Ο γολγοθάς των Ελλήνων εργαζομένων: Καθηλωμένα τα πραγματικά εισοδήματα

Ο κρίσιμος ρόλος της παραγωγικότητας - Δουλεύουμε πολλές ώρες αλλά παράγουμε λίγο - Έχουμε τον δεύτερο χειρότερο μέσο μισθό στην ΕΕ

Η χαμηλή παραγωγικότητα, το μεγάλο ποσοστό χαμηλόμισθων και ο υψηλότερος πληθωρισμός, σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ για τα τελευταία δύο χρόνια, «ροκανίζουν» το μέσο πραγματικό εισόδημα στην Ελλάδα, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το χάρτη των εισοδημάτων το 2025.

Είναι ενδεικτικό πως ο δεύτερος χειρότερος μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταγράφηκε στην Ελλάδα με μόλις 17.954 ευρώ το 2024 (στοιχεία Eurostat). Η χώρα μας ξεπέρασε μόνο τη Βουλγαρία που κατέγραψε μέσο μισθό 15.400 ευρώ, ενώ στην τρίτη χειρότερη θέση ήταν η Ουγγαρία με 18.500 ευρώ.

Η αύξηση, σε ετήσια βάση, είναι μόλις 884 ευρώ ή 5%, καθώς το 2023 ο μέσος μισθός ήταν 17.070 ευρώ. Ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ήταν 4,5 φορές χαμηλότερος από τον αντίστοιχο του Λουξεμβούργου, 3,4 φορές χαμηλότερος από της Ιρλανδίας και 2,2 φορές χαμηλότερος από τον μέσο ευρωπαϊκό μισθό.

Στην έκθεση, γίνεται μία χαρτογράφηση της πορείας των εισοδημάτων εντός της ΕΕ, προ και μετά την οικονομική κρίση που προκάλεσε η πανδημία.

Κάνοντας τη σύγκριση και ειδικά για την 6ετία από το 2019-2024, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μία ομάδα χωρών στην οποία περιλαμβάνεται η Ελλάδα, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία και η Σουηδία καταγράφουν μείωση 1,1% των εισοδημάτων.

Αν υπολογισθούν και οι αναμενόμενες φετινές μισθολογικές αυξήσεις που είχαμε στην Ελλάδα, τότε, το πρόσημο αλλάζει για όλη την περίοδο και η μεταβολή για τα εισοδήματα είναι οριακά θετική στο 0,2%. Σε μία άλλη σύγκριση για τη διετία 2024-2025, καταγράφεται μία μεγαλύτερη άνοδος των πραγματικών εισοδημάτων.

Η έκθεση συνδέει, βέβαια, την εξέλιξη αυτή, με την παραγωγικότητα και τη δυναμική του πληθωρισμού σε κάθε χώρα. Παρατηρεί, όμως, ότι το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα, όσοι αμείβονται με τον κατώτερο μισθό είχαν αύξηση του πραγματικού μισθού τους κατά 2%, δείγμα του ότι οι αυξήσεις που δόθηκαν τα τελευταία χρόνια προστάτευσαν τα χαμηλά εισοδήματα.

Παραγωγικότητα, με απλά λόγια, είναι η σχέση (το κλάσμα) που αφορά τις ποσότητες προϊόντων που παράγουμε και τους πόρους που χρησιμοποιούμε (όπως εργασία, κεφάλαιο, εξοπλισμός) για να παράγουμε αυτά τα προϊόντα. Μας δείχνει, δηλαδή, πόσα προϊόντα παράγουμε και πόσους πόρους χρησιμοποιήσαμε στην παραγωγική διαδικασία.

Oι Έλληνες εργαζόμενοι απασχολούνται κατά μέσο όρο 39,8 ώρες την εβδομάδα, όταν ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών-μελών βρίσκεται στις 36 ώρες. Η Ελλάδα, μάλιστα, καταλαμβάνει σταθερά την πρώτη θέση σε επίπεδο Ευρώπης όσον αφορά τις εβδομαδιαίες ώρες απασχόλησης, ακολουθούμενη από χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, όπως η Βουλγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία.

Ωστόσο, η αυξημένη διάρκεια εργασίας δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχα υψηλή παραγωγικότητα. Η παραγωγικότητα της εργασίας ανά ώρα στην Ελλάδα παραμένει περίπου στο 60% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, επίσης για το 2024. Αντίθετα, άλλες χώρες της ΕΕ με σαφώς χαμηλότερες μέσες ώρες εργασίας επιτυγχάνουν πολύ υψηλότερη παραγωγικότητα ανά ώρα.

Η πολυετής οικονομική κρίση δεν είναι «αθώα του αίματος» στην εικόνα που καταγράφεται για τα πραγματικά εισοδήματα. Η Ελλάδα είναι η χώρα με τους λιγότερους υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενους, με το σχετικό ποσοστό να μην ξεπερνά το 5,8% με οριακά υψηλότερο ποσοστό να καταγράφει η Ιταλία (6,5% ) και η Ρουμανία (7,5%). Ταυτόχρονα, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες, οι οποίες έχουν από τα υψηλότερα ποσοστά εργαζομένων οι οποίοι αμείβονται με τον βασικό μισθό. Το ποσοστό για τη χώρας μας φτάνει στο 35,3% (λίγο περισσότεροι από τον έναν στους τρεις).

Στο σημείο αυτό, η έκθεση δανείζεται στοιχεία από ένα ειδικό Ευρωβαρόμετρο που έγινε, με αντικείμενο τον βαθμό ικανοποίησης των πολιτών της ΕΕ από τα εισοδήματά τους. Από τη μέτρηση αυτή, προκύπτει ότι οι περισσότερο δυσαρεστημένοι εργαζόμενοι, σε ό,τι αφορά τις αμοιβές τους, κατοικούν στην Κύπρο (65%), για να έρθει αμέσως μετά η Ελλάδα με ένα ποσοστό δυσαρέσκειας στο 60%.

Οι αιτίες της ανισότητας

lefta-xrimata-xartonomismata-euro-pentaeuro-dekaeuro-penintaevro.jpg?v=0

Αναφερόμενη στις εισοδηματικές ανισότητες που καταγράφονται εντός των χωρών μεταξύ πλούσιων και φτωχών αλλά και μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η έκθεση τονίζει ξανά ότι η Ευρώπη υστερεί σε καίριους τομείς έρευνας και καινοτομίας σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, και άρα δεν μπορεί να εξασφαλίσει, προς το παρόν, ταχεία άνοδο των εισοδημάτων.

Ειδικά για την Ελλάδα και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, η Έκθεση σημειώνει την έλλειψη διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Εκτός από την «κλασική» ανταγωνιστικότητα των μισθών, η οποία θα πρέπει να συμβαδίζει με την παραγωγικότητα εργασίας, υπάρχει και ένα θεσμικό περιβάλλον, το οποίο συνιστά τη λεγόμενη «διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα».

Σε αυτό το περιβάλλον, περιλαμβάνεται ένα καλά δομημένο επιχειρηματικό πλαίσιο, η ποιότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών που διατίθενται εντός και εκτός της χώρας, η λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

Μέρος της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αποτελούν ένα σωστά δομημένο πλέγμα κοινωνικής προστασίας για τα ανήλικα παιδιά και τους ηλικιωμένους, ώστε μία οικογένεια ενηλίκων να μπορεί να είναι οικονομικά ενεργή. Επίσης, περιλαμβάνεται και ένα θεσμικό πλαίσιο που θα βοηθά νέους ανθρώπους να εντάσσονται και να παραμένουν στην αγορά εργασίας.

Ένα χρήσιμο μέτρο των εσόδων που αποκομίζουν τα νοικοκυριά είναι το «διάμεσο ισοδύναμο καθαρό εισόδημα». Αυτό αναφέρεται στο τυπικό εισόδημα ανά άτομο, προσαρμοσμένο ως προς το μέγεθος του νοικοκυριού και μετά από φόρους.

Από το 2024, το διάμεσο ισοδύναμο εισόδημα σε 34 ευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται από 3.075 ευρώ στην Αλβανία έως 50.799 ευρώ στο Λουξεμβούργο, σύμφωνα με τη Eurostat.

Εντός της ΕΕ, η Βουλγαρία έχει το χαμηλότερο μέσο ισοδύναμο εισόδημα στα 7.811 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ ανέρχεται σε 21.582 ευρώ.

Η χώρα μας βρίσκεται στη 10η θέση από το τέλος με το μέσο ισοδύναμο εισόδημα στα 10.850 ευρώ, πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ.

Όταν μετράμε το εισόδημα, το πρότυπο αγοραστικής δύναμης (PPS) -μία τεχνητή νομισματική μονάδα που εξισώνει τι μπορούν να αγοράσουν τα χρήματα μεταξύ των χωρών- οι επιδόσεις της χώρας μας βελτιώνονται, αλλά παραμένει η απόσταση από τον μέσο όρο, με το μέσο ισοδύναμο καθαρό εισόδημα να κυμαίνεται στα 12.436 ευρώ.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 23.11.2025

Loader