
Στην Ελλάδα, η συμμετοχή των διαδίκων στη διαδικασία της διαμεσολάβησης συνοδεύεται υποχρεωτικά από την παρουσία του δικηγόρου τους. Έτσι ορίζει ο Νόμος 4640/2019, ο οποίος θεσμοθέτησε τη διαμεσολάβηση ως εναλλακτικό -και σε ορισμένες περιπτώσεις υποχρεωτικό- τρόπο επίλυσης ιδιωτικών διαφορών. Η νομοθετική αυτή πρόβλεψη δεν αποτελεί απλώς μία τυπική απαίτηση. Αντιθέτως, αναγνωρίζει τον κομβικό και καθοριστικό ρόλο του παραστάτη δικηγόρου σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Ο δικηγόρος δεν είναι θεατής· είναι συνοδοιπόρος, σύμβουλος, φρουρός της ισότητας και της νομικής ασφάλειας.
Η υποχρεωτική παρουσία του δικηγόρου κατοχυρώνει μία κρίσιμη ισορροπία: τη σύνδεση της εναλλακτικής επίλυσης με το νομικό σύστημα. Η διαμεσολάβηση δεν αποκόπτεται από το δίκαιο -διαμεσολαβεί στη σκιά του. Και μέσα σε αυτήν τη σκιά, ο δικηγόρος είναι εκείνος που διασφαλίζει ότι το αποτέλεσμα δεν θα συγκρούεται με τη νομιμότητα, αλλά θα την τιμά. Όχι απλώς «παρών», αλλά ενεργά παρών.
Η διαμεσολάβηση δεν είναι μία χαλαρή συζήτηση με στόχο τον συμβιβασμό. Είναι μία διαδικασία δομημένη, με αρχές και στάδια, που απαιτεί προετοιμασία, διαχείριση, στρατηγική και ενίοτε νομική ερμηνεία σε πραγματικό χρόνο.
Ο δικηγόρος που συνοδεύει το μέρος δεν είναι απλώς εκπρόσωπος -είναι παραστάτης με ουσιαστικό ρόλο:
- Προετοιμάζει τον εντολέα του για τη διαδικασία.
- Αναλύει τις νομικές παραμέτρους της διαφοράς.
- Εκτιμά τις εναλλακτικές και τις συνέπειες κάθε προτεινόμενης λύσης.
- Προσέχει τη σαφήνεια, τη νομιμότητα και την εκτελεστότητα της τελικής συμφωνίας.
Ο ρόλος του δεν περιορίζεται στο τραπέζι της διαμεσολάβησης. Ξεκινά νωρίτερα -με την εκτίμηση της υπόθεσης και την προετοιμασία του πελάτη- και συνεχίζεται και μετά, με την ενσωμάτωση της συμφωνίας στο νομικό πλαίσιο και την εξασφάλιση της εκτελεστότητάς της.
Διασφάλιση ισορροπίας και διαφάνειας
Η παράσταση των μερών με δικηγόρο στη διαμεσολάβηση δεν προστατεύει μόνο το κάθε μέρος ατομικά -προστατεύει και τη διαδικασία συνολικά. Όταν και οι δύο πλευρές πλαισιώνονται από νομικούς τους συμβούλους, δημιουργείται ένα περιβάλλον ισοτιμίας, διαφάνειας και ασφάλειας. Ο διάλογος αποκτά σαφήνεια και η πιθανότητα παρανόησης ή εκμετάλλευσης μειώνεται δραστικά. Ιδίως σε υποθέσεις με ανισορροπία ισχύος η παρουσία του δικηγόρου ισχυροποιεί τη φωνή του εντολέα και εξισορροπεί τον συσχετισμό. Παράλληλα, διασφαλίζει ότι η τελική συμφωνία θα είναι όχι μόνο δίκαιη αλλά και βιώσιμη.
Ενσυναίσθηση, όχι μόνο επιχειρήματα
Ο δικηγόρος στη διαμεσολάβηση καλείται να ξεφύγει από τον ρόλο του μαχητικού δικηγόρου αντιδικίας και να αναλάβει τον ρόλο του υποστηρικτικού συνομιλητή. Δεν επιβάλλει, δεν πολώνει, δεν οδηγεί τη διαδικασία σε αδιέξοδο. Αντίθετα, διευκολύνει την επικοινωνία, προστατεύοντας, παράλληλα, τα συμφέροντα του πελάτη του.
Σε πολλές περιπτώσεις, η διαμεσολάβηση δεν είναι απλώς μία νομική διαδικασία -είναι μία εμπειρία αλλαγής σχέσης. Και ο δικηγόρος, όταν λειτουργεί με ενσυναίσθηση και δημιουργικότητα, διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο σε αυτήν τη μετάβαση. Είναι εκείνος που θα πει «ας το δούμε αλλιώς» και θα ανοίξει τον δρόμο για μία λύση που δεν είχε προβλεφθεί, αλλά γίνεται αποδεκτή και από τις δύο πλευρές.
Ο νομικός σύμβουλος της λύσης
Η διαμεσολάβηση δεν υποκαθιστά τη Δικαιοσύνη -τη συμπληρώνει. Ο δικηγόρος σε αυτήν δεν παραιτείται από τον ρόλο του νομικού υπερασπιστή. Αντιθέτως, γίνεται συμπρωταγωνιστής σε μία διαδικασία παραγωγής λύσης, όπου ο πελάτης του βγαίνει όχι μόνο δικαιωμένος αλλά και ενεργά συμμέτοχος στη συμφωνία. Η διαμεσολάβηση, όπως συχνά λέγεται, διαδραματίζεται «στη σκιά του δικαίου». Και εκεί, ο δικηγόρος δεν κρατά απλώς τη λάμπα -κρατά το νήμα που οδηγεί στη λύση. Και χωρίς αυτόν, η διαδρομή είναι πιο δύσκολη, πιο ασταθής, λιγότερο ασφαλής.
Η παρουσία του, τελικά, δεν είναι τύπος. Είναι ουσία. Είναι πυλώνας του ίδιου του θεσμού της διαμεσολάβησης.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 20.07.2025