Δύο ψυχές, ίσον καμία. Του Μάκη Βοϊτσίδη

Με τη δειλή στάση του απέναντι στη συνωμοσιολογία, το ΠΑΣΟΚ εκχώρησε στη Νέα Δημοκρατία την αποκλειστικότητα του ορθολογισμού

Μάκης Βοϊτσίδης
Γράφει Μάκης Βοϊτσίδης Δημοσιογράφος

Το «Μέτωπο Λογικής» που κράτησε όρθια την Ελλάδα κατά την επέλαση του αντιμνημονικού παραλογισμού, συγκροτήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Σήμερα, που το φαινόμενο των «Αγανακτισμένων» αναβιώνει, Ποτάμι δεν υπάρχει και το ΠΑΣΟΚ έχει πελαγώσει.

Αυτό είναι καλό για τη Νέα Δημοκρατία, κακό για το ΠΑΣΟΚ και πολύ κακό για την πατρίδα. Οι «Αγανακτισμένοι» δεν αποτελούν γραφικότητα με την οποία έχουμε άνεση να σπάμε πλάκα. Ούτε μπορούν να αντιμετωπίζονται με συγκατάβαση άνθρωποι που πιστεύουν ότι η «κάθαρση» της τραγωδίας των Τεμπών δεν ανήκει στη Δικαιοσύνη αλλά στους δρόμους και τις λαϊκές συνελεύσεις.

Με τη δειλή στάση του απέναντι στη συνωμοσιολογία και στους καραγκιοζοπαίκτες της, το ΠΑΣΟΚ εκχώρησε στη Νέα Δημοκρατία την αποκλειστικότητα του ορθολογισμού. Το 38% του δημοψηφίσματος μπορεί περιστασιακά να χαλαρώνει, αλλά δεν υποκύπτει στον πειρασμό της ανοησίας και του λαϊκισμού. Όταν έλθει η ώρα των εκλογών, τόσο θα είναι πάλι.

Τα Τέμπη προκαλούν συσπείρωση αλλά και αντισυσπείρωση. Το μίσος για τη Δικαιοσύνη και η αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού, θα αναχθούν σε κριτήριο ψήφου. Ειδικά για τους κεντρώους. Και τότε το ΠΑΣΟΚ θα δυσκολευτεί να διεκδικήσει ό,τι νομίζει ότι του ανήκει, γιατί θα αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα τι έκανε την περίοδο που οι δημαγωγοί και τα αφεντικά τους απειλούσαν τους θεσμούς και τη δημοκρατία.

Ακόμα χειρότερα, το ΠΑΣΟΚ διστάζει να υπερασπισθεί ένα κεφάλαιο της ιστορίας του για το οποίο κατ’ εξοχήν έπρεπε να είναι περήφανο. Όταν η Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά λειτουργούσε σαν αντιμνημονιακή σέχτα, το ΠΑΣΟΚ έφθασε στα όρια της πολιτικής εξαφάνισης, επειδή ανέλαβε το κόστος για την διάσωση της πατρίδας.

Αυτό το κεφάλαιο το ΠΑΣΟΚ το αντιμετωπίζει αμήχανα, ενοχικά. Προσπαθεί να το κρύψει κάτω από το χαλί, μήπως και του βάλει πιπέρι στη γλώσσα η αριστερή «ιντελιγκέντσια». Δηλαδή, εκείνοι που το 2015 μας έλεγαν να αυτοκτονήσουμε, μετά χειροκροτούσαν τον Πούτιν, τώρα αγωνιούν για την τύχη της Χαμάς αλλά παραδόξως τους παίρνουμε στα σοβαρά.

Όλα κι όλα! Τους πιο ακριβοπληρωμένους γιάπηδες του Μανχάταν να μαζέψουμε, θα βγάλουν το καπέλο στο μάρκετινγκ που έχει στήσει η αριστερά στην Ελλάδα.

Δεν φταίει ο Ανδρουλάκης που το ΠΑΣΟΚ μιλάει μία γλώσσα ακατανόητη στους κανονικούς και τους μη κανονικούς ανθρώπους. Ούτε για την καθηλωμένη βελόνα των δημοσκοπήσεων. Ο Ανδρουλάκης δεν είναι «μπαλκονάτος», αλλά ειδικά στο ΠΑΣΟΚ έχουν το παράδειγμα μπροστά στα μάτια τους.

Ο καλύτερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης όχι μόνο δεν υπήρξε «μπαλκονάτος» αλλά έκανε και σαρδάμ. Το πρόβλημα του Ανδρουλάκη είναι ότι προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο «ψυχές» του κόμματος. Μόνο που την πολυτέλεια των «δύο ψυχών» έχουν τα κόμματα εξουσίας.

Κάποτε ναι! Μπορούσαν να συνυπάρχουν Σημιτικοί και Τσοχατζοπουλικοί και φύλλο να μην κουνιέται. Σήμερα δεν μπορούν! Η Διαμαντοπούλου που τολμάει να προτρέψει να μην γίνει το ΠΑΣΟΚ Κωνσταντοπούλου και Καρυστιανού, και ο Δούκας που γουστάρει τον τσαντίρ μαχαλά στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Αργά ή γρήγορα, οι δρόμοι τους θα χωρίσουν.

Τι θέλει να είναι το ΠΑΣΟΚ, αποτελεί αρμοδιότητα των οργάνων και του αρχηγού του. Θέλει να πιέζει για εκσυγχρονισμό, διαφάνεια, Κράτος Δικαίου και μεταρρυθμίσεις που η Νέα Δημοκρατία δεν αντέχει να κάνει επειδή φοβάται την εκλογική βάση της; Μία χαρά! Προτιμά Ερνέστο Λακλάου και αργεντίνικο λαϊκισμό, όπως προτείνει ο Καστανίδης; Κι αυτό μία χαρά! Αλλά και τα δύο μαζί δεν γίνονται, και εμείς κάπου πρέπει να κατασταλάξουμε.