«Κάθε πολιτική καριέρα καταλήγει πάντοτε σε αποτυχία», είχε πει ο Τζον Ένοχ Πάουελ. Αν ο βρετανός πολιτικός, ακαδημαϊκός και συγγραφέας είχε δίκιο τότε ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος είναι η απόλυτη προσωποποίηση αυτού του αφορισμού του.
Πριν να εκλεγεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης το 1998 ο Παπαγεωργόπουλος είχε διαγράψει λαμπρή πορεία στον αθλητικό στίβο, ενώ στη συνέχεια μεταπήδησε στον πολιτικό όπου διετέλεσε επί 15ετία βουλευτής και για σχεδόν δύο χρόνια υφυπουργός Αθλητισμού στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Αλλά και οι δύο πρώτες τετραετίες του στο δήμο Θεσσαλονίκης κύλησαν ανέφελα. Στο διάστημα αυτό είχε καταφέρει να αναδειχθεί σε σημαντικό παράγοντα της πόλης, με επιρροή μεγαλύτερη και από αυτήν των “γαλάζιων” βουλευτών ή ακόμη και των τοπικών κυβερνητικών στελεχών.
Μέρος της ισχύος του οφειλόταν σε ένα πανίσχυρο “σύστημα εξουσίας” το οποίο κατάφερε να δομήσει από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δημαρχιακής θητείας του, σε στενή συνεργασία με τον πλέον έμπιστο συνεργάτη του, Μιχάλη Λεμούσια τον οποίο διόρισε γενικό γραμματέα του δήμου.
Εκτός, όμως, από ισχυρό, το “σύστημα Παπαγεωργόπουλου” ήταν και εξαιρετικά δαπανηρό στη συντήρησή του καθώς είχε πολλούς στη δούλεψή του.
Γι' αυτό είχε ανάγκη από “εισροές”, ας είναι καλά οι εργολάβοι και οι προμηθευτές, αλλά και μερικοί δημότες που έτυχε να έχουν σοβαρές εκκρεμότητες με το δήμο. Στην αρχή οι κινήσεις του “συστήματος” ήταν προσεκτικές ώστε να μην αφήνουν το παραμικρό ίχνος.
Για παράδειγμα, η δωρεά ενός διαμερίσματος στους Νέους Επιβάτες σε βασικό πυλώνα του “συστήματος” εμφανιζόταν ως αγορά μέσω τραπεζικού δανείου.
Προϊόντος του χρόνου όμως, όταν το “σύστημα” απέκτησε αυτοπεποίθηση κατελήφθη από αλαζονεία η οποία το οδήγησε σε λάθη.
Όταν, δε, στα μέσα της δεύτερης δημαρχιακής θητείας του Παπαγεωργόπουλου, το 2004, επέστρεψε στη διακυβέρνηση της χώρας η Νέα Δημοκρατία, τότε το “σύστημα” αποθρασύνθηκε. Είχε τη βεβαιότητα ότι ήταν απρόσβλητο, υπεράνω κάθε ελέγχου αφού όλοι πλέον ήταν “δικοί μας”.
Και τότε ξεκίνησε το μεγάλο πάρτι στο οποίο συμμετείχαν ολοένα και περισσότεροι αφού ο έλεγχος είχε χαθεί, γιατί κανείς δεν ενδιαφερόταν για να τηρηθούν, έστω τα προσχήματα. Ο καθένας δούλευε κυρίως για τον εαυτό του και δευτερευόντως για το “σύστημα” το οποίο είχε γίνει πλέον διάτρητο.
Στο βαθμό που και ένας απλός ταμίας του δήμου κατάφερε να υπεξαιρέσει εκατομμύρια ευρώ, να κάνει έκλυτη ζωή, να αγοράζει νυχτερινά μαγαζιά, να γίνεται μεγαλομέτοχος σε ασήμαντη ομάδα την οποία ανέβασε στην πρώτη κατηγορία, χωρίς κανείς ποτέ να αναρωτηθεί “πώς στο καλό μπορεί να τα κάνει όλα αυτά κάποιος που έχει έναν μισθό της τάξης των χιλίων ευρώ;”.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Στα μέσα του 2006 οι “ψίθυροι” έγιναν “κραυγές”· το πουλόβερ άρχισε να ξηλώνεται· τα σκάνδαλα, με κορυφαίο αυτό της υπεξαίρεσης 17,8 εκατ. ευρώ αποκαλύφθηκε· οι υπαίτιοι οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη· καταδικάστηκαν σε βαρύτατες ποινές· τρεις οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Οι καταδίκες έχουν καταστεί εδώ και πολύ καιρό αμετάκλητες. Μοναδική εκκρεμότητα που υπάρχει είναι η επιστροφή των υπεξαιρεθέντων στο δήμο.
Ο μόνος ο οποίος επέστρεψε χρήματα είναι ο τότε αντιδήμαρχος Οικονομικών, Μιχάλης Ζορπίδης ο οποίος είχε αθωωθεί στο δικαστήριο, αλλά του καταλογίστηκαν ποσά επειδή είχε βάλει την υπογραφή του σε εντάλματα πληρωμής τα οποία ήταν παράτυπα.
Αρχικά του καταλογίστηκε ποσό περίπου 800.000 ευρώ, άσκησε έφεση και τελικά επέστρεψε γύρω στα 80.000. Οι υποθέσεις των υπολοίπων εκκρεμούν καθώς όλοι τους έχουν ασκήσει έφεση η οποία ακόμη δεν έχει εκδικαστεί από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Ξαναθυμήθηκα όλη αυτή την ιστορία με αφορμή προ ημερών ανάρτηση του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου στο facebook με την οποία ενημερώνει ότι οσονούπω πρόκειται να εκδοθεί το βιβλίο του στο οποίο θα αναφέρεται στην περιπέτειά του.
Στο σύντομο σχόλιό του, υπό τον τίτλο “Διέσυραν το όνομά μου” ο πρώην δήμαρχος επαναλαμβάνει τον γνωστό ισχυρισμό του περί εσφαλμένης δικαστικής κρίσης. Περιμένω με ενδιαφέρον το βιβλίο του με την ελπίδα ότι θα έχει να εισφέρει κάτι περισσότερο από αυτά που διαρκώς επαναλαμβάνει.
Διότι, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την αποκάλυψη των σκανδάλων της δημαρχίας του ο Παπαγεωργόπουλος δεν έχει δώσει απαντήσεις σε μια σειρά ερωτημάτων.
Για παράδειγμα:
1. Πως είναι δυνατόν να συμβαίνουν επί σειρά ετών τόσα οικονομικά σκάνδαλα (υπεξαίρεση, κατάχρηση πάγιας προκαταβολής), να χάνονται από τα ταμεία του δήμου σχεδόν 20 εκατ. ευρώ και ο δήμαρχος να μην παίρνει χαμπάρι;
2. Πως γίνεται ένας απλός δημοτικός υπάλληλος να εξελίσσεται σε οικονομικό παράγοντα της πόλης, έχοντας ως μοναδικό εισόδημα το μισθό του και ο δήμαρχος να μην διερωτάται από που βρήκε όλα αυτά τα χρήματα;
3. Για ποιο λόγο έκλεινε τα μάτια του στις επανειλημμένες αποκαλύψεις του Τύπου για τα σκανδαλώδη δωράκια τα οποία λάμβανε ο στενότερος συνεργάτης του τον οποίο κράτησε δίπλα του ως και την τελευταία ημέρα της δημαρχιακής θητείας του.
Η έκδοση του βιβλίου του είναι μια τελευταία ευκαιρία για εκείνον να δώσει πειστικές απαντήσεις στα πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Κι επίσης να αναλάβει επιτέλους, έστω και μετά είκοσι χρόνια, την αυτονόητη πολιτική ευθύνη για τα σκάνδαλα τα οποία συνέβησαν επί ημερών του.