Τελικά, ποιο επιτέλους πρέπει να είναι το κριτήριο με το οποίο πρέπει να αποφασίζει το υπερταμείο το πώς θα διαχειρίζεται τη δημόσια περιουσία που ανέλαβε ύστερα από απαίτηση των δανειστών;
Για να το θέσω με απλά λόγια, να πω ότι σε γενικές γραμμές, δύο είναι οι διαφορετικές προσεγγίσεις:
Πρώτη, πουλάμε -ή παραχωρούμε για 99 χρόνια- ό,τι μπορεί να εξασφαλίσει το ενδιαφέρον ιδιωτών επενδυτών, για να το αξιοποιήσουν αυτοί κατά το δοκούν. Διαθέτουμε δηλαδή όλα τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου- τα αποκαλούμενα «φιλέτα» ή αλλιώς «ασημικά»- έναντι ενός τιμήματος άπαξ. Σύμφωνα με αυτήν την γραμμή πλεύσης, βασικό κριτήριο θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση κατά το δυνατόν υψηλότερου τιμήματος ώστε να αυτό να πέσει άμεσα στη μαύρη τρύπα του χρέους.
Δεύτερη προσέγγιση, η αναζήτηση του μακρόπνοου οφέλους που μπορεί να προκύψει από την αξιοποίηση του περιουσιακού στοιχείου, με τρόπο που αυτό αφενός να γεννά πλούτο χρόνο με τον χρόνο και αφετέρου προφέροντας δευτερεύοντα οφέλη στην κοινωνία (θέσεις εργασίας, νέα οικονομική δραστηριότητα, υπεραξία κλπ)
Για να το πω αγοραία και χοντροκομμένα, η πρώτη προσέγγιση ισοδυναμεί με εκποίηση που προσφέρει άμεσο κέρδος το οποίο πέφτει στον λογαριασμό του χρέους και τέλος, ενώ η δεύτερη προσέγγιση μπορεί να έχει μικρότερο αρχικό κέρδος αλλά υπό προϋποθέσεις φέρνει πολλαπλάσιο όφελος σε βάθος χρόνου. Είναι δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο ξεπούλημα και την αναπτυξιακή στρατηγική.
Στα λόγια βεβαίως, όλοι μιλούν για την δεύτερη προσέγγιση. Στην πράξη ωστόσο, η εύκολη λύση για το υπερταμείο είναι η πρώτη. Το ξεπούλημα ή αλλιώς το… real estate. Δίνουμε το φιλέτο στον ιδιώτη επενδυτή κι αυτός το κάνει σπίτια, ξενοδοχεία, εμπορικό κέντρο και μαγαζιά εστίασης. Έτσι, το υπερταμείο βλέπει να εξασφαλίζει ένα καλό ποσό, ενώ και οι επενδυτές ουσιαστικά λειτουργούν ως εργολάβοι που χτίζουν και διαθέτουν ακολούθως σε αγοραστές. Ουδείς νοιάζεται αν εκτός από τα προνομιακά σπίτια που θα πουληθούν, θα υπάρξει όφελος για την κοινωνία, αφού τα νέα ξενοδοχεία και μαγαζιά απλά θα πάρουν κάποιο μερίδιο αγοράς εις βάρος των σημερινών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
* Κάτι τέτοιο προωθήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της λεγόμενης ανάπλασης της ΔΕΘ: Ξενοδοχείο δέκα ορόφων, εμπορικό κέντρο, συνεδριακό κέντρο, καταστήματα εστίασης στην Αγγελάκη, πάρκινγκ, εκθεσιακοί χώροι και τέλος. Ύστερα από την πίεση της τοπικής κοινωνίας ευτυχώς το σχέδιο άλλαξε. Κόπηκε το real estate κι έμεινε ότι μπορεί να γεννήσει χρήμα από την εκθεσιακή δραστηριότητα, το πάρκινγκ αυτοκινήτων και τη διοργάνωση συνεδρίων, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του χώρου θα μετατραπεί σε μεγάλο πάρκο- πνεύμονα πρασίνου- που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει η πνιγμένη στο μπετόν Θεσσαλονίκη.
* Ευτυχώς, ύστερα από χρόνια «φαγούρας» και με ορατό πλέον τον κίνδυνο να μην γίνει τίποτα και να μείνουν τα ακαλαίσθητα και αντιλειτουργικά τετράγωνα περίπτερα της σημερινής ΔΕΘ, ξεκινά η ουσιαστική προσπάθεια με στόχο να αποκτήσει η πόλη πάρκο και σύγχρονες εγκαταστάσεις εκθεσιακών και συνεδριακών δραστηριοτήτων. Μακάρι όλα να εξελιχτούν σύμφωνα με το σχέδιο που αναλαμβάνει να υλοποιήσει η νέα διοίκηση της εταιρείας που ορίστηκε τις προάλλες (σελ…).
* Επάνω που πάμε να αποτρέψουμε τον κίνδυνο καταστροφικού ξεπουλήματος του χώρου «φιλέτου» στο κέντρο της πόλης, ξέσπασε νέα… επίθεση real estate στο άλλο ασημικό της πόλης, την Αρετσού και την ομώνυμη Μαρίνα.
Και εκεί, το υπερταμείο, ξεκινά από την εύκολη συνταγή του ξεπουλήματος. Σπίτια, ξενοδοχεία, καταστήματα εστίασης, εμπορικό κέντρο και ολίγη Μαρίνα. Μα γιατί δεν περιορίζονται μόνο σε μια σύγχρονη και πολυδύναμη Μαρίνα και τις συνοδές εγκαταστάσεις που απαιτεί η λειτουργία της (καταστήματα εξυπηρέτησης κλπ) και μιλάνε πάλι για σπίτια, ξενοδοχεία κλπ πνίγοντας ουσιαστικά το παραλιακό μέτωπο της Καλαμαριάς;
Ισχυρίζονται πως τάχα από μόνη της μια Μαρίνα δεν είναι ελκυστική επένδυση για ιδιωτικά κεφάλαια γιατί στη Θεσσαλονίκη και τον Θερμαϊκό, δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση για σκάφη κλπ.
* Τι μας λέτε μωρέ;
Για αυτό ακριβώς δεν χρειάζεται μια σύγχρονη και πολυδύναμη Μαρίνα; Για να αναπτύξει δηλαδή οικονομικό αντικείμενο και να φέρει δραστηριότητα στην πόλη. Να είναι ελλιμενισμένα σκάφη αναψυχής ντόπιων και πλούσιων Βαλκάνιων που θα έρχονται στην Θεσσαλονίκη έχοντας την Αρετσού εφαλτήριό τους για το Αιγαίο, και τη Χαλκιδική.
* Επιπρόσθετα, αν μας λένε πως δεν υπάρχει ανάγκη για σημαντικές εγκαταστάσεις ελλιμενισμού σκαφών αναψυχής επικαλούμενοι ότι δεν υπάρχει τέτοιο ενδιαφέρον που να προκαλέσει αξιόλογη οικονομική δραστηριότητα, πώς την ίδια στιγμή η ελληνική πολιτεία (Υπουργείο τουρισμού) εξαγγέλλει την δημιουργία και δεύτερης Μαρίνας ελάχιστα χιλιόμετρα μακριά στην ακτή του πρώην εργοστασίου της ΒΙΑΜΥΛ;
Και μάλιστα, γιατί τη δεύτερη Μαρίνα την απαλλάσσει από την ταυτόχρονη παραχώρηση δικαιώματος να χτιστούν σπίτια και ξενοδοχεία; Μήπως τελικά αυτό που θέλουν είναι τα σκάφη να πάνε στη ΒΙΑΜΥΛ, ενώ στην κατοικήσιμη Αρετσού να γίνει μόνον real estate;
Το αφήγημα ότι «μόνο το real estate μπορεί να καταστήσει ελκυστική» την επένδυση καταρρίπτεται, μάλιστα, και από τα ίδια τα στοιχεία της αγοράς. Η μελέτη των μαρινών που παρουσιάζει σήμερα η «Μακεδονία της Κυριακής» ξεκαθαρίζει προς πάσα κατεύθυνση ότι η Αρετσού έχει αυθύπαρκτη αξία ως μαρίνα. Δεν είναι ένα «κουφάρι» που χρειάζεται τσιμέντο για να αποκτήσει νόημα. Είναι ένα λειτουργικό και αναγνωρίσιμο λιμενικό περιουσιακό στοιχείο, με πραγματική δυναμική.
Κι όμως, αυτήν τη μαρίνα το Υπερταμείο τη μία τη «γυρίζει» στις Κάννες και τις… Ινδίες ως asset βιτρίνας, και την άλλη βιάζεται να την ξεπουλήσει εορταστικά, λες και πρόκειται για βαρίδι που πρέπει πάση θυσία να φύγει από τον ισολογισμό. Μια αντίφαση που λέει πολλά για τη λογική που κυριαρχεί: όχι σχέδιο, όχι στρατηγική, αλλά απλώς εκποίηση.
* Κι αν οι πρώην πολιτικοί προϊστάμενοι του Υπερταμείου δεν μπόρεσαν να το αντιληφθούν, το γεγονός ότι ο νυν πλέον κρατά και τα ηνία της... Ευρώπης δημιουργεί, τουλάχιστον, την προσδοκία μιας διαφορετικής κατανόησης. Ότι θα γίνει αντιληπτό πως το χρήμα και η ανάπτυξη δεν προκύπτουν από το ξεπούλημα, αλλά από το σχέδιο. Από την ένταξη των τοπικών κοινωνιών, από τη σοβαρή αποτίμηση των δεδομένων, από την προστασία και την αξιοποίηση –όχι την εξάντληση– των δημόσιων πόρων.
Γιατί, τελικά, αν κάτι μας δείχνει τόσο η διεθνής εμπειρία όσο και οι τοπικές αντιδράσεις, είναι ότι οι κοινωνίες δεν αντιδρούν επειδή «δεν θέλουν την ανάπτυξη». Αντιδρούν όταν καταλαβαίνουν ότι τους ζητείται να πληρώσουν το κόστος μιας ανάπτυξης χωρίς σχέδιο, χωρίς διαφάνεια και χωρίς ανταπόδοση.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 28.12.2025