Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών

Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας προσεγγίσαμε το μετοχικό δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη. Ως αυστηρές (κι όχι άδικα) αξιολογούνται οι προϋποθέσεις για την τήρηση της νομιμότητας όσον αφορά τη διανομή κερδών. Σε περίπτωση παραβίασή τους, εύλογο είναι να προβλέπεται η επιστροφή των ποσών που, κατά παράβασή τους, εισπράχθηκαν.

Αντικείμενο Αξίωσης Επιστροφής Παρανόμων Εισπραχθέντων

Η αξίωση της εταιρείας για επιστροφή των παράνομα εισπραχθέντων παροχών συνίσταται στην απαίτηση για αποκατάσταση της λογιστικής αξίας της εταιρικής περιουσίας. Η αξίωση συνίσταται ειδικότερα στην επιστροφή του ποσού που διανεμήθηκε παράνομα. Στην περίπτωση που πρόκειται για χρηματική παροχή, η απαίτηση αφορά την καταβολή αντίστοιχου χρηματικού ποσού. Αν πάλι η παράβαση αφορά μεταβίβαση περιουσιακού αντικειμένου, ο μέτοχος οφείλει είτε την αυτούσια επιστροφή αυτού που μεταβιβάστηκε είτε την συμπλήρωση της εταιρικής περιουσίας με ποσό αντίστοιχης αξίας. Η επιλογή μιας από τις δύο μεθόδους επιστροφής εναπόκειται στη βούληση του μετόχου.

Η εν λόγω αξίωση της εταιρείας αποτελεί ειδικότερη μορφή της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως αυτή προβλέπεται στις διατάξεις του νόμου. Η ικανοποίηση των συναφών αξιώσεων της εταιρείας, ωστόσο, θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσω των διατάξεων για τις αδικοπραξίες, καθώς η εταιρική περιουσία ζημιώθηκε λόγω της παράνομης διανομής. Σε θεωρητική περίπτωση, λοιπόν, που δεν προβλεπόταν ειδικά η αξίωση επιστροφής, η εταιρεία μπορούσε να επιδιώξει την ικανοποίησή της μέσω των γενικών διατάξεων.

Φορέας Αξίωσης

Η παρανόμως διανεμηθείσα περιουσία ανήκει στην εταιρεία και η επιστροφή μόνον σε αυτή νοείται. Φορέας, λοιπόν, της αξίωσης είναι το ίδιο το νομικό πρόσωπο της ΑΕ. Η άσκησή της συντελείται μέσω του ΔΣ. Ενδεχόμενη παράλειψη άσκησής της ελέγχεται από πλευράς ευθυνών των μελών του ΔΣ.

Αποδέκτης της Αξίωσης Επιστροφής της Παράνομης Παροχής

Υπόχρεος, κατ’ αρχήν, για την επιστροφή της όποιας παράνομης παροχής είναι ο μέτοχος που παράνομα εισέπραξε ποσό από την εταιρική περιουσία. Ακόμη κι αν το πρόσωπο αυτό απώλεσε μεταγενέστερα τη μετοχική ιδιότητα, εξακολουθεί να ευθύνεται για την αποκατάσταση της λογιστικής διαφοράς, που προκάλεσε στην εταιρική περιουσία. Ο νέος μέτοχος που έλαβε τις μετοχές του παλαιού στον οποίο είχαν χορηγηθεί παρανόμως τα εν λόγω ποσά δε φέρει ευθύνη, εκτός κι αν συντρέξουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων για την καταδολίευση δανειστών ή μεταβίβαση ομάδας περιουσίας.

Κακή Πίστη Αποδέκτη

Στον νόμο αποτυπώνεται η γενικότερη αρχή της προστασίας του καλόπιστου λήπτη προβλέποντας μια υποκειμενική προϋπόθεση. Ο νομοθέτης απαλλάσσει τον μέτοχο από την υποχρέωση επιστροφής όσων παράνομα έλαβε, όταν χωρίς υπαιτιότητα αγνοούσε τον μη σύννομο χαρακτήρα της καταβολής. Ωστόσο, αν όφειλε να γνωρίζει, η άγνοια του αυτή δε είναι δυνατό να οδηγήσει σε απαλλαγή του. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι συντρέχει υποχρέωση των μετόχων να εξετάζουν το σύννομο των καταβολών.

Το βάρος απόδειξης της κακής πίστης του λήπτη φέρει η ΑΕ, η οποία πρέπει να θεμελιώσει τη γνώση ή υπαίτια άγνοια του μετόχου, ώστε να επιτύχει την επιστροφή των παροχών. Ο βαθμός, πάντως, υπαιτιότητας κρίνεται ξεχωριστά για κάθε μέτοχο, αφού, φυσικά, ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις, υπό τις οποίες ελήφθη η απόφαση για παροχή. Η υπαιτιότητα μετόχου που ασκεί διαχειριστικές εξουσίες ως μέλος του ΔΣ εύκολα θα αποδεικνυόταν, σε αντίθεση με την υπαιτιότητα ενός μικρομετόχου, του οποίου η πληροφόρηση επί των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας είναι, σαφέστατα, περισσότερο περιορισμένη-αν όχι ανύπαρκτη.

Κεκρυμμένη Διανομή Εταιρικής Περιουσίας

Σε περίπτωση παράνομης περιουσιακής μετακίνησης παροχών από την ΑΕ προς τρίτα πρόσωπα («κεκρυμμένη διανομή εταιρικής περιουσίας»), δημιουργείται μία «τριγωνική σχέση» μεταξύ εταιρείας, μετόχου και τρίτου-λήπτη. Για την επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων θα πρέπει να κάνουμε τις κατωτέρω διακρίσεις:

(α) Εάν λήπτης της παράνομης παροχής είναι πρόσωπο συνδεδεμένο με μέτοχο, ενεχόμενοι προς επιστροφή είναι τόσο ο μέτοχος όσο και ο ίδιος ο λήπτης. Όσον αφορά τον μέτοχο, ζήτημα ως προς τη νομική θεμελίωση της ευθύνης του δεν γεννάται. Αντίθετα, η υποχρέωση του λήπτη προκύπτει μέσω τελολογικής ερμηνείας του ρυθμιστικού πλαισίου˙ και τούτο, στη βάση της σχέσης που τον συνδέει με τον μέτοχο και, φυσικά, προς τον σκοπό αποτελεσματικής προστασίας του μετοχικού κεφαλαίου. Η υποκειμενική, πάντως, προϋπόθεση γνώσης (ή υπαίτιας άγνοιας) της παράνομης καταβολής πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του τρίτου.

(β) Εάν η παράνομη περιουσιακή μετακίνηση κατευθύνθηκε από την υποθυγατρική (καλύτερα: «εγγονή» εταιρεία) προς την μητρική (η οποία δεν συμμετέχει η ίδια στο μετοχικό κεφάλαιο της πρώτης αλλά μέσω της θυγατρικής), γίνεται τότε δεκτό ότι εις ολόκληρο ευθυνόμενες είναι τόσο η μητρική όσο και η θυγατρική. Δικαιολογημένα γεννάται ευθύνη και της θυγατρικής (παρ’ όλο που δεν ήταν η ίδια λήπτης της παράνομης παροχής), καθώς αξιοποιώντας τη δική της εταιρική ιδιότητα άσκησε η μητρική την επιρροή της.

(γ) Εάν η παροχή δόθηκε σε παρένθετο πρόσωπο (:αχυράνθρωπο), τότε η ευθύνη γεννάται σε βάρος του κρυπτόμενου μετόχου, ως τελικού λήπτη της.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, το υπόχρεο πρόσωπο οφείλει να επιστρέψει τα παρανόμως εισπραχθέντα ποσά. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις της «κεκρυμμένης διανομής εταιρικής περιουσίας», η οποία στην πράξη εκδηλώνεται με τη μετακίνηση όχι ποσών αλλά μη χρηματικών παροχών προς τους τρίτους – λήπτες (π.χ. μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου). Περιεχόμενο της αξίωσης της ΑΕ, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είναι καθεαυτή η επιστροφή των ίδιων των παροχών αλλά η ποσοτική αποκατάσταση της εταιρικής περιουσίας (λογιστικά υπολογιζόμενης).

Προθεσμία Παραγραφής της Αξίωσης

Η εταιρική αξίωση για επιστροφή των παρανόμως εισπραχθέντων υπόκειται σε παραγραφή. Με δεδομένο ότι η σχετική νομοθετική ρύθμιση δεν προσδιορίζει ειδική την προθεσμία παραγραφής μιας τέτοιας αξίωση, εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις: η αξίωση είναι δυνατό να ασκηθεί εντός είκοσι ετών από την γέννησή της.

Ιδιαίτερα αυστηρές χαρακτηρίζονται οι προϋποθέσεις όσον αφορά τη διανομή κερδών (ή άλλων ποσών) προς τους μετόχους από την ΑΕ. Ενδεχόμενη παραβίασή τους δημιουργεί το υπόβαθρο για την αξίωση επιστροφής τους έναντι εκείνων που μη νόμιμα τις έλαβαν-είτε πρόκειται για τους ίδιους τους μετόχους είτε για τρίτους. Και τούτο, ανεξάρτητα από τις όποιες προσωπικές, αστικές και ποινικές, ευθύνες των προσώπων που εμπλέκονται˙ βεβαίως και των μελών του ΔΣ τα οποία θα σκεφτούν να μην ασκήσουν τις εύλογες-σύννομες αξιώσεις της ΑΕ. Ουδεμία, λοιπόν, χωρεί αμφιβολία ότι ιδιαίτερα προσεκτικοί θα πρέπει να είμαστε κατά την διαχείριση τέτοιας φύσης θεμάτων. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν δεν είναι καθόλου αμελητέοι-

Σημ.1: Το παρόν άρθρο με τίτλο «Επιστροφή Στην ΑΕ Παράνομα Εισπραχθέντων Ποσών» σε πλήρη μορφή.

Σημ.2: Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα ευρύτερης ενότητας αρθρογραφίας της Δικηγορικής μας Εταιρείας για τις ΑΕ. Στην ενότητα αυτή επιχειρούμε την ανάλυση, άρθρο προς άρθρο, του νόμου για τις ΑΕ (:ν. 4548/2018)-με business view, πάντα, προσέγγιση.