
Εκτεταμένα μας απασχόλησε, μέχρι σήμερα, το νομικό καθεστώς που διέπει τη σύσταση και τη λειτουργία της ΑΕ. Στη ζωή και τη φύση, ωστόσο, δεν υφίσταται μόνον η γέννηση. Αντίστοιχα και στην ΑΕ υφίσταται και το ενδεχόμενο του πέρατος της ζωής της. Ο νόμος απαριθμεί, με τρόπο αποκλειστικό, τους λόγους λύσης μίας ΑΕ, θεσπίζοντας αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο.
Γενικά
Ο νομοθέτης καθόρισε τους λόγους λύσης παραθέτοντας αντικειμενικά γεγονότα που οδηγούν στο «τέλος» της εταιρείας. Η απαρίθμηση τους είναι περιοριστική και οι σχετικές διατάξεις (:αναγκαστικού δικαίου) αποκλείουν πιθανές αποκλίσεις. Θα είναι άκυρη κάθε αντίθετη καταστατική ρήτρα ή απόφαση εταιρικού οργάνου (ακόμα και της ΓΣ), με την οποία αποκλείονται λόγοι λύσης ή προστίθενται επιπλέον. Διαφοροποιήσεις προβλέπονται για ειδικούς, μόνον, τύπους ΑΕ-όπως οι ασφαλιστικές και οι χρηματιστηριακές.
Λόγοι Λύσης της ΑΕ
Οι λόγοι λύσης θα μπορούσαν να διακριθούν σε δικαστικούς και μη-ανάλογα αν προϋποτίθεται (ή μη) η έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης. Εδώ, ειδικότερα, θα μας απασχολήσουν οι λόγοι λύσης που δεν προϋποθέτουν έκδοση δικαστικής απόφασης.
(α) Παρέλευση Καταστατικού Χρόνου Διάρκειας
Η διάρκεια της ΑΕ είναι δυνατόν να προβλεφθεί ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Στην πρώτη περίπτωση, η σύντμηση του προβλεπόμενου χρόνου διάρκειας αλλά και η παράτασή του είναι δυνατές, εφόσον προηγηθεί απόφαση της ΓΣ και σχετική τροποποίηση του καταστατικού-που θα δημοσιευθούν όπως ο νόμος ορίζει.
Στην περίπτωση της παρέλευσης του ορισμένου χρόνου διάρκειάς της, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Έτσι, η εταιρεία επέρχεται αυτομάτως στο στάδιο της εκκαθάρισης.
Η τροποποίηση του καταστατικού (και η σχετική δημοσιότητα) για παράταση ή σύντμηση της διάρκειας της ΑΕ πρέπει να λάβει χώρα πριν την πάροδο του προβλεπόμενου, καταστατικά, χρόνου. Σε διαφορετική περίπτωση, η ΑΕ λύεται αυτοδίκαια. Ενδεχόμενη παράταση δεν είναι δυνατό να λάβει χώρα άτυπα ή σιωπηρά. Εάν η απόφαση ή η δημοσιότητα της τροποποίησης συμβεί μετά την παρέλευση του ορισμένου χρόνου, δεν θα πρόκειται για παράταση αλλά για αναβίωση της ΑΕ-καθώς θα έχει προηγηθεί η αυτοδίκαιη λύση της.
(β) Απόφαση ΓΣ για Λύση
Ο νομοθέτης αναγνωρίζει το δικαίωμα στους μετόχους της ΑΕ να αποφασίσουν τη λύση της. Συγκεκριμένα, επιτρέπει στη ΓΣ-το ανώτατο εταιρικό όργανο της ΑΕ, να αποφασίσει με αυξημένη απαρτία και πλειοψηφία τη λύση της. Η προϋπόθεση της αυξημένης απαρτίας ισχύει για εισηγμένες και μη ΑΕ. Σε κάθε περίπτωση: το καταστατικό των ΑΕ δύναται να προβλέπει υψηλότερα ποσοστά για η λύση της-σύμφωνα με όσα γενικά ισχύουν.
Η απόφαση της ΓΣ της ΑΕ οδηγεί σε πρόωρη λύση, καθώς λαμβάνεται πριν από το πέρας της καταστατικά ορισμένης διάρκειας της ΑΕ. Συστατικό στοιχείο της σχετικής απόφασης αποτελεί η δημοσίευσή της στο ΓΕΜΗ.
Σχετική ρήτρα του καταστατικού, η οποία αποκλείει τη λύση με απόφαση της ΓΣ, είναι άκυρη.
(γ) Πτώχευση Εταιρείας
Λύση της ΑΕ επιφέρει αυτοδικαίως και η κήρυξή της σε πτώχευση. Τα έννομα αποτελέσματα, στην περίπτωση αυτή, επέρχονται με την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης. Οι περαιτέρω διατυπώσεις δημοσιότητας (καταχώριση και δημοσίευση στο ΓΕΜΗ) έχουν αποκλειστικά δηλωτικό-πληροφοριακό χαρακτήρα.
Την κήρυξη της πτώχευσης δεν ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης. Εφαρμόζεται, ως ειδικότερη, η πτωχευτική διαδικασία, κατά την οποία κεντρικό ρόλο διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος. Καθ’ όλη την πτωχευτική διαδικασία η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο˙ επίσης και τα όργανά της.
Μετά την ολοκλήρωση της πτωχευτικής διαδικασίας, η εταιρεία εξαφανίζεται. Ωστόσο, εάν τελικά απομείνει αδιανέμητη εταιρική περιουσία, οι εταίροι έχουν δύο εναλλακτικές: είτε να ακολουθήσουν τα στάδιο της εκκαθάρισης είτε να αποφασίσουν την αναβίωση της εταιρείας.
(δ) Απόρριψη Αίτησης Πτώχευσης Λόγω Ανεπάρκειας Ενεργητικού
Προϋπόθεση για την κήρυξη πτώχευσης αποτελεί, κατά νόμο, η επάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας. Εάν το ενεργητικό του οφειλέτη δεν επαρκεί, τότε η αίτηση απορρίπτεται. Αν η ΑΕ δεν κηρυχθεί σε πτώχευση λόγω ανεπάρκειας της περιουσίας της, θα πρέπει να υποστεί τις ίδιες συνέπειες-ωσάν να είχε κηρυχθεί: να λυθεί, δηλ., αφού η λειτουργία της δεν είναι βιώσιμη.
Το δικαστήριο διαπιστώνει την ανεπάρκεια της περιουσίας με απλή πιθανολόγηση-στη βάση των οικονομικών στοιχείων που τίθενται υπόψη του. Σε αυτά υπολογίζει τα ταμειακά διαθέσιμα της οφειλέτιδος ΑΕ, τις εισπρακτέες απαιτήσεις της όπως και κάθε ευχερώς ρευστοποιήσιμο στοιχείο, που ανήκει στην περιουσία της. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται και τα εμπραγμάτως βεβαρημένα περιουσιακά στοιχεία μετά την αφαίρεση της αξίας του βάρους, η αξία εκποίησης της ίδιας της επιχείρησης ως συνόλου καθώς και ο,τιδήποτε μπορεί να επανενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία μέσω της πτωχευτικής ανάκλησης.
Τα διαδικαστικά έξοδα που πρέπει να καλύπτει η περιουσία του οφειλέτη αφορούν τις προβλέψιμες δικαστικές και διαχειριστικές δαπάνες (π.χ. δαπάνες για είσπραξη των απαιτήσεων, για διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, οι αμοιβές του συνδίκου και των πραγματογνωμόνων, τα έξοδα των προσκλήσεων και δημοσιεύσεων κλπ).
Έννομες Συνέπειες Λύσης
Επικρατεί ευρέως μία λανθασμένη ταύτιση της έννοιας της λύσης της εταιρείας με αυτή της εξαφάνισης του νομικού προσώπου από τον συναλλακτικό κόσμο. Η λύση της εταιρείας μεταβάλλει απλώς τον σκοπό της από παραγωγικό σε εκκαθαριστικό. Η ΑΕ εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο (διαθέτοντας και πάλι δικαιοπρακτική ικανότητα και εμπορική ιδιότητα), δεν συνεχίζει, όμως, την παραγωγική της δραστηριότητα. Υφίσταται αποκλειστικά για τον σκοπό της εκκαθάρισής της, με την ολοκλήρωση της οποίας θα επέλθει τελικά και η εξαφάνισή της.
Σημειώνεται, πάντως, ότι η νομολογία ακολουθεί μία ελαφρώς διαφορετική δογματική θεωρία (θεωρία του πλάσματος δικαίου), σύμφωνα με την οποία η ΑΕ «παύει να υφίσταται ως οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας και κατά πλάσμα δικαίου υφίσταται μόνο μέχρι την περάτωση της εκκαθάρισης και για τις ανάγκες αυτής».
Η λύση της εταιρείας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με το πέρασμά της στο (νομικό) «μη ον». Μια ΑΕ, πάντως, είναι δυνατό να λυθεί αφού προηγηθεί έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς αυτή. Οι λόγοι που αφορούν την τελευταία περίπτωση (παρέλευση διάρκειας, απόφαση της ΓΣ, πτώχευση-ή ανυπαρξία των αναγκαίου ενεργητικού για την κήρυξή της) είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι και δεν είναι δυνατή (ούτε καταστατικά) η διεύρυνσή τους. Και οι λόγοι λύσης, πάντως, μιας ΑΕ με την έκδοση δικαστικής απόφασης είναι, επίσης, αυστηρά περιορισμένοι. Περί αυτών, πάντως, σε επόμενη αρθρογραφία μας.
Σημ.1: Το παρόν άρθρο με τίτλο «Λόγοι Λύσης ΑΕ» σε πλήρη μορφή.
Σημ.2: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο, του νόμου για τις ΑΕ (:ν. 4548/2018)-με business view, πάντα, προσέγγιση.