Ο ΛΕΞ γέμισε το ΟΑΚΑ και ετοιμάζεται για δεύτερη εμφάνιση σήμερα (βίντεο)
Περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι τον παρακολούθησαν - Highlight της βραδιάς η εμφάνιση της Χαρούλας Αλεξίου
Ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας μιλά για τον τρόπο που παίρνει έμπνευση και εξομολογείται πως δεν έχει «ιδέα πώς γράφεται ένα διήγημα»
- Newsroom
Όπως «ξεκίνησε πρώτος ο γύφτος με τη στάμνα (τύμπανο με πήλινη βάση και δέρμα βοδιού) να βαράει», δίνοντας τον ρυθμό για να μπουν μετά όλα τα λαλούμενα, έτσι και οι πρώτες γραμμές αυτού του βιβλίου έδωσαν το σύνθημα για να ακολουθήσουν χιλιάδες άλλες. Το πρώτο, απρόβλεπτο διήγημα, διαδέχτηκαν δεκαπέντε ακόμα.
Ο λόγος για τη νέα συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, με τον αινιγματικό τίτλο «Φάλτσα κεφαλής» (εκδόσεις Πατάκη), που τιμήθηκε πρόσφατα με το Βραβείο Διηγήματος στα Λογοτεχνικά Βραβεία Αναγνώστη 2025. «Μια βράβευση, όταν είναι έντιμη, σε χαροποιεί και σε ενθαρρύνει. Έτσι ένιωσα κι εγώ με την διάκριση του “Αναγνώστη” στο βιβλίο», δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο συγγραφέας. Με την ευκαιρία του βραβείου, μιλά για τις αφορμές πίσω από κάθε γραπτό του, για τις πηγές που του ξυπνούν την έμπνευση, για τη Θεσσαλονίκη, για τον ιδιαίτερο τίτλο του βιβλίου – αλλά και για την ευθύνη που φέρει για κάποια… καμένα ρεβίθια.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει γράψει περισσότερα από 200 διηγήματα, ενώ εκδόθηκαν 12 συλλογές διηγημάτων και επτά μυθιστορήματά του. Άλλωστε, όπως λέει, «χρειάζεται και μεγάλη αυστηρότητα στην τελική επιλογή. Δεν εκδίδεις ό,τι γράφεις, αλλ ά ό,τι αξίζει. Και αυτό είναι μια οδυνηρή διαδικασία. Να απορρίπτεις υλικό για το οποίο παιδεύτηκες πολύ».
Παρά τη μεγάλη του παραγωγή, παραδέχεται ότι «δεν έχει ιδέα πώς γράφεται ένα διήγημα», γιατί αν ήξερε την ακριβή «συνταγή», θα έγραφε κάθε μέρα από ένα αριστούργημα. Η έμπνευση δεν είναι δεδομένη, αφού ακόμη κι όταν υπάρχουν «ανοιχτές κεραίες» και λογοτεχνική διάθεση, αυτή έρχεται απρόσμενα. «Δεν ξέρεις από πού θα σου ’ρθει. Εξάλλου όλα αυτά, η μνήμη, η φαντασία, η πραγματικότητα συνυπάρχουν. Και είναι δύσκολο να ξέρεις ή να ορίσεις τις βαθύτερες διεργασίες γέννησης ενός κειμένου ή μιας αφήγησης. Υπάρχει ένας σπινθηρισμός που παράγεται από απρόβλεπτους παράγοντες σε μια απρόσμενη στιγμή. Κι από εκεί και πέρα αρχίζει η περίπλοκη περιπέτεια της γραφής», τονίζει.
Ο ίδιος δεν μπορεί να προσδιορίσει πόσο χρόνο του πήρε να γράψει το βιβλίο. Όπως επισημαίνει, «στη συγγραφή παίρνει μέρος όλη η μέχρι τούδε ύπαρξή σου» και «περνούν σιωπηρές, ακατανόητες τελετές εσωτερικής επεξεργασίας» πριν τελικά αποφασίσει κάθε φορά να σταθεί μπροστά στον υπολογιστή του. «Δεν αποφασίζεις να γράψεις μια συλλογή διηγημάτων, αλλά ένα μόνο ένα διήγημα κάθε φορά, κι όταν κι εφόσον σε ευλογήσει πάλι η έμπνευση γράφεις και το επόμενο», αναφέρει. Όταν συγκεντρωθούν αρκετά, «διαλέγεις εκείνα που μπορούν κατά την κρίση σου να αποτελέσουν έναν τόμο, διότι έχουνε κάποια κοινά σημεία ύφους, θεματογραφίας και πιθανώς γεωγραφίας (με την λογοτεχνική έννοια) και φτιάχνεις μια συλλογή», προσθέτει.
Έτσι και τα 16 διηγήματα στο «φάλτσα κεφαλής», ξεκίνησαν να σχηματίζονται από διαφορετικές αφορμές, όπως η φράση ενός φίλου, μια χειρονομία, μια σκέψη, οτιδήποτε ασήμαντο ή σημαντικό που την κατάλληλη χρονική στιγμή ενεργοποίησε κάτι μέσα του, που ήταν έτοιμο να εκφραστεί. Με τη χαρακτηριστική του γραφή, ο συγγραφέας κατάφερε να απογειώσει τις ιστορίες που εκμαίευσε και να τις ενώσει με ένα αόρατο νήμα. «Σε μια συλλογή διηγημάτων (που δεν είναι μυθιστόρημα) οι σχέσεις ή τα κοινά σημεία μεταξύ των διαφόρων ηρώων διασυνδέονται χαλαρά, με αντανακλάσεις, λειψά στοιχεία, μοτίβα που επαναλαμβάνονται διαφοροποιημένα κάπως κλπ. Το ύφος, ο ρυθμός και η γλώσσα είναι που κυρίως τα ενοποιούν και τα κάνουν παρόμοια αλλά και ξεχωριστά, διακριτά», εξηγεί.
Στα περισσότερα διηγήματα, ο αναγνώστης «βλέπει» τις ιστορίες να εκτυλίσσονται σε γνώριμα σημεία της βόρειας Ελλάδας, ενώ διαχρονικά η Θεσσαλονίκη αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στο έργο του. «Η πόλη υπάρχει ως προσωπική πρόσληψη και μπαίνει στην λογοτεχνία προσχηματικά. Είναι μια υποκειμενική, θραυσματική, ρέουσα αντανάκλαση, που δεν έχει σχέση με την όντως Θεσσαλονίκη, που κι αυτή είναι διαφεύγουσα. Όλα είναι μια αφαίρεση, μια φευγαλέα καταγραφή στα τζάμια του μυαλού κι έχουν σχέση με την συγκυρία. Η πόλη δεν υπάρχει ως κάτι κρυσταλλωμένο κι ανάλλαχτο, αλλά ως αστραπιαίες εντυπώσεις μιας δυναμικής διαδρομής χωρίς τέλος», σχολιάζει.
Όσο για τον τίτλο, στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο συγγραφέας εξηγεί ότι προέκυψε από ένα γλωσσικό λάθος ενός ανθρώπου που μιλούσε σπαστά ελληνικά στο συνεργείο αυτοκινήτων όπου βρέθηκε και είπε τη φράση αυτή αντί για «φλάντζα κεφαλής». «Νιώθω ότι εννοεί και ενοποιεί και συμπυκνώνει αινιγματικά, αρκετά από εκείνα που θέλει να πει το βιβλίο με τις αφηγήσεις του», δηλώνει. Με την ίδια λογική επέλεξε για το εξώφυλλο έναν πίνακα του Φράνσις Πικαμπιά.
Τέλος, ερωτηθείς για την πιο όμορφη ή παράξενη αντίδραση που έχει δεχτεί ποτέ από αναγνώστη, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης λέει: «Όταν μια κυρία μου είπε: “Διαβάζοντας το βιβλίο σας απορροφήθηκα τόσο που έκαψα τα ρεβίθια”».
Περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι τον παρακολούθησαν - Highlight της βραδιάς η εμφάνιση της Χαρούλας Αλεξίου
Θα διαρκέσει έως 13 Ιουλίου 2025 στην παραλία Λευκού Πύργου
Ο Διόνυσος ως διαχρονικό σύμβολο συμπερίληψης, έκφρασης και απελευθέρωσης
Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας «Κρέας» βρέθηκε στο 4o Evia Film Project και μίλησε στο emakedonia.gr