Το αποστολικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακής μετά τα Χριστούγεννα, από την προς Γαλάτας επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Γαλ. 1:11-19), μας οδηγεί στην καρδιά της χριστιανικής πίστεως: το Ευαγγέλιο δεν είναι προϊόν ανθρώπινης σκέψης ή φιλοσοφικής αναζήτησης, αλλά δωρεά και φανέρωση του ίδιου του Θεού.
Ο απόστολος Παύλος ομολογεί με έμφαση ότι το Ευαγγέλιο που κηρύττει δεν το παρέλαβε από ανθρώπινη διδασκαλία, αλλά «δι’ αποκαλύψεως Ιησού Χριστού». Πρόκειται για μία θεμελιώδη αλήθεια, επάνω στην οποία οικοδομείται ολόκληρη η ζωή και η αποστολή της Εκκλησίας.
Η προσωπική μαρτυρία του Παύλου καθιστά αυτή την αλήθεια αδιαμφισβήτητη. Από σκληρός διώκτης της Εκκλησίας και ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων, μεταμορφώνεται σε απόστολο του Χριστού και κήρυκα του Ευαγγελίου.
Και, βέβαια, μία τέτοια μεταστροφή δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί με ανθρώπινα κριτήρια. Είναι καρπός της θείας χάριτος, έργο του Θεού που «ευδόκησεν… αποκαλύψαι τον υιόν αυτού εν εμοί».
Πρόκειται, δηλαδή, για αποκάλυψη που δεν περιορίζεται σε μία εξωτερική εμπειρία ή σε μία νέα γνώση, αλλά συνιστά εσωτερική μεταμόρφωση, που οδηγεί σε μία νέα ζωή. Ο Χριστός δεν παρουσιάζεται απλώς μπροστά στον Παύλο, αλλά κατοικεί μέσα του και ανακαινίζει την ύπαρξή του.
Την ίδια αλήθεια φωτίζουν και τα γεγονότα του Αγίου Δωδεκαημέρου, τα οποία η Εκκλησία μάς καλεί να τα βιώσουμε όχι ως μεμονωμένες εορτές, αλλά ως ενιαία και δυναμική πορεία αποκαλύψεως του Θεού στον κόσμο. Η Γέννηση του Χριστού δεν αποτελεί απλώς ένα συγκινητικό γεγονός της ιστορίας, αλλά τη φανέρωση του Θεού «εν σαρκί».
Ο άσαρκος και άχρονος Λόγος του Θεού εισέρχεται στην ανθρώπινη ιστορία, όχι φέροντας σκήπτρα δύναμης και κοσμικής εξουσίας, αλλά με ταπείνωση και σιωπή, αποκαλύπτοντας τον αληθινό τρόπο υπάρξεως του Θεού: ως αγάπη που κενώνεται και προσφέρεται.
Η Περιτομή και η Ονοματοδοσία του Κυρίου μαρτυρούν ότι ο Χριστός προσλαμβάνει πλήρως την ανθρώπινη φύση και υποτάσσεται στο νόμο, για να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου.
Αυτή η αποκαλυπτική πορεία του Θεού κορυφώνεται στα Θεοφάνεια, όπου πραγματοποιείται η φανερή και δημόσια αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος. Στον Ιορδάνη ποταμό, ο Πατέρας μαρτυρεί από τους ουρανούς, ο Υιός βαπτίζεται και το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται από τον ουρανό «εν είδει περιστεράς» αποκαλύπτοντας, έτσι, το μυστήριο της Θείας Τριαδικής κοινωνίας.
Δεν πρόκειται, επομένως, για ανθρώπινη φιλοσοφική σύλληψη περί Θεού, αλλά για την ελεύθερη αυτοαποκάλυψή Του στην ιστορία και τον κόσμο.
Έτσι, το Ευαγγέλιο που κηρύττει ο Παύλος και βιώνει η Εκκλησία παραμένει άρρηκτα συνδεμένο με τα γεγονότα του Δωδεκαημέρου. Ο Θεός αποκαλύπτεται, εισέρχεται στον κόσμο και καλεί τον άνθρωπο σε κοινωνία μαζί Του.
Και όπως ο Παύλος δεν στήριξε την αποστολή του σε ανθρώπινες βεβαιότητες, σε «σάρκα και αίμα», έτσι και εμείς καλούμαστε να δεχθούμε το Ευαγγέλιο όχι ως ανθρώπινη ιδέα ή ηθικό σύστημα, αλλά ως ζωντανή αποκάλυψη που μεταμορφώνει την ύπαρξή μας και τη ζωή μας.
Τότε μόνο η πίστη μας παύει να είναι τυπική ή θεωρητική και γίνεται μαρτυρία αληθινή, καρπός της Χάριτος του Θεού και όχι της ανθρώπινης σοφίας.