«Καλώς όρισες πουλί μου, μοναξιά ελληνική μου». Της Άννας Κοκκινίδου

Αυτή είναι η μοναξιά μας, η διχόνοια, η υπερβολή στη διχόνοια, η μοναχικότητα της άρνησης να δούμε κάτι διαχρονικά και να το κρίνουμε σωστά, με μέτρο

«Από αγάπη φεύγεις, έρχεσαι, πηγαινοέρχεσαι σαν την πνοή μου». Τραγούδησε και έγραψε, και εξέφρασε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο κόσμος έμεινε πίσω και πάνω από τον άνθρωπο που έφυγε, γιατί μίλησε με την καρδιά του, τραγούδησε με την καρδιά του, έκανε τον λόγο του τέχνη και μουσική. Μία ιστορία χωρίς τέλος. Δεν ξέρω, τον έκλαψα πιο πολύ, εδώ στα έξω, στων Ελλήνων τις κοινότητες, όταν έσκασε στην ΕΡΤ-3 το αφιέρωμα και κατάλαβα ότι πέθανε, με έπιασε μεγάλη θλίψη, γιατί ποιητές δεν έχουμε πια, γιατί δεν έχουμε το δυνατό βίωμα, την ιδεολογία που πληρώνουν αυτοί οι ρομαντικοί, «τρελοί», ευγενείς μεγαλοφυΐες, οι αλλοπαρμένοι πρίγκιπες, και σύζυγοι, και αγαπημένοι σε έναν έρωτα ζωής. Τον ελληνοπρεπή ευγενή δανδή αφηγητή των μουσικών ιστοριών.

Και μετά, όταν άρχισαν οι σχολιασμοί, τα παρουσιολόγια, οι κάποιες χυδαιότητες και πολιτικοποιήσεις -ατυχείς κατά τη γνώμη μου- ο Διονύσης μας ήταν ο εθνικός μας Λεονάρντ Κοέν σε συνομιλία με τον Μπομπ Ντύλαν, πολλοί άνθρωποι σε έναν, πολλές δημιουργικές φάσεις, γιατί έτσι είναι απλά όποιος εξελίσσεται. Δεν μπορεί να εμμένει, να επιμένει, να τάσσεται υπέρ ενός ιδανικού που γι' αυτόν έχει ξεπλυθεί πια. Έχει χάσει κάθε χρώμα, αυτό το κάποτε πολύχρωμο και ζωηρό, για το οποίο και ξύλο θα φας, και θα μαρτυρήσεις, και θα αγαπηθείς και θα αμφισβητηθείς. Και ενδέχεται και να μισηθείς στο τέλος.

Προφητικός. Ο στίχος του που μου επέστρεψε αυτή η συνθήκη της πόλωσης, μετά την απώλεια, ήταν προφητικός. ‘Μοναξιά ελληνική μου’, γιατί αυτό είναι ‘ζήτω η Ελλάδα, και κάθε τι μοναχικό στον κόσμο αυτό’. Αυτή είναι η μοναξιά μας, η διχόνοια, η υπερβολή στη διχόνοια, η μοναχικότητα της άρνησης να δούμε κάτι διαχρονικά και να το κρίνουμε σωστά, με μέτρο. Χωρίς οδυρμούς, δράμα, παροξυσμό και μανία έκφρασης. Γιατί και αυτό το όξυνε η πολυκρίση που ‘πολυπεράσαμε’ τόσα συναπτά έτη. Να αποκαθηλώνουμε ποιον και γιατί, και πώς; Κυρίως τον επιτυχημένο. Κάτι να βρούμε να χώσουμε σφήνα στην επιτυχία και την αναγνώριση, μία ματαιόδοξη ζήλια που δεν μακροημερεύει ούτε μεταφράζεται σε δημιουργικότητα.

Αποκαθηλώνουμε τον εαυτό μας, γιατί σκοτώνουμε μέσα μας τα σύμβολα εμμονικά, ακολουθώντας έναν ιδεολογικό ‘μεσσιανισμό’ που έχει πεθάνει. Δεν υπάρχει στις κοινωνίες πια αριστερός ή δεξιός ‘Μεσσίας’ ούτε κάποια σωτήρια ιδεολογία, και το σωστό για κάθε πολίτη είναι να αποφασίζει με γνώμονα το εθνικό και δημόσιο συμφέρον. Από την έρμη την απόφαση (παραφράζοντας τον εθνικό μας Νιόνιο, γιατί ήταν εθνικός και όχι κομματικός, ήταν πολιτικός και όχι της σκοπιμότητας, αλλιώς καμία διαχρονικότητα δεν θα εξασφάλιζε για το έργο του) παίρνει ‘υπόσταση κάθε γιορτή μου’.

Μοναξιά ελληνική μου, να είμαι στο εξωτερικό και να βλέπω τους συμπολίτες μου στην πατρίδα να αλληλοσπαράσσονται, λες και κάθε τι μεγάλο και σπουδαίο υπάρχει ως αφορμή για αλληλοσπαραγμό. Δεν μας τιμά αυτό, να αποκαθηλώνουμε τους δημιουργούς και τους ποιητές μας, γιατί τα δημιουργήματά τους που μας ομορφαίνουν τη ζωή, τη σκέψη, τη μελωδία, την αγάπη, που μας συνοδεύουν σαν φως στα σκοτάδια μίας δύσκολης ζωής, είναι υπεράνω μίας τέτοιας στενότητας.

Από αγάπη, όμως, φεύγουμε και ερχόμαστε, πηγαινοερχόμαστε σαν την πνοή μας, στα τσάμικα και τα κυκλωτικά του μουσικού ποιητή, στις ποιητικές και ονειρικές του εικόνες και αφηγήσεις, στη συλλογικότητα που μας χάρισε.

Στην τρομερή μας τη λαλιά και στον ηλεκτρισμό. Η ελληνική μας μοναξιά μάς διαμορφώνει, αλλά δεν παύουμε να είμαστε ένα λυρικό έθνος, με πάθος που μας κάνει να επιβιώνουμε σε πείσμα όλων, ακόμα και σε δικό μας.