
Του Μιχάλη Γουδή
Διευθυντή του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, Γραφείο Θεσσαλονίκης-Ελλάδα
Όπως και το καλοκαίρι που μόλις ολοκληρώθηκε η ίδια συζήτηση επαναλαμβάνεται συνεχώς, κατά κανόνα με φόντο τα αποκαΐδια. Τι πρέπει να κάνουμε για να προστατέψουμε τα δάση μας; Είναι ένας προβληματισμός που εντείνεται διεθνώς και όχι μόνο στην Ελλάδα όσο εντείνονται οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Όμως η ουσιαστική δράση πρέπει να αποσυνδεθεί από την κατάσβεση και την αποκατάσταση, καθώς δεν είναι μόνο αυτά τα ζητήματα που χρήζουν προσοχής και στρατηγικής διαχείρισης. Στο Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ ζητήσαμε από μία σειρά ειδικών να προσεγγίσουν τα ελληνικά δάση υπό το πρίσμα της διατήρησης, των τοπικών οικονομικών οικοσυστημάτων και των κοινών. Παρακάτω επιχείρησα να συγκεντρώσω μερικές επισημάνσεις που ξεχώρισα και νομίζω πως μπορούν να αποτελέσουν τροφή για σκέψη.
* Είναι καιρός να επανεξεταστεί ο ρόλος των δασικών συνεταιρισμών. Δασεργάτες, μέλη δασικών συνεταιρισμών που ζουν και εργάζονται καθημερινά μέσα στα δάση, τα γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα και μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμη βοήθεια στην πρόληψη των πυρκαγιών, καθώς τα περισσότερα δάση που καίγονται είναι ακαθάριστα δάση.
* Μάλιστα, η διαχείριση της δασικής, υπερβάλλουσας βιομάζας είναι ένα από τα μεγάλα ζητούμενα σήμερα στην Ελλάδα. Τα προϊόντα που προέρχονται από τους καθαρισμούς, τα υπολείμματα της υλοτομίας, τα φυλλώματα, τα ξερά ιστάμενα δέντρα κ.ά μπορούν να αποτελέσουν δυνητικά την πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας. Στην Καρδίτσα, εξετάστηκε πρόσφατα στο πλαίσιο ενός hackathon πώς μπορεί να γίνει αυτή η αξιοποίηση αν συμπράξουν στον χώρο του δάσους εγχειρήματα Κοινωνικής Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚΑΛΟ), δασεργατικοί συνεταιρισμοί, ενεργειακές κοινότητες και άλλοι φορείς της τοπικής κοινωνίας των πολιτών, ειδικοί επιστήμονες, δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και επιχειρήσεις ξύλου που παράγουν προϊόντα όπως καυσόξυλα, πέλετ, ρινίσματα (woodchips) ή μοριοσανίδες (MDF). Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ενθαρρυντικά και ουσιαστικά πετούν το μπαλάκι στις αρμόδιες αρχές για τη διαμόρφωση των αναγκαίων θεσμικών προϋποθέσεων.
* Η έλλειψη επαρκών δεδομένων είναι ένα σημαντικό κενό στην προσπάθεια βελτίωσης της πρόληψης. Με τα λόγια της επικεφαλής Εναέριων Μέσων, πύραρχου και δασολόγου, Ζησούλας Ντάσιου: «Το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς αναπτύσσονται αυτές οι ακραίες πυρκαγιές είναι να συλλέξουμε δεδομένα για την αλληλεπίδρασή τους με την ατμόσφαιρα, να καταγράψουμε τη συμπεριφορά, την ένταση και την ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν με την πάροδο του χρόνου». Επιπλέον στην Ελλάδα δεν γίνεται καμία αξιολόγηση των περιστατικών και καμία ανάλυση των αιτιών, ώστε να προλάβουμε μελλοντικές καταστροφές.
* Ο καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Βασίλης Νιτσιάκος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις ορεινές κοινότητες και κάνει την αναπόφευκτη σύνδεση με μία ευρύτερη συνθήκη που καλείται να διαχειριστεί η Ελλάδα. Η ερημοποίηση του ορεινού χώρου και η κλιματική αλλαγή καθιστούν την προστασία των δασικών συστημάτων όλο και πιο δύσκολη υπόθεση. Ο πολλαπλασιασμός των δασωμένων εκτάσεων, το κλείσιμο των ξέφωτων, των μονοπατιών και άλλων ανοιγμάτων, σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες πιθανότητες πυρκαγιών, θέτουν σε μεγάλο κίνδυνο τον δασικό πλούτο. Το χάσμα πόλης-υπαίθρου και η πληθυσμιακή συρρίκνωση της τελευταίας έχει ευρείες και μακροπρόθεσμες συνέπειες, μεταξύ άλλων και για το μέλλον των δασών.
Πριν επιστρέψουν στις οθόνες μας εικόνες από (δασικές) πυρκαγιές θα πρότεινα να διαβάσετε αυτή τη συλλογή κειμένων για τα δάση που προσπαθεί να φωτίσει πτυχές του δημόσιου διαλόγου αλλά και να ιχνηλατήσει κομμάτια ενός σύγχρονου μοτίβου πολυεπίπεδης διαχείρισης των δασών σε μία προσπάθεια αλλαγής παραδείγματος https://gr.boell.org/el/ta-ellinika-dasi-ston-21o-aiona.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 13-14.09.2025