοχή τουλάχιστον από το 50% του εκλογικού σώματος. Εφόσον, μάλιστα, δεν θα υπάρχει η ταλαιπωρία του δεύτερου γύρου δεν υπάρχει κανένας λόγος να εκλέγονται δήμαρχοι και περιφερειάρχες με 42%.

Δεύτερον, θα πρέπει να υπάρξει κλιμάκωση του μπόνους το οποίο δίνεται στον πλειοψηφούντα συνδυασμό όσον αφορά τις έδρες στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια. Το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι ο νικητής θα λαμβάνει τουλάχιστον το 60% των εδρών, είτε συγκεντρώσει 42% είτε 60%. Εφόσον ένας δήμαρχος ή περιφερειάρχης εκλεγεί με 50% ή και λιγότερο, καθώς υπάρχει θεωρητικά και αυτό το ενδεχόμενο, ας του δίνεται οριακή μόνο πλειοψηφία στο δημοτικό ή περιφερειακό συμβούλιο ώστε να εξαναγκάζεται να αναζητά διαρκώς συναινέσεις, ή ακόμη και προγραμματικές συγκλίσεις. Στο κάτω κάτω θα οφείλει την εκλογή του και στις έμμεσες, δεύτερες ψήφους όσων είχαν επιλέξει άλλους συνδυασμούς.

Υπό αυτές τις δύο προϋποθέσεις αξίζει να δοκιμαστεί ο προτεινόμενος τρόπος εκλογής δημάρχων και περιφερειαρχών μέσω ενός γύρου καθώς θεραπεύει κάποιες από τις παθογένειες του υπάρχοντος εκλογικού συστήματος. Κυρίως αυτήν της μεγάλης αποχής. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2023 στο δεύτερο γύρο η συμμετοχή μειώθηκε κατά 12% στους δήμους (από 52,5% σε 40,7%) και κατά 17% στις περιφέρειες (35,2% τη δεύτερη Κυριακή). Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις δήμων όπου η περιφέρεια είχε κριθεί από τον πρώτο γύρο, η αποχή τη δεύτερη Κυριακή είχε φτάσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (π.χ. στην Αθήνα ήταν στο 73,3%). Γι' αυτό και συχνά παρατηρείται το φαινόμενο συνδυασμοί να λαμβάνουν αρκετά λιγότερες ψήφους στο δεύτερο γύρο, σε σχέση με αυτές που είχαν συγκεντρώσει την πρώτη Κυριακή.

Στην αύξηση της αποχής συντελεί και το γεγονός ότι τη δεύτερη Κυριακή δεν υπάρχει κινητοποίηση υποψηφίων δημοτικών ή περιφερειακών συμβούλων καθώς αυτό έχει κριθεί ήδη από τον πρώτο γύρο. Επίσης, δεν υπάρχουν τμήματα ετεροδημοτών με αποτέλεσμα χιλιάδες ετεροδημότες να ψηφίζουν μόνο στον πρώτο γύρο.

Πέραν αυτών, η κατάργηση του δεύτερου γύρου και η ενσωμάτωσή του στον πρώτο έχει και άλλες θετικές επιδράσεις. Για παράδειγμα, αυξάνει την πολιτική νομιμοποίηση των εκλεγμένων δημάρχων ή περιφερειαρχών καθώς θα επιλέγονται από μεγαλύτερο αριθμό ψηφοφόρων. Συγχρόνως, περιορίζονται τα όποια “παζάρια” γίνονται μεταξύ των δύο γύρων, με συνδυασμούς οι οποίοι έμειναν εκτός μάχης. Επίσης, με την κατάργηση του δεύτερου γύρου εξοικονομούνται σημαντικοί οικονομικοί πόροι οι οποίοι μπορούν να διατεθούν για τις ανάγκες των δήμων, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται στο κατώφλι της χρεοκοπίας εξαιτίας της υποχρηματοδότησης.