
Κάποτε ήμασταν εμείς το ανέκδοτο της Ευρώπης. Οι Έλληνες με τις αλλεπάλληλες εκλογές, τα δημοψηφίσματα, τις κυβερνήσεις «μιας χρήσης» και τα υπουργικά συμβούλια που άλλαζαν πιο συχνά κι από πουκάμισα ή σα να παρακολουθείς Netflix. Η υπόλοιπη ήπειρος μάς κοιτούσε με συγκατάβαση: εμείς το «βαλκανικό φαινόμενο» της πολιτικής αστάθειας, αυτοί –ιδίως οι Γάλλοι– η στέρεη, ώριμη, θεσμική Ευρώπη.
Ε, λοιπόν, αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Γιατί τα τελευταία χρόνια -και τους τελευταίους μήνες ακόμα περισσότερο- στο Παρίσι δεν προλαβαίνουν να μετράνε πρωθυπουργούς. Οι Γάλλοι αλλάζουν κυβερνήσεις με ρυθμό που θα ζήλευε ακόμα κι ο παλιός δικομματισμός μας. Σαν να ζουν μια μόνιμη remaniement express (ανασχηματισμός εξπρές) όπου κάθε νέα επιλογή μοιάζει με… αναγκαστική αντικατάσταση.
Αν συνεχίσουν έτσι, σε λίγο θα ξεμείνουν κι από υποψήφιους και θα μας ζητήσουν ενισχύσεις. Ευτυχώς, έχουμε απόθεμα -μπορούμε να τους στείλουμε κανέναν δικό μας δοκιμασμένο, να δούμε αν πιάνει τόπο και εις Παρισίους. Ο Λοβέρδος, για παράδειγμα, αν αποφασίσει πως και η ΝΔ δεν τον εκφράζει, θα μπορούσε να είναι μια επιλογή διμήνου.
Αστεία-αστεία, η κατάσταση έχει ξεπεράσει τα όρια της πολιτικής φάρσας. Και οι Γάλλοι, να τα λέμε όλα, είναι καλοί στις κωμωδίες. Μόνο που αυτή τη φορά το έργο τους δεν έχει γέλιο. Γιατί πίσω από τη διαδοχή πρωθυπουργών, την αδυναμία του Μακρόν και τη γενικευμένη αίσθηση αδιεξόδου, κρύβεται κάτι βαθύτερο: η κρίση της ίδιας της δημοκρατίας.
Ο Εμανουέλ Μακρόν είχε παρουσιαστεί ως ο άνθρωπος που θα συμφιλιώσει τις δύο Γαλλίες, την παραδοσιακή και την προοδευτική. Τώρα μοιάζει περισσότερο με ακροβάτη πάνω από μια χώρα διχασμένη και κουρασμένη. Κάθε του επιλογή φθείρεται σχεδόν αυτόματα, κάθε του πρωθυπουργός καίγεται προτού μάθει καλά-καλά τη διαδρομή για το γραφείο του.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα πρόσωπα· είναι η απαξίωση. Όταν η εξουσία αλλάζει συνεχώς χέρια, παύει να εμπνέει εμπιστοσύνη. Κι όταν οι πολίτες νιώθουν πως τίποτα δεν κρατά, πως κανείς δεν έχει σταθερό σχέδιο ή ευθύνη, τότε στρέφονται αλλού. Πρώτα στην αδιαφορία. Μετά στο θυμό. Και ύστερα -σχεδόν αναπόφευκτα- στα άκρα.
Η ακροδεξιά δεν εμφανίζεται από το πουθενά· τρέφεται από την κόπωση του δημοκρατικού μέσου όρου. Από την αίσθηση ότι «όλοι ίδιοι είναι». Από την εντύπωση πως η πολιτική έχει γίνει μια σκηνή όπου όλοι παίζουν, αλλά κανείς δεν κυβερνά.
Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στη Γαλλία. Η χώρα που κάποτε υπήρξε το εργαστήριο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας μετατρέπεται σιγά σιγά σε παράδειγμα πολιτικής αστάθειας. Κι αυτό είναι επικίνδυνο όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, οι θεσμοί, η δημοκρατία και τα πρότυπα είναι το τελευταίο μας ανάχωμα. Αν τα αφήσουμε να φθαρούν από τη γελοιοποίηση, τη φθορά και την κούραση, δεν θα χρειαστεί καν να τα καταργήσει κανείς άλλος -θα τα έχουμε διαλύσει μόνοι μας.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 12.10.2025