Η Ευρώπη, η Meta και τα νέα δεδομένα στην πολιτική επικοινωνία. Του Παύλου Αβραμόπουλου

Θέλουμε μία δημόσια σφαίρα όπου ξέρουμε ποιος μας επηρεάζει ή απλώς να υποψιαζόμαστε ποιος το κάνει; Αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα της νέας εποχής στην πολιτική επικοινωνία

Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί με τον νέο Κανονισμό για τη Διαφάνεια στην Πολιτική Διαφήμιση (Κανονισμός 2024/900) κάτι που για χρόνια έλειπε: Να θεσπίσει σαφείς κανόνες σε έναν χώρο που λειτουργούσε χωρίς πλαίσιο.

Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής επικοινωνίας έχει μεταφερθεί πλέον στις ψηφιακές πλατφόρμες, όπου τα όρια ανάμεσα στην ενημέρωση, τη διαφήμιση, την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα έχουν σχεδόν χαθεί. Ακόμα και αν οι πλατφόρμες διαθέτουν πλέον εργαλεία διαφάνειας, στην πράξη οι περισσότεροι πολίτες εξακολουθούν να βλέπουν πολιτικά μηνύματα χωρίς να γνωρίζουν ποιος βρίσκεται πίσω τους ή ποια συμφέροντα εξυπηρετούν.

Η ΕΕ, λοιπόν, έρχεται να πει το αυτονόητο: Ο πολίτης πρέπει να ξέρει ποιος του μιλάει και γιατί.

Δεν πρόκειται για τεχνική λεπτομέρεια αλλά για μία ουσιαστική παρέμβαση. Η διαφάνεια δεν περιορίζει την ελευθερία του λόγου, την προστατεύει. Μόνο όταν γνωρίζεις την προέλευση ενός μηνύματος μπορείς να το κρίνεις ελεύθερα το περιεχόμενό του.

Παρά τη θετική πρόθεση, η εφαρμογή του κανονισμού δεν είναι απλή υπόθεση. Οι τεχνικές απαιτήσεις είναι περίπλοκες και ο ορισμός της «πολιτικής διαφήμισης» θολός.

Πρόκειται μόνο για εκλογικά μηνύματα ή και για καμπάνιες που αφορούν κοινωνικά ζητήματα που άπτονται της δημόσιας πολιτικής; Αν ένας φορέας κάνει εκστρατεία για την ανακύκλωση ή την ισότητα των φύλων, είναι πολιτική διαφήμιση; Το όριο ανάμεσα στο πολιτικό και το κοινωνικό περιεχόμενο είναι πιο ρευστό από ποτέ κι εκεί κρύβεται ο κίνδυνος υπερρύθμισης.

Και εκεί έρχεται η Meta, που αντί να προσαρμοστεί, αποφασίζει να αποσυρθεί. Από τον Οκτώβριο του 2025, δεν θα δέχεται πολιτικές ή κοινωνικές διαφημίσεις στην ΕΕ. Επικαλείται το κόστος συμμόρφωσης, την πολυπλοκότητα των νέων κανόνων και τον κίνδυνο λαθών. Όμως πίσω από αυτή την απόφαση κρύβεται κάτι πιο ουσιαστικό: Ένας φόβος απέναντι στη λογοδοσία.

Και όμως, δεν μιλάμε για μία εταιρεία που δεν έχει πειραματιστεί με τη διαφάνεια. Το 2019, μετά το σκάνδαλο Cambridge Analytica και τις κατηγορίες για εκλογικές παρεμβάσεις, η Facebook εισήγαγε ένα δικό της σύνολο κανόνων για τις πολιτικές διαφημίσεις: Υποχρεωτική ταυτοποίηση του διαφημιζόμενου, σαφής επισήμανση για το ποιος πληρώνει, δημιουργία ιστοσελίδας προσβάσιμη σε όλους με στοιχεία για τις δαπάνες των διαφημίσεων, το κοινό και τη γεωγραφική στόχευση.
Ήταν ένα σημαντικό βήμα αυτορρύθμισης και μάλιστα, χαιρετίστηκε από κυβερνήσεις και θεσμούς ως πρότυπο.

Τι άλλαξε, λοιπόν, μέσα σε έξι χρόνια;

Το 2019, η Meta έβαζε τους δικούς της κανόνες για να αποφύγει δυνητικά κάποιον εξωτερικό έλεγχο.

Το 2024, η ΕΕ θεσπίζει πλέον αυτούς τους κανόνες ως υποχρεωτικό νομικό πλαίσιο, με σαφή ευθύνη, αυστηρές κυρώσεις και εποπτεία.

Και αυτό είναι το σημείο καμπής: Από την «προαιρετική διαφάνεια» περνάμε στη «θεσμική λογοδοσία».

Η Meta μπορεί να διαχειριστεί την πρώτη αλλά απορρίπτει τη δεύτερη.

Η ειρωνεία είναι προφανής. Η εταιρεία που κάποτε παρουσίαζε τον εαυτό της ως πρωτοπόρο της διαφάνειας, σήμερα κάνει πίσω απέναντι σε αυτό που η ίδια ξεκίνησε να οικοδομεί.

Αντί να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός ώριμου πλαισίου πολιτικής επικοινωνίας, προτιμά να σιωπήσει.

Μόνο που η σιωπή αυτή δεν προστατεύει τους πολίτες, απλώς αφήνει χώρο σε πιο άλλα κανάλια επιρροής, όπου το περιεχόμενο μοιάζει αυθόρμητο αλλά δεν είναι.

Η Ευρώπη, με όλα τα ελαττώματα και τη γραφειοκρατία της, προσπαθεί να θεμελιώσει εμπιστοσύνη. Οι μεγάλες πλατφόρμες, αντίθετα, κάνουν πίσω, επιλέγοντας την ασφάλεια αντί της ευθύνης. Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο ουσιαστικό ερώτημα: Θέλουμε μία δημόσια σφαίρα όπου ξέρουμε ποιος μας επηρεάζει ή απλώς να υποψιαζόμαστε ποιος το κάνει; Αυτό είναι το πραγματικό στοίχημα της νέας εποχής στην πολιτική επικοινωνία.