Το καλοκαίρι του 1912, λίγο πριν ξεσπάσει ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος, η Στοκχόλμη φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες και το μεγάλο αστέρι του ελληνικού αθλητισμού είναι ο Κώστας Τσικλητήρας, που δοξάζει την Ελλάδα κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς (3.37μ.) και το χάλκινο στο ύψος άνευ φοράς (1.55 μ.).
Οι εφημερίδες της εποχής αποθεώνουν τον νεαρό πρωταθλητή και όλοι ετοιμάζονται για μία εντυπωσιακή υποδοχή, αντάξια του επιτεύγματός του.
Στις 23 Ιουλίου 1912, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας τον υποδέχεται πλήθος κόσμου που σχηματίζει πομπή η οποία τον συνοδεύει έως τα γραφεία του Πανελληνίου, κοντά στο Πεδίον του Άρεως.
Εκεί στήνεται μία μεγάλη γιορτή και εκτός των χιλιάδων πολιτών, παρόντες είναι ο νομάρχης της Αθήνας, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας και άλλα επιφανή στελέχη της κυβέρνησης.
Η Αθήνα γκρεμίζει τα τείχη για να τιμήσει τον Ολυμπιονίκη και η υποδοχή που επιφυλάσσει στον Τσικλητήρα γίνεται βασικό θέμα ακόμη και σε μεγάλα ξένα έντυπα.

Θα χρειαστεί να περάσουν 80 χρόνια για να πανηγυρίσει ξανά η Ελλάδα χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες (το κατέκτησε η Βούλα Πατουλίδου στη Βαρκελώνη, το 1992) και το γεγονός αυτό καταδεικνύει το μέγεθος της επιτυχίας του Κώστα Τσικλητήρα.
Ο σπουδαίος αθλητής του Πανελληνίου, που είχε γίνει διάσημος τέσσερα χρόνια νωρίτερα, κατακτώντας δύο ασημένια μετάλλια στους Ολυμπιακούς του 1908, στο Λονδίνο, δεν είναι όμως μόνον ένας χαρισματικός άλτης, αλλά και ένας μεγάλος πατριώτης.
Όταν ο Τσικλητήρας αναδεικνυόταν χρυσός Ολυμπιονίκης στην Στοκχόλμη, είχαν ήδη αρχίσει οι εχθροπραξίες με την Οθωμανική Αυτοκρατορία παρότι, επισήμως, ο πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε στις 12 Οκτωβρίου.
Αν και εύκολα θα μπορούσε να αξιοποιήσει τη φήμη και τη δημοφιλία του για να αποφύγει τη στράτευση, αποφασίζει να καταταγεί ως εθελοντής και να πολεμήσει.
Παρουσιάζεται στο Στρατολογικό Γραφείο Καλαμάτας και εντάσσεται στον 11ο Λόχο του 1ου Συντάγματος Πεζικού. Δεν έχει μάλιστα κανέναν ενδοιασμό να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες φήμες της εποχής, όμως, ο πρίγκιπας Νικόλας παρεμβαίνει, εν αγνοία του Τσικλητήρα, ώστε να παραμείνει στα μετόπισθεν.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1913 κι ενώ ο πόλεμος βρίσκεται σε εξέλιξη, ο Κώστας Τσικλητήρας ανεβάζει υψηλό πυρετό και διακομίζεται σε νοσοκομείο της Αθήνας με μία μορφή ιδιότυπης μηνιγγίτιδας.
Η κατάστασή του επιδεινώνεται και στις 10 Φεβρουαρίου φεύγει από τη ζωή σε ηλικία μόλις 24 ετών, βυθίζοντας στο πένθος μία ολόκληρη χώρα.
Ο θρύλος του Κώστα Τσικλητήρα παραμένει πάντως ζωντανός έως και σήμερα και η ιστορία δικαίως τον έχει κατατάξει στη χορεία με τους σημαντικότερους Έλληνες του περασμένου αιώνα.
