Ο Διονύσης Σαββόπουλος μέσα από τα μάτια γνωστών δημιουργών της Θεσσαλονίκης

Μία συνείδηση που αφουγκράστηκε τις μεταβολές της χώρας για πάνω από μισό αιώνα και τις μετέτρεψε σε ήχο

Έφυγε από τη ζωή ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο τραγουδοποιός που έπλεξε με τις λέξεις, τις νότες και το πνεύμα του τη σύγχρονη μουσική και πολιτιστική μας ταυτότητα. Ο «Σαββόπουλος» -όπως όλοι τον αποκαλούσαμε, χωρίς μικρό όνομα- ή ο Νιόνιος -όπως άλλοι τον φώναζαν με το μικρό- δεν υπήρξε απλώς ένας δημιουργός. Ήταν μία ολόκληρη εποχή. Μία συνείδηση που αφουγκράστηκε τις μεταβολές της Ελλάδας για πάνω από μισό αιώνα και τις μετέτρεψε σε ήχο, στίχο, σχόλιο και αυτοσαρκασμό.

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, κουβάλησε πάντα μέσα του τη βόρεια ψυχή της πόλης: Μελαγχολική, ανήσυχη, ποιητική. Από τις πρώτες του δουλειές μέχρι τα ύστερα χρόνια, έψαχνε τον τρόπο να παντρέψει το παραδοσιακό με το ριζοσπαστικό,·την ψαλμωδία με το ροκ, τον δρόμο με το πανεπιστήμιο, το τραγούδι με τη σκέψη. Οι στίχοι του υπήρξαν καθρέφτης και προφητεία: Για μία κοινωνία που πάλευε να μεγαλώσει χωρίς να γεράσει.

Ήξερε να παίζει με το φως και τη σκιά. Να γελάει με τα ιερά και να τιμά τα βέβηλα. Ο «Μπάλλος», το «Πολιτευτάκι», η «Συννεφούλα», το «Ας κρατήσουν οι χοροί» δεν ήταν απλώς τραγούδια, ήταν κεφάλαια μίας συλλογικής βιογραφίας. Με αυτά μεγαλώσαμε, ερωτευτήκαμε, διαφωνήσαμε, θυμηθήκαμε ποιοι είμαστε.

Στις δημόσιες εμφανίσεις του τα τελευταία χρόνια, κουρασμένος πια αλλά πάντα παρών, είχε εκείνη την ηρεμία του ανθρώπου που ξέρει πως τα είπε όλα. Δεν αναζητούσε χειροκρότημα, ζητούσε μόνο να μείνει η γλώσσα ζωντανή, να τραγουδάμε ακόμη.

Και τώρα που σίγησε η φωνή του, μένει ο απόηχος -σαν εκείνη τη «Συννεφούλα» που ανεβαίνει ξανά στους ουρανούς. Γιατί οι μεγάλοι δημιουργοί δεν φεύγουν ποτέ. Μένουν μέσα στις λέξεις μας, στους ρυθμούς μας, στα παιδιά που θα ρωτούν ποιος ήταν ο «Σαββόπουλος» και θα ανακαλύπτουν πως κάπου, κάποτε, υπήρξε ένας άνθρωπος που έκανε την Ελλάδα να σκεφτεί τραγουδώντας.

Ο καλλιτέχνης μέσα από τα μάτια γνωστών δημιουργών της Θεσσαλονίκης

Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε για τη Θεσσαλονίκη κάτι παραπάνω από ένας σπουδαίος μουσικός· ήταν μία ζωντανή γέφυρα ανάμεσα στις εποχές της. Από τα φοιτητικά του χρόνια ως σήμερα, κάθε γενιά μουσικών της πόλης έβρισκε στο έργο του έναν καθρέφτη, έναν δάσκαλο, ή έναν ευγενικό αντίπαλο.

Με αφορμή τον θάνατό του, δημιουργοί της Θεσσαλονίκης μιλούν στη «ΜτΚ» για τον άνθρωπο που έκανε τη σκέψη τραγούδι και τη σάτιρα τέχνη. Ο καθένας τον κουβαλά διαφορετικά· όλοι όμως τον αποχαιρετούν με την ίδια ευγνωμοσύνη.

Γιώργος Ανδρέου: Αυστηρός, αλλά δίκαιος άνθρωπος

andreou-efimerida.jpg

Ο Σαββόπουλος έχει μία διαφορά από άλλους καλλιτέχνες: Δεν προέταξε ποτέ την ιδεολογία, δεν οχυρώθηκε πίσω από μία παράταξη. Είχε κάτι αριστοφανικό, ήταν σαν την παράβαση στις αριστοφανικές κωμωδίες. Έκανε κριτική της πραγματικότητας κάθε εποχής στην οποία περιλάμβανε φυσικά και τον εαυτό του. Από εκεί και πέρα η προίκα ενός μεγάλου καλλιτέχνη είναι το έργο του. Τα άλλα όλα είναι άνευ νοήματος.

Εντάχθηκε στην παγκόσμια σχολή της ενεργητικής νεανικής τραγουδοποιϊας της δεκαετίας του ’60, η οποία ήταν παιδί του χίπικου κινήματος, του Flower Power, του γαλλικού Μάη, των εξεγέρσεων στα αμερικανικά πανεπιστήμια για το Βιετνάμ, της Άνοιξης της Πράγας. Όλα αυτά προέβαλαν για πρώτη φορά με ισχυρό τρόπο την ανάγκη της νεολαίας να έχει τη δική της τέχνη. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτή τη γενιά την εποχή της δεκαετίας του ’60 έχουν γεννηθεί μερικοί από τους σπουδαιότερες καλλιτέχνες σε διάφορες χώρες, όπως Μπομπ Ντίλαν, Λέοναρντ Κοέν, Μπιτλς, Ρόλινγκ Στόουνς, Πινκ Φλόιντ. Σε αυτή την εποχή που ο κόσμος άλλαζε δραματικά ο Σαββόπουλος συνομιλεί και με τους μεγάλους Ιταλούς, όπως Φαμπρίτσι Ντε Αντρέ, Λούτσιο Ντάλα, Μπατίστι κ.ά. Σε παγκόσμιο επίπεδο εμφανίζονται σημαντικοί τραγουδοποιοί που τραγουδούν και είναι οι ίδιοι ερμηνευτές. Υπάρχει δηλαδή μία καλώς εννοούμενη αυτοαναφορικότητα.

Αυτό ο Σαββόπουλος το εκπροσωπεί στην Ελλάδα, το γεννά με τον τρόπο του και συγχρόνως βάζει και τη δική του προσωπική σφραγίδα. Έχει το ένα αυτί του ανοιχτό στη δημοτική μουσική παράδοση, στο λαϊκό και το ρεμπέτικο, αγαπάει πολύ τον Τσιτσάνη, γράφει κάποια κεφαλαιώδους αξίας λαϊκά τραγούδια, επανέρχεται στην ιδέα του ζεϊμπέκικου κ.ά. Χρησιμοποιεί δηλαδή με εύστοχο και δημιουργικό τρόπο και τον πλούτο της λαϊκής παράδοσης και της κουλτούρας του ελληνισμού, ενώ συγχρόνως τα ανανεώνει εισάγοντας στοιχεία ηλεκτρικής, ροκ, εναλλακτικής μουσικής.

Είναι δηλαδή συναρπαστική η είσοδος μέσα στην ελληνική κοινωνία ενός τρίτου δρόμου (ο ένας ήταν οι μεγάλοι λαϊκοί και ο άλλος οι μεγάλοι έντεχνοι). Είναι σίγουρα καινοτόμος, πρωτοποριακός, ιδιοφυής στις εμπνεύσεις και στον ήχο του, είναι μια πολύ μεγάλη και σημαντική περίπτωση της ελληνικής τέχνης από το 1960 και ύστερα.

Δεν υπάρχει κανένας δίσκος του που να μην είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον τουλάχιστον ποιητικά και στιχουργικά. Μέχρι και τα τελευταία του άλμπουμ, όλα του τα τραγούδια είναι κομψοτεχνήματα. Είναι σαφέστατα κορυφαίος ποιητής στιχουργός.

Τον γνώρισα τον χειμώνα του 1987-88 στον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι σε ένα πρόγραμμα που συμμετείχε εκείνος, ο Παπάζογλου με τον οποίο έπαιζα πιάνο, οι Φατμέ, ο Νίκος Ξυδάκης, οι Δυνάμεις του Αιγαίου, το σχήμα της τότε ορχήστρας του Χατζιδάκι (Πασπαλά, Λέκκας, Λιούγκος). Εκεί, μέσα σε αυτό το μελίσσι, είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του για πάρα πολλά πράγματα.

Όταν ηχογράφησα τον πρώτο μου προσωπικό δίσκο «Κορίτσι και γυναίκα» ήρθε μια μέρα σε ένα μαγαζί που έπαιζα και με περίμενε στην είσοδο για να μου πει ότι άκουσε το άλμπουμ, ότι του άρεσε, μου έκανε κάποιες παρατηρήσεις. Δεν ήταν δηλαδή απόμακρος όπως λένε διάφοροι.

Επίσης αργότερα, όταν ο Πορτοκάλογλου έκανε τον «Άσωτο Υιό» μού ζήτησε να ενορχηστρώσω το κομμάτι που θα ερμήνευε ο Σαββόπουλος. Εκείνος διάλεξε το «Να με προσέχεις». Μπήκαμε στο στούντιο τότε και το γράψαμε μαζί. Ήταν μία τρομερή εμπειρία για μένα: Ο Σαββόπουλος σαν μικρό παιδί, χωρίς εγωισμούς, πάρα πολύ γλυκός.

Τον κάλεσα και στο φεστιβάλ Αστυπάλαιας όπου τον κάναμε επίτιμο δημότη. Ήρθε, τραγούδησε τους Αχαρνής και κάθισε και αρκετές μέρες, του έκανα ξεναγήσεις με πάρα πολλές συζητήσεις.

Κάποτε σε ένα μαγαζί που παίζαμε με τον Πορτοκάλογλου και την Τσαλιγοπούλου έκανε σκληρή κριτική στα παιδιά και εκείνα πάγωσαν. Την άλλη μέρα με πήρε τηλέφωνο, μου είπε ότι καθόταν κάπου που τον χτυπούσε το κλιματιστικό και ότι μάλλον ήταν πολύ αιχμηρός στα σχόλιά του. Ζήτησε να ξαναδεί το πρόγραμμα, να τους χειροκροτήσει, πράγμα που συνέβη.

Το κεντρικό νόημα από όλα αυτά ήταν ότι δεν δίσταζε να εκφράσει άποψη, να γίνει παρεμβατικός, να συγκρουστεί, να ενοχλήσει και να εκτεθεί γιατί εκεί τον οδηγούσε η τέχνη που εξασκεί. Και βεβαίως ήταν και πρόθυμος να παραδεχτεί ότι έκανε και λάθη. Έχω να πω ότι υπήρξε ένας δίκαιος άνθρωπος. Αυστηρός κάποιες φορές, αλλά δίκαιος. Ήταν ο άνθρωπος που θα έλεγε αυτό που σκεφτόταν, κάτι που στην Ελλάδα δεν είναι συνηθισμένο. Τον έχω ζήσει πολλές φορές να είναι θερμός, τρυφερός, δοτικός.

Διογένης Δασκάλου: Ένα καλλιτεχνικό ανεμοδούρι

daskalou-efimerida.jpg

Θεωρώ ότι αν δεν υπήρχε ο Σαββόπουλος δεν θα υπήρχαν οι Monnie & Monnie Coniente, αφού τους φτιάξαμε ως πυρήνα με τη λογική που είχαν δομηθεί τα Μπουρμπούλια. Πέρα από τον ίδιο τον Σαββόπουλο, τα περισσότερα τραγούδια από άλλους καλλιτέχνες τα έχουμε ερμηνεύσει εμείς.

Ο Σαββόπουλος ξέφυγε στιχουργικά, πέρασε στο πάνθεον από τη μουσικότητα της ποιητικής του ικανότητας. Είχε ξεχωριστή μόρφωση και φυσικά είναι ο μόνος που καταλάβαινε τη μελωδικότητα της γλώσσας γι’ αυτό ήταν και πολύ καλός στη μελοποίηση, γι’ αυτό έγινε και υπέροχος τροβαδούρος.

Ο Διονύσης δεν δήλωσε ποτέ ανοιχτά μία κομματική ταυτότητα. Ήταν φύσει και θέσει και από μόρφωση και από βαθιά φυσική ευγένεια αναρχοαυτόνομος με την έννοια που αναφέρει ο Άκης Πάνου, δηλαδή του μεγαλείου του ανθρώπου που ίπταται των ιδεολογιών.

Όλα αυτά έχουν να κάνουν με ανοιχτούς ορίζοντες και ανοιχτά μυαλά. Ο Σαββόπουλος έβγαζε τον παλμό σε κάτι, πριν αυτός χτυπήσει στο σώμα της κοινωνίας. Θεωρώ ότι αυτό που του έδινε δημιουργικά το προβάδισμα, ήταν η απίστευτη αντένα. Ο Διονύσης ήταν ένα καλλιτεχνικό ανεμοδούρι. Αυτό το πράγμα δεν θα μας ξανασυμβεί σύντομα.    

Πήρε την ψυχή μας από το χέρι και μας επιβίβασε σε ένα διαστημόπλοιο που μας έβγαλε από την επαρχία του μυαλού μας, μας άνοιξε ορίζοντες, μας ταξίδεψε σε έναν άλλο κόσμο. Φτάσαμε στην Ευρώπη νοητά πριν γίνουμε μέλος της. Μας έφερε σε επαφή με σπουδαίους όπως ο Ζορζ Μπρασένς, ο Ντέιβιντ Μπάουι, ο Φρανκ Ζάπα, ο Μπομπ Ντίλαν. Του χρωστάμε πολλά. Θα τον χαρακτήριζα ως τον γνωστάγνωστο που έφυγε μέσα από τα χέρια μας χωρίς να τον αντιληφθούμε όσο θα του άξιζε.

Για μένα ήταν τόσο οικείος και τόσο απόμακρος όπως συμβαίνει με τους πασίγνωστους που δικαιούνται στιγμές χαλάρωσης μέσα σε ένα κοινωνικό περίβλημα.

Όλα του τα κομμάτια αποτελούν ένα βιντεοκλίπ από συναισθηματικές στιγμές μας Τον γνώρισα στον Μύλο το 1995 που ήρθε με την Άσπα να μας δουν. Ήταν κύριος, κάθισε στο μπροστινό τραπέζι, άκουσε όλη την παράσταση.

Μετά βρεθήκαμε αρκετές φορές και εννοείται ότι από σεβασμό του μιλούσα πάντα στον πληθυντικό και μου τον ανταπέδιδε και εκείνος. Θεωρώ ότι ήταν ένας άνθρωπος με έμφυτη ευγένεια, που με τα τραγούδια του μας σύστησε και την ποίηση και τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία.

Τον θεωρώ «δάσκαλό» μου με την έννοια ότι ήταν η δίοδός μου και τον ακολουθούσα μέχρι εξαντλήσεως.

Στάθης Παχίδης: Με τον στίχο βρήκε ήχο

paxidis-efimerida.jpg

Εν αρχή ην ο λόγος. Να δει τους ποιητές πρόλαβε αυτός. Και όχι μόνον να τους δει αλλά και να τους αφουγκρασθεί, να τους βιώσει εντός του και να αρθρώσει δικό του λόγο στην ταπεινή αλλά αμεσότατη τέχνη του τραγουδιού. Απέδειξε με προσωπικό τρόπο πως στο ηλεκτρικό ηχητικό τοπίο του 70 μπορούσε να υπάρξει και να απογειωθεί η ελληνική γλώσσα, ο ελληνικός στίχος με μία νέα, άλλου είδους πνευματικότητα.

Με τον στίχο βρήκε ήχο. Συνέλλεξε τα ακούσματα του νότα με νότα, ρεφρέν με ρεφρέν σε ένα μείγμα μεικτό αλλά νόμιμο λόγω της ευφάνταστης δημιουργικής του αιρετικότητας. Σ’ ένα νέο Σύμπαν, χτισμένο ξανά από την αρχή, διάλεγε πάντα εξαίρετους αλλά και απρόσμενους συνεργάτες-μουσικούς, οι οποίοι τα μέγιστα συνέβαλαν στο ηχητικό τοπίο, που όμως αυτός, ο λίγα ακόρντα στην κιθάρα, ονειρευόταν και σχεδίαζε.

Και μετά η σκηνή. Ένας βραχνοκόκορας αντιτραγουδιστής, παράταιρος στην τάχα καλλιφωνία του χώρου, ανέτρεψε όλα τα δεδομένα με μόνο όπλο την τόλμη -συγγραφέας, σκηνοθέτης, σκηνογράφος του ίδιου του επινοημένου εαυτού του. Η μείξη παραμυθά και σαμάνου της φυλής πολλαπλασίασε το εμβαδόν μίας σκηνικής παρουσίας που αναλάμβανε το βάρος των λόγων αλλά και την ευθύνη του κορυφαίου του χορού.

Και επειδή η κορυφή πάντα έχει μοναξιά, ειδικά όταν πάει κόντρα στο ρεύμα της κάθε εποχής, ήταν εκεί, σχεδόν μόνος αλλά έτοιμος, για να πληρώσει το τίμημα της δημόσιας θέσης και έκθεσης, δίκαιο ή άδικο, που ελάχιστη σημασία είχε μπρος στην κατάθεση του διηνεκούς Έργου κσι ας κλαυθμήριζαν οι τάχα πληγωμένες μεγαλοκοπέλες. Ο χρόνος είναι αμείλικτος.

Ως γνήσιος μπαγιάτης Σαλονικιός έλαβε, εντέλει, την απόφαση να σταματήσει να γράφει κάπου στα 55 του -τι κότσια ήθελε κι αυτό, για να το παραδεχθείς…

Αυτή την ώρα της αναχώρησής του αλλά και διαρκώς, καθώς το έργο του θα ταξιδεύει, όσο ομιλούνται ελληνικά, θα επανέρχεται πάντα το ερώτημα, που ούτε και ο ίδιος θα μπορούσε να απαντήσει: Τι θα συνέβαινε αν ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραφε σε άλλη -πλην της ανάδελφης ελληνικής- γλώσσα;

Κώστας Φαλκώνης: Ο συγγενής στον οποίο μοιάσαμε

falkonis-efimerida.jpg

Για μένα πέθανε πολύ νέος, διότι μπορεί να ήταν 80 χρονών αλλά ήταν αιώνιος έφηβος. Δεν γέρασε ποτέ, άσχετα αν λίγο συμβιβάστηκε. Είχαμε συστηθεί μία φορά, αλλά δεν μπόρεσα να πω πολλά πράγματα, τραύλιζα. Επειδή ξεκίνησα την πορεία μου με μια κιθάρα να τραγουδάω τραγούδια του, όταν τον συνάντησα δεν είχα το κουράγιο να του μιλήσω. Εκείνος ήταν μεγαλοπρεπής αλλά ταυτόχρονα και προσιτός. Ωστόσο, ο Σαββόπουλος είναι η απάντηση στο ερώτημα που κάνουν σε όλους εμάς τους Θεσσαλονικιούς τραγουδιστές-τραγουδοποιούς αν είχαμε κάποιον στο σόι που να ασχολιόταν με τη μουσική. Θεωρώ ότι αυτός ήταν η οικογένειά μας. Επηρεάστηκα πάρα πολύ στη δημιουργία μου και τραγούδησα πάρα πολύ Σαββόπουλο μέχρι που τον μιμούμουν κιόλας κατά κάποιον τρόπο. Επειδή έχω αυτό το βράχνιασμα, δεν το έκρυβα, το άφηνα να βγαίνει. Γενικά η στάση του, η ποίησή του, ο λόγος του ήταν μοναδικά. Είναι μεγάλη η απώλεια.

Ως καλλιτέχνης ήταν ένας τραγουδοποιός αληθινός σε όλα του, στα σωστά στα λάθη του. Ένας υπέροχος σπουδαίος ποιητής, μία μεγάλη φυσιογνωμία. Εύχομαι πολλοί νεώτεροι να βαδίσουν κάπως στον δρόμο του.

Ο Σαββόπουλος ήταν αιχμηρός, δεν δίσταζε και να αυτοσαρκαστεί πολλές φορές αλλά και να ακουμπήσει πράγματα τα οποία φοβόταν να αναφέρουν κάποιοι που ήθελαν να τα έχουν καλά με όλους.

Πατούσα επάνω του πάρα πολύ. Είχε το εξής που εγώ χρησιμοποιώ: αγαπούσε πολύ την παράδοση. Πολλά του τραγούδια είχαν ρίζες από εκεί, επομένως με απελευθέρωσε γιατί πιο παλιά θεωρούσαμε τη δημοτική μουσική μουσειακή, ενώ μπορεί να είναι ταυτόχρονα και σύγχρονη.

Στον λόγο του είναι δύσκολος. Σε κάποια τραγούδια μπόρεσα να τον πλησιάσω και μέσω του στιχουργού μου και γράφοντας και ο ίδιος, αλλά μιλάμε για ένα μέγεθος τεράστιο. Τι να πω εγώ μπροστά του. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι σίγουρα με ενέπνευσε πάρα πολύ.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 25-26.10.2025

Loader