Έχοντας στραμμένο το βλέμμα στα Χριστούγεννα κινείται πλέον το λιανεμπόριο της Θεσσαλονίκης που μπαίνει στον καταναλωτικά… αδιάφορο Νοέμβριο περιμένοντας υπομονετικά να περάσει και να εκκινήσει ο πιο δυνατός μήνας για την αγορά, ο Δεκέμβριος με τον εορταστικό τζίρο να αγγίζει τα 4 δισ. ευρώ πανελλαδικά (πέριξ των 400 εκατ. στη Θεσσαλονίκη).
Ακρίβεια (σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης) που «καταπίνει» εισοδήματα κάνοντας τους καταναλωτές επιφυλακτικούς στην αγορά μη αναγκαίων αγαθών, αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, δυσβάσταχτα φορολογικά βάρη, ιλιγγιώδης άνοδος στα ενοίκια και χρέη που αβγατίζουν, δοκιμάζουν… επικίνδυνα τα όρια αντοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που βλέπουν τα ταμεία να αδειάζουν (με την κατρακύλα του τζίρου σε ορισμένες περιπτώσεις να αγγίζει το 40%).
Οι επαγγελματίες καλούνται να λύσουν τον απαιτητικό οικονομικό γρίφο για να ανταποκριθούν επιτυχώς στην πρόκληση της επιβίωσης. Υπό αυτό το πρίσμα, σημαντική υποχώρηση πωλήσεων παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στην αγορά της πόλης με ένδυση και υπόδηση να αγκομαχούν μετά και την «αποτυχία» των θερινών εκπτώσεων που διαδέχεται ένα «νεκρό» μεταβατικό διάστημα έως τα κρας τεστ Black Friday και εορταστικής περιόδου.
Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε κλάδους όπως η ένδυση, η υπόδηση και τα προϊόντα καλλωπισμού αντιμετωπίζουν πτώση πωλήσεων. Εξαίρεση αποτελούν τα πολυκαταστήματα, οι μεγάλες αλυσίδες, και τα εμπορικά κέντρα που καταγράφουν μονοψήφια αύξηση τζίρου. Παρά τα θετικά αυτά παραδείγματα, η γενική εικόνα για την αγορά παραμένει υποτονική, με τα μικρότερα ψάρια να... βυθίζονται πιο εύκολα.
Ηχούν καμπάνες
Σε ένα ναρκοθετημένο περιβάλλον, χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται στο όριο της επιβίωσης, όπως αποκαλύπτει η έρευνα της ΕΣΕΕ για το λιανεμπόριο. Η ελληνική αγορά λιανικού εμπορίου κατέγραψε στο πρώτο εξάμηνο του 2025 οριακή αύξηση τζίρου, η οποία ανήλθε σε μόλις 171,1 εκατ. ευρώ, με τον συνολικό κύκλο εργασιών να φθάνει τα 12,46 δισ. ευρώ, από 12,29 δισ. πέρυσι.
Το πραγματικό ύψος των πωλήσεων, εάν αφαιρεθούν οι πληθωριστικές επιδράσεις, εμφανίζει πτώση 0,3% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Ο γενικός ρυθμός ενίσχυσης των πωλήσεων είναι μόλις +1,4%, έναντι πληθωρισμού +2,5%, επιβεβαιώνοντας την υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις καταγράφουν αύξηση 7,3% στον κύκλο εργασιών, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις. Αντιθέτως, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καταγράφουν πτώση 1,0%, ενώ η εικόνα είναι ακόμη πιο αρνητική για τις μικρές (-5,6%) και πολύ μικρές επιχειρήσεις (-2,3%). Οι μεσαίες μένουν σχεδόν στάσιμες, με οριακή άνοδο +0,3%.
Η μετάβαση στον… κρύο χειμώνα και το εκρηκτικό κοκτέιλ
Το λιανεμπόριο της πόλης βρίσκεται αυτήν την περίοδο σε φάση αναμονής και προσαρμογής, καθώς η αγορά μεταβαίνει σταδιακά από τη θερινή στη χειμερινή περίοδο.
Η διαρκής πτώση της επισκεψιμότητας στα μαγαζιά (εξαιρούνται οι αλυσίδες) ακόμα και σε περιόδους εκπτώσεων (με τις προσφορές βέβαια να έχουν καθιερωθεί στην αγορά όλο το χρόνο), απόρροια της ολοένα πιο επιλεκτικής συμπεριφοράς των καταναλωτών σχετικά με το πού θα διαθέσουν τα συρρικνωμένα εισοδήματά τους, η ανεξέλεγκτη διείσδυση των φθηνών ηλεκτρονικών πλατφορμών (e-shop), ιδίως των κινέζικων που χτυπούν τις τιμές αλλά και η δυστοκία, ακόμα και άρνηση σε ορισμένες περιπτώσεις, μερίδας των μικρομεσαίων να προσαρμοστούν στην ψηφιακή εποχή.
Η μάχη με τις αλυσίδες και οι έρημοι δρόμοι
Με τις αλυσίδες του κέντρου της πόλης να αποσπούν μεγάλο κομμάτι της πίτας, οι ΜμΕ επιδίδονται σε μάχη για να πάρουν το μερίδιο που τους αναλογεί, προσπαθώντας να διέλθουν από τις συμπληγάδες της ανόδου του λειτουργικού κόστους και των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων των καταναλωτών.
Σαν να μην έφταναν όλα τα δεινά που ταλανίζουν την αγορά, η ραγδαία και εξωφρενική αύξηση στα ενοίκια των καταστημάτων σε Τσιμισκή αλλά και σε άλλους κεντρικούς δρόμους, όπως Αγίας Σοφίας και Μητροπόλεως , σφίγγει τη θηλιά σε πολλές ΜμΕ με τα ξενοίκιαστα καταστήματα να εκτιμάται πως ξεπερνούν τα 1.000 στον κεντρικό δήμο (κατά βάση αφορούν περιφερειακές αγορές, εκτός εμπορικού κέντρου), αν και οι αξιοθαύμαστες αντοχές των μικρομεσαίων αλλά και το… πείσμα και η επιμονή πως ακόμα και με τις πιο δύσκολες συνθήκες «θα τα καταφέρουμε», επιτρέπουν στο λιανεμπόριο να έχει ακόμα σφυγμό.
«Να μη γίνουν καρτέλ και σε ρούχα, παπούτσια, να μην καταλήξουμε όπως ο γάιδαρος του Χότζα»
«Κατά καιρούς όπως στη ΔΕΘ, στα Δημήτρια ή στην πρόσφατη γιορτή του Αγίου Δημητρίου που η πόλη γεμίζει με κόσμο, η αγορά παίρνει ανάσες με την κίνηση να αυξάνεται αλλά σε γενικές γραμμές η εικόνα δεν έχει αλλάξει με τους τζίρους να υποχωρούν. Επίσημα στοιχεία για τον τζίρο αποκλειστικά για τις ΜμΕ δεν υπάρχουν, η γενική αίσθηση και αυτό που αποκομίζουμε από την αγορά είναι πως σε ορισμένες περιπτώσεις τα έσοδα των επιχειρήσεων καταγράφουν πτώση έως και 40%. Προφανώς ο κόσμος δεν έχει λεφτά λόγω της ακρίβειας ενώ το ενεργειακό κόστος, τα λειτουργικά κόστη, οι αυξήσεις στους μισθούς, η φορολογία δυσκολεύουν τις επιχειρήσεις. Πολλές φορές επιχειρείται να μπει τάξη στην αγορά, καλώς ίσως αλλά με τρόπο που δυσκολεύει την επιβίωση μας, δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθούν καρτέλ και σε ρούχα, παπούτσια όπως στα τρόφιμα και την ενέργεια. Η κατάσταση θυμίζει το ανέκδοτο με τον γάιδαρο του Χότζα που όταν έμαθε να τρώει ψόφησε, από εδώ και πέρα προφανώς ελπίζουμε σε τόνωση τζίρου στην εορταστική περίοδο, χωρίς βέβαια να περιμένουμε και θαύματα», σημειώνει στη «ΜτΚ» ο Νίκος Ιωάννου, αντιπρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Αναφορικά με τα ξενοίκιαστα καταστήματα, σημειώνει πως «το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις περιφερειακές αγορές, εκτός κέντρου αν και πολλές περιοχές όπως η Τούμπα και οι Αμπελόκηποι έχουν δυνατές τοπικές αγορές. Στις μεγάλες εμπορικές πιάτσες του κέντρου (Τσιμισκή, Μητροπόλεως, Αγίας Σοφίας) υπάρχουν ξενοίκιαστα μαγαζιά αλλά είναι πιο λίγα όπως είναι και λογικό. Υπάρχουν περιπτώσεις που έχουν ζητηθεί εξωφρενικές αυξήσεις στα μισθώματα στο κέντρο (με αφορμή και τη λειτουργία του Μετρό) με πολλές επιχειρήσεις να μετακινούνται σε άλλη τοποθεσία ή να κλείνουν, πάντως η ισορροπία έχει επανέλθει», επισημαίνει.
Το στοίχημα αξίας… 30 εκατ. ευρώ της Black Friday
Στην τελευταία Παρασκευή του Νοεμβρίου, την… διαβόητη εδώ και μερικά χρόνια και στην Ελλάδα, Black Friday, εστιάζουν καταναλωτές και έμποροι, καθώς σημαίνει την έναρξη της πιο «καυτής» σεζόν της χρονιάς, με τα μαγαζιά να ευελπιστούν να «φωτιστούν» ταμεία και τζίροι.
Οι επαγγελματίες ευελπιστούν πως η αγοραστική κίνηση στην αγορά ενόψει Black Friday θα κυμανθεί στα περσινά επίπεδα με περίπου 3 εκατ. πωλήσεις με μέση απόδειξη κοντά στα 100 ευρώ και συνολικό τζίρο στα επίπεδα των 300 εκατ. ευρώ πανελλαδικά, από τα οποία πέριξ των 30 εκατ. στη Θεσσαλονίκη.
Με τη φετινή Black Friday να πέφτει στις 28 Νοεμβρίου -τελευταία εργάσιμη για τον μήνα- και μεγάλες τις πιθανότητες καταβολής του μισθού την ίδια ημέρα για πολλές κατηγορίες εργαζομένων, οι προοπτικές για την κατανάλωση μοιάζουν ευοίωνες, τουλάχιστον δεδομένων των δυσμενών συνθηκών στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών.
Σε σχέση με την περσινή χρονιά, το ευρύτερο πληθωριστικό περιβάλλον και οι αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων λόγω δασμών, δημιουργούν εστίες ανησυχίας για την κατανάλωση. Και παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν έχουν προγραμματίσει απόλυτα τις αγορές τους κατά τη Black Friday, το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο.
Η αγορά περιμένει το μεγαλύτερο εκπτωτικό γεγονός της χρονιάς και οι καταναλωτές τηρούν στάση αναμονής, περιμένοντας τις τελευταίες στιγμές για να αξιολογήσουν τις καλύτερες «ευκαιρίες».
Πάντως η Black Friday αφορά κυρίως τις μεγάλες αλυσίδες (και λιγότερο τις μικρομεσαίες), οι οποίες ποντάρουν σε γενναία τόνωση των πωλήσεών τους, με τα προϊόντα τεχνολογίας να έχουν την… τιμητική τους τη συγκεκριμένη εκπτωτική περίοδο. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένεται να υπάρξει εκτεταμένη διαφήμιση, προκειμένου να κινητοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι καταναλωτές.
Τα 5 σημεία - κλειδιά
1)Πρεσάρεται… από παντού αλλά δεν το βάζει κάτω η αγορά, που καλείται να ανταπεξέλθει σε περιβάλλον πρωτοφανούς αβεβαιότητας.
2) Κατρακύλα αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών (ελέω... εξαντλητικής ακρίβειας), απογείωση λειτουργικού κόστους και φορολογίας βάζουν στα σχοινιά τις ΜμΕ.
3) Οι επιχειρήσεις εναποθέτουν πλέον τις έτσι κι αλλιώς συγκρατημένες ελπίδες τους στη Black Friday αλλά κυρίως στην εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, που παραδοσιακά ενδυναμώνουν την κατανάλωση, μικρών και μεγάλων.
4) Προσβλέποντας σε έναν τζίρο πέριξ των 450 εκατ. ευρώ από Black Friday και γιορτές, οι επαγγελματίες ευελπιστούν να… υπερπηδήσουν και αυτόν το χειμώνα.
5) Ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τις ασιατικές πλατφόρμες απειλεί ευθέως την ανταγωνιστικότητα και κατ΄επέκταση τη βιωσιμότητα μεγάλης μερίδας μικρομεσαίων.
Oι e-πλατφόρμες Τemu, Shein τζιράρουν πάνω από 600 εκατ.
Η κινέζικη δοκιμασία του λιανεμπορίου
Με την αγορά να πιέζεται σε πολλαπλά επίπεδα, σαν να μην της έφταναν όλα έχει να αντιμετωπίσει και μία «αθόρυβη» κινεζική εισβολή.
Σε αυτό το πλαίσιο, ξυπόλητες στα… «αγκάθια» περπατούν οι λιανεμπορικές επιχειρήσεις με το διαδικτυακό σάρωμα της αγοράς του ηλεκτρονικού εμπορίου (e-shop) από τις κυρίαρχες ασιατικές πλατφόρμες (Temu και Shein) που ρίχνουν στα τάρταρα τις τιμές, να σφίγγει τον κλοιό στην μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Mε το 1 στα 5 ευρώ στη χώρα μας από διαδικτυακές αγορές να καταλήγει στις κινεζικές πλατφόρμες, ακόμα και η επιβολή φόρων στα φθηνά δέματα από την Κίνα που σχεδιάζει η ΕΕ, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα αλλάξει μία δυσμενή πραγματικότητα για τους εμπόρους.
Οι καταναλωτές, σε μία δυσμενή οικονομική συγκυρία, εστιάζουν, όπως είναι λογικό, στη «σκοτωμένη» τιμή των κινεζικών προϊόντων και όχι στην ασφάλεια και την ποιότητα όσων αγοράζουν. Μακροπρόθεσμα, όμως, οι εγχώριες επιχειρήσεις υφίστανται απώλεια ανταγωνιστικότητας, μείωση εξαγωγών, πτώση παραγωγής με την επιβίωσή τους να τίθεται σε κίνδυνο.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ανελέητος εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας και η δασμοφρενίτιδα του Τραμπ ενδέχεται να κατακλύσει την ευρωπαϊκή αγορά με φθηνά, αμφιβόλου ποιότητας κινεζικά προϊόντα, την ώρα που οι Κινέζοι ακολουθούν επιθετική διαφημιστική καμπάνια στο διαδίκτυο.
Έτσι κι αλλιώς, το κινεζικό Κράτος, ακόμα και αν επιβληθούν φόροι από την ΕΕ στις εισαγωγές, έχει τη δυνατότητα να επιδοτήσει τις εγχώριες επιχειρήσεις που διαθέτουν πανίσχυρα όπλα που τους επιτρέπουν να διαθέτουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην αρένα του διεθνούς ανταγωνισμού.
Πάνω από το 20% της αγοράς μιλά «κινέζικα»
Η κρισιμότητα της κατάστασης, με τον κόμπο να φτάνει στο χτένι για τα ζωτικά κύτταρα της ελληνικής επιχειρηματικότητας, αποτυπώνεται ανάγλυφα σε μελέτη της ΕΣΕΕ (Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας), σύμφωνα με την οποία:
1)Ο εκτιμώμενος τζίρος που έκαναν το 2024 στην Ελλάδα οι ασιατικές πλατφόρμες κυμαίνεται μεταξύ 529 – 627 εκ. ευρώ.
2)Οι κολοσσοί της Κίνας κατέλαβαν 17,63%-20,9% της ελληνικής αγοράς ηλεκτρονικού εμπορίου.
3) Η συνολική δημοσιονομική απώλεια για το ελληνικό Κράτος (φόροι, δασμοί, ασφαλιστικές εισφορές, απώλεια επενδύσεων και θέσεων εργασίας) εκτιμάται στα 188,1–204,3 εκ. ευρώ, δηλαδή 3 φορές τα έσοδα της τεκμαρτής φορολόγησης λιανεμπορικών επιχειρήσεων ή το 100% του Τέλους Επιτηδεύματος στα νομικά πρόσωπα.
Οι εκτιμήσεις της EuroCommerce επισημαίνουν ότι το 2025 θα ξεπεράσουμε τα 6 δισ. πακέτα έως 150 ευρώ, από τα 4,6 δισ. πακέτα που έφθασαν από την Κίνα στην ΕΕ το 2024, με τον «κινεζικό δράκο» πλέον να απειλεί ευθέως τη βιωσιμότητα πολλών ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 02.11.2025