
Δεν ξέρω αν οφείλεται στην κακή ψυχολογική μου κατάσταση για προσωπικούς μου λόγους, αλλά θέλω να ομολογήσω ότι πήρα μία μεγάλη απογοήτευση παρακολουθώντας τη συζήτηση που διεξήχθη στη Βουλή σε επίπεδο αρχηγών κομμάτων για τα εθνικά μας θέματα και την εξωτερική πολιτική.
Ακούσαμε παράλληλους μονολόγους σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους, με κατηγορίες για ενδοτισμό (από την αντιπολίτευση), και για χώρα ρεντίκολο στο παρελθόν (από την κυβέρνηση), με καταγγελίες, με λεκτικές αντιπαραθέσεις στα όρια των προσβολών, με επιδεικτικές απουσίες από τα έδρανα ως επίδειξη αδιαφορίας για την ομιλία του άλλου και άλλα που δεν περιποιούν τιμή για το κοινοβούλιο.
Καθόλην τη διάρκεια της συζήτησης, η πλευρά της κυβέρνησης παρουσίασε μία φτιασιδωμένη -για να μην πω- μαγική εικόνα ότι όλα πηγαίνουν πρίμα, ότι δεν χρειάζεται καμιά ανησυχία, ότι αναβαθμίστηκε η θέση της χώρας μας τα τελευταία χρόνια, ότι σε γενικές γραμμές «και έξω πηγαίνουμε καλά» (για να θυμηθώ την γνωστή ρήση του αείμνηστου Κωνσταντίνου Καραμανλή, προσθέτοντας το «και», καθώς στο εσωτερικό έτσι κι αλλιώς όλα είναι… ανθηρά).
Από την άλλη, η αντιπολίτευση, βλέπει ότι χάνουμε σε όλα τα μέτωπα. Ότι η θέση μας απέναντι κυρίως στην Τουρκία που είναι και το κορυφαίο εθνικό μας πρόβλημα επιδεινώνεται ραγδαία και πως γι’ αυτό υπεύθυνη είναι η πολιτική της κυβέρνησης, που υποχωρεί διαρκώς λόγω ανικανότητας και δουλικότητας.
Θα μου πείτε, πάντα έτσι δεν γίνεται;
Γιατί περίμενες κάτι διαφορετικό αυτήν τη φορά;
Πράγματι πάντα έτσι γινόταν. Ανέκαθεν στη βουλή έχουμε αντιπαράθεση του άσπρου με το μαύρο, όπου ο ένας -η πλειοψηφία- τα κάνει όλα ολόσωστα και οι άλλοι -της αντιπολίτευσης- τα βλέπουν όλα λάθος. Καμιά περίπτωση συναίνεσης -ούτε καν στα εθνικά θέματα- και καμιά υποβολή ρεαλιστικών εναλλακτικών προτάσεων που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από την πλειοψηφία.
Είναι θλιβερή η συνειδητοποίηση αυτού του πράγματος -ότι δηλαδή παρακολουθήσαμε μια συζήτηση που με απλές αντιστροφές της θέσης των προσώπων στο κοινοβούλιο (αυτοί που βρίσκονται στα κυβερνητικά έδρανα να ήταν σε αυτά της αντιπολίτευσης) θα μπορούσε κάλλιστα να έρχεται από το κάποιες δεκαετίες πριν. Ίδια και απαράλλαχτη.
Στο παρελθόν, αυτήν την κατάσταση -της θριαμβολογίας των μεν και της καταγγελίας των δε- είχαμε εθιστεί να την αποδεχόμαστε. Εν πάση περιπτώσει, να την κατανοούμε και να την ανεχόμαστε ως διάλογος αλά ελληνικά.
Αποδεχόμαστε να μην ψηφίζει η ΝΔ το πρώτο μνημόνιο και ανερχόμενη στην εξουσία να υπογράφει σκληρότερο, το οποίο θα έσκιζε ο Τσίπρας ο οποίος μας έφερε το ακόμη πιο επώδυνο κάνοντας την περίφημη «κωλοτούμπα». Αποδεχόμαστε το «βυθίσατε το Χόρα» και το «όχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων», που μετατράπηκε σε πανηγυρισμούς- από το ίδιο κόμμα- για την ένταξη στον σκληρό πυρήνα της ευρωζώνης, όπως και αποδεχόμαστε εκείνοι που ως αντιπολίτευση κατήγγειλαν μετά βδελυγμίας τη συμφωνία των Πρεσπών, ερχόμενοι στην κυβέρνηση να την εφαρμόζουν πιστά και να ψέγουν τους Σκοπιανούς ότι την παραβιάζουν σε σημεία.
*Στη σημερινή συγκυρία ωστόσο, αυτή η επανάληψη είναι τελείως εσφαλμένη και μη αποδεκτή. Εγκληματική θα έλεγα. Ο Ντόναλντ Τραμπ σε αυτήν του τη θητεία στον Λευκό Οίκο, έχει επιβάλλει μία νέα -πρωτοφανή ως τώρα- πραγματικότητα. Σύμφωνα με αυτήν, δεν υπάρχει διεθνές δίκαιο, αγνοούνται διεθνείς οργανισμοί (ΟΗΕ), παραπαίει ακόμη και το ΝΑΤΟ και η συμμαχία του δυτικού κόσμου, καθώς ο ίδιος εμφανίζεται περισσότερο ως «φιλαράκι» με τον Πούτιν και εχθρικός με τον Μακρόν και την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά αντίστροφα.
*Με το νέο δόγμα Τραμπ, όλα είναι μπίζνες και πάνω από όλα είναι η οικονομία. Σήμερα στόχος είναι να γίνει εκμεταλλεύσιμη από τις ΗΠΑ η οικονομική δραστηριότητα Κίνα, Ινδίας και Κορέας, παρά να τιθασευτεί η στρατιωτική ισχύς της Ρωσίας. Σήμερα υπερισχύει το δίκιο του ισχυρού. Σήμερα ο πλούσιος -ο «πληρώνων»- βάζει και τροποποιεί τους κανόνες αγνοώντας συνθήκες και διεθνείς συμφωνίες του παρελθόντος. (Σκεφτείτε μόνον ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ που συνέλαβαν τους ηγέτες των Σέρβων-Μιλόσεβιτς, Κάραζιτς, Μλάντιτς, και τους οδήγησαν στο διεθνές δικαστήριο για να καταδικαστούν σε ισόβια, αδιαφορούν προκλητικά για την απόφαση του ιδίου δικαστηρίου για τον Νετανιάχου ο οποίος φιλοξενείται εγκάρδια στις ΗΠΑ…).
*Σήμερα, οι… πατροπαράδοτες φιλίες των ΗΠΑ στις χώρες της ευρωπαϊκής δύσης και τους «συμμάχους», δεν πιάνουν μία μπροστά στον… Ερντογάν που προορίζεται για τον ρόλο του σερίφη της περιοχής (ως συμπληρωματικό αντίβαρο του Νετανιάχου).
Η Τουρκία του Ερντογάν, αυτήν την στιγμή αναβαθμίζεται αισθητά. Γίνεται το «μακρύ χέρι», ο πρόθυμος εντολοδόχος- μισθοφόρος του Τραμπ. Ο Ερντογάν, έχει πλεονεκτήματα που αυτήν την εποχή μετράνε:
1. Διαθέτει αδιατάραχτο εσωτερικό μέτωπο, καθώς έχει απομειώσει την ισχύ της αντιπολίτευσης του.
2. Η χώρα του γειτνιάζει με τις δύο χαίνουσες περιοχές του πλανήτη (Ουκρανία και Μέση Ανατολή).
3. Δεν διστάζει -προκειμένου να αποκτήσει γεωπολιτικά οφέλη- να αναμιχθεί στρατιωτικά αδιαφορώντας αν καταγράψει βαριές απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό.
*Αυτή η νέα τάξη πραγμάτων, δεν οφείλει απλά να μας προβληματίσει αλλά μας επιβάλλει να αναζητήσουμε το πώς την ερμηνεύουμε, πώς προβλέπουμε να εξελιχτεί και -κυρίως- πώς προσαρμοζόμαστε σε αυτήν για να κερδίσουμε ή έστω να μην χάσουμε.
*Σήμερα κλυδωνίζονται όσα θεωρούσαμε πυλώνες της εξωτερικής μας πολιτικής και της εθνικής μας ασφάλειας (διεθνές δίκαιο, ΟΗΕ, Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, ΝΑΤΟ) και κάθε χώρα ουσιαστικά αναζητά εξ αρχής τις συμμαχίες της υποχρεούμενη να ξαναθέσει τις κόκκινες γραμμές της και να επαναπροσδιορίσει τα θέλω και τα πρέπει της. Δεν ξέρω για πόσον καιρό θα παραμείνει αυτό το στάτους -καθώς ο Τραμπ χαρακτηρίζεται από αλλοπρόσαλλη πολιτική, αστάθεια γνώμης και διαρκείς μετατοπίσεις, αλλά μέχρι νεοτέρας αυτό είναι το δεδομένο.
*Ανέμενα λοιπόν, αυτό το γεγονός να ηχήσει ως συναγερμός στα αυτιά της πολιτικής μας ηγεσίας, επιβάλλοντας νέο τρόπο προσέγγισης.
Θεωρώ ότι το εύθραυστο διεθνές περιβάλλον, εν πολλοίς μας υποχρεώνει να τρέχουμε πίσω από τις εξελίξεις και να προσαρμοζόμαστε σε αυτές αν δεν θέλουμε να βρεθούμε είτε χαμένοι είτε εκτός νυμφώνα.
Το ταρακούνημα των παραδοσιακών συμμαχιών, μας αναγκάζει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διατηρήσουμε μια ισχυρή δύναμης αποτροπής στο Αιγαίο (ζωτικής σημασίας να μην πάρει σύγχρονα Φάντομ, Ραφάλ και φρεγάτες η Τουρκία και να κάνουμε δουλίτσα στο κομμάτι των Ντρόουνς).
Παράλληλα είναι εκ των ων ουκ άνευ η οργάνωση των ενόπλων μας δυνάμεων με άριστη εκπαίδευση, υψηλό φρόνημα και επαγγελματισμό, αφήνοντας τες μακριά από την καθημερινότητα και τις πολιτικές αντιπαραθέσεις (φύλαξη μνημείου αγνώστου στρατιώτη κ.λπ.).
Όπως και θα πρέπει να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια – ενώνοντας δυνάμεις κι επιστρατεύοντας όλες τις διαθέσιμες επιρροές μας- ώστε να μείνει η Τουρκία έξω από τον σχεδιασμό της ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας.
*Και επειδή αυτά τα σκέφτομαι εγώ που ούτε γνωρίζω όσα γνωρίζουν οι της πολιτικής μας ηγεσίας, ούτε έχω την ευθύνη να συμμετέχω στην χάραξη της εθνικής πολιτικής ασφάλειας της χώρας μας, θα ευελπιστούσα από την κυβέρνηση και τα σοβαρά μας κόμματα (θα με συγχωρήσετε τον χαρακτηρισμό), να ανησυχούν και να δράσουν ανάλογα. Συνεργαζόμενα κι ανταλλάσσοντας ιδέες και προστάσεις που εδράζονται στη νέα πραγματικότητα κι εγκαταλείποντας άρδην τις συνήθειες του παρελθόντος και τους ξεπερασμένους ρόλους του όλα καλά και του όλα λάθος, αντικαθιστώντας τους με τη νέα γραμμή πλεύσης που λέει «πολλά άλλαξαν και όλα είναι αβέβαια και ως τέτοια μας υποχρεώνουν να ενώσουμε δυνάμεις και να σχεδιάσουμε- προσαρμόσουμε τη γραμμή πλεύσης μας ως έθνος και κράτος».
Ακούει κανείς;
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 19.10.2025