Η εμπορική και η πράσινη συμφωνία

«ΗΠΑ και ΕΕ κατέληξαν σε εμπορική συμφωνία» ήταν ο τίτλος που κυκλοφορούσε με, μάλλον, ανακουφιστικούς τόνους στα διεθνή ΜΜΕ, συνοδευόμενος από δηλώσεις της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, που τόνιζε πως πρόκειται για «μία τεράστια συμφωνία που επιτεύχθηκε ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις», επισημαίνοντας πως «θα μας φέρει πιο κοντά... είναι μία συνεργασία, κατά μία έννοια». Η συμφωνία ορίζει πως οι δασμοί που θα επιβληθούν στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εξάγονται στις ΗΠΑ θα ανέλθουν στο 15%. Η ΕΕ θα αγοράσει από τις ΗΠΑ στρατιωτικό εξοπλισμό, ενέργεια ύψους 750 δισ. δολαρίων και θα κάνει επενδύσεις ύψους 600 δισ. δολαρίων, τόνισε ο Αμερικανός Πρόεδρος, ο οποίος έδωσε συγχαρητήρια για τη συμφωνία…

Εστιάζοντας στο κομμάτι της ενέργειας, αλλά και στο είδος των επενδύσεων όπου θα κατευθυνθούν τα παραπάνω ιδιαιτέρως υψηλά ποσά, αντιλαμβάνεται κανείς πως εκτός όλων των άλλων η συγκεκριμένη εμπορική συμφωνία φέρνει την ΕΕ ακόμα πιο μακριά από τους στρατηγικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Για την τελευταία η κυρία φον ντερ Λάιεν έλεγε κατά την παρουσίασή της στις 11 Δεκεμβρίου του 2019: «Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (ΕΠΣ) είναι η νέα αναπτυξιακή μας στρατηγική», υπογραμμίζοντας τη φιλοδοξία να δείξει η Ευρώπη, ως η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος μέχρι το 2050, στον υπόλοιπο κόσμο πώς μπορεί η βιωσιμότητα να συνδυαστεί με την ανταγωνιστικότητα.

Από τα πρώτα χρόνια της ΕΠΣ παρατηρήθηκε σαφής έλλειψη πρωτοβουλιών για τη βελτίωση της εφαρμογής και της διακυβέρνησής της μέσω περισσότερης συμμετοχής και συμπερίληψης, επισημαίνει σε σχετική έκδοσή του το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα (GEF). Και πράγματι, αντί να γίνουν βήματα ενίσχυσης και ευθυγράμμισης της ΕΠΣ με τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί μοιάζουν διατεθειμένοι να θυσιάσουν την εξαιρετικά κρίσιμη κλιματική ατζέντα στον βωμό συσσώρευσης πόρων για εξοπλισμούς και για την άμυνα.

Τα νέα που φτάνουν εδώ και καιρό από τις Βρυξέλλες και αφορούν είτε το ReArm Europe, είτε το πρόγραμμα SAFE, είτε ακόμα και την πρόταση για τον νέο επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ, μόνο ανησυχία μπορούν να προκαλέσουν. Ποιον αφορά μία τέτοια Ευρωπαϊκή Ένωση; Πώς μπορεί με αυτούς τους τρόπους να βάλει φρένο στην εξελισσόμενη πολιτική φθορά της που εξελίσσεται παράλληλα με την άνοδο ακραίων δυνάμεων; Σε λιγότερο από δύο χρόνια συμπληρώνεται η εβδομηκοστή επέτειος από τις Συνθήκες της Ρώμης που τον Μάρτιο του 1957 άνοιξαν τον δρόμο για την Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα, τον προάγγελο της ΕΕ. Δεν θα έβλαπτε ένα φρεσκάρισμα στα λόγια των πατέρων της Ευρωπαϊκής Ιδέας. Γιατί σίγουρα, οι διαφορές ανάμεσα στις εποχές είναι πολύ μεγάλες, ωστόσο οι αξίες που θα έπρεπε να αποτελούν την πυξίδα για το μέλλον της Ευρώπης παραμένουν οι ίδιες. Θα έπρεπε να μπορούν να βρουν και εφαρμογή.

Ο Μιχάλης Γουδής είναι Διευθυντής του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, Γραφείο Θεσσαλονίκης, Ελλάδα

Δημοσιεύθηκε στη "Μακεδονία της Κυριακής" στις 03.08.2025