ΕΛΤΑ: Γιατί απέτυχαν τα σχέδια διάσωσης, ποια είναι η ενδεδειγμένη λύση. Του Νίκου Ηλιάδη

Η ανάγκη εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού τους είναι αδιαμφισβήτητη και αδήριτη

Όπως συμβαίνει συνήθως στην Ελλάδα με όλα τα σοβαρά ζητήματα, το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση των εδώ και χρόνια χρεοκοπημένων Ελληνικών Ταχυδρομείων. Αντί να γίνει μια σοβαρή συζήτηση για την οικονομική εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό τους, προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα όπως διαμορφώθηκαν από την τεχνολογική εξέλιξη, κυβέρνηση και αντιπολίτευση αναλίσκονται σε κοκορομαχίες με στόχο τον περιορισμό του πολιτικού κόστους για τους μεν και την πολιτική κερδοσκοπία για τους δε.

Αλήθεια, υπάρχει κανείς που διαφωνεί ότι τα ΕΛΤΑ έχουν μείνει στον προηγούμενο αιώνα και ότι χρειάζονται επειγόντως ένα σοβαρό σχέδιο διάσωσης, διατηρώντας την υποχρέωση να διασφαλίσουν την παροχή των βασικών υπηρεσιών και στο πιο απομακρυσμένο χωριό της επικράτειας;

Τα κόμματα, τουλάχιστον όσα άσκησαν διακυβέρνηση τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια σίγουρα συμφωνούν. Απόδειξη ότι από το 2013 έως και τώρα έχουν κλείσει 270 από τα συνολικά 680 καταστήματα (80 το 2013, άλλα 144 το 2023 και 46 προχθές), δηλαδή τέσσερα στα δέκα, ενώ άλλα 158 περιμένουν τη σειρά τους. Την ίδια περίοδο περίπου 2.000 υπάλληλοι έφυγαν με εθελούσια, ενώ σήμερα εργάζονται στα ΕΛΤΑ 2.900 και άλλοι 1.500 μέσω εξωτερικών συνεργατών.

Προκειμένου να επιτύχει την οικονομική εξυγίανσή τους το κράτος από το 2020 έδωσε 250 εκατ. ευρώ
. Ωστόσο, πέντε χρόνια μετά τα ΕΛΤΑ έχουν αρνητικά ίδια κεφάλαια 140 εκατ., ενώ το 2023 είχαν μπει μέσα περί τα 28 εκατ. Είχαν φτάσει μάλιστα στο σημείο να παρακρατούν τα έσοδα από την πληρωμή των λογαριασμών της ΔΕΗ προκειμένου να πληρώνουν τη μισθοδοσία τους.

Δίπλα από τα ποσοτικά μεγέθη είναι και τα ποιοτικά. Το επίπεδο του τεχνολογικού εξοπλισμού του Οργανισμού παραπέμπει σε άλλες εποχές. Απόδειξη, μεταξύ άλλων, η κυβερνοεπίθεση στα υπολογιστικά συστήματα των ΕΛΤΑ το 2022 που είχε ως συνέπεια την κλοπή προσωπικών δεδομένων εκατοντάδων χιλιάδων πελατών τους.

Τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ παραφόρτωσαν τα ΕΛΤΑ με περίσσιο προσωπικό, σημαντικό μέρος του οποίου ήταν περιορισμένων δεξιοτήτων. Έως και πρόσφατα υπήρχαν υποκαταστήματα τα οποία είχαν επικεφαλής αποφοίτους δημοτικού. Δεν είναι τυχαίο που τα ΕΛΤΑ έχασαν μέσα σε έξι μήνες έναν από τους μεγαλύτερους πελάτες τους, την κινεζική Τemu η οποία όταν είδε ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν με συνέπεια και ταχύτητα στην παράδοση των εμπορευμάτων, κατήγγειλαν τη σύμβαση και πήγαν σε ιδιωτική εταιρεία.

Συνεπώς, η ανάγκη εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού είναι αδιαμφισβήτητη και αδήριτη. Το θέμα, όμως, είναι με ποιο τρόπο μπορούν να γίνουν όλα αυτά. Οι προσπάθειες που προηγήθηκαν αποδείχθηκαν αλυσιτελείς. Ναι μεν απομακρύνθηκε ο κίνδυνος του λουκέτου όμως τα ΕΛΤΑ εξακολουθούν να είναι ζημιογόνα. Παράλληλα, ακολουθούν εξ αποστάσεως το τρένο του ψηφιακού μετασχηματισμού ενώ και το ξεδιάλεγμα του προσωπικού που οδηγείται σε εθελουσία γίνεται κυρίως με οικονομικούς όρους και όχι με όρους επάρκειας.

Η υπόθεση έχει βεβαίως και κοινωνική διάσταση. Το επόμενο σχέδιο διάσωσης των ΕΛΤΑ δεν θα πρέπει να αφήσει πίσω του, αυτό το 5% με 10% των ανθρώπων, κατά βάση ηλικιωμένων, οι οποίοι διαμένουν στην ύπαιθρο και δεν έχουν εξοικείωση με την τεχνολογία. Αυτό δεν προϋποθέτει διατήρηση όλων των καταστημάτων. Αρκεί ένα καλό δίκτυο των πάλαι ποτέ αγροτικών διανομέων, εξοπλισμένων με όλα τα αναγκαία προκειμένου να μπορούν να κάνουν όλες τις συναλλαγές οι οποίες γίνονται έως τώρα στα καταστήματα. Επίσης, μπορεί ένας σημαντικός αριθμός καταστημάτων να υποκατασταθεί από “αντιπροσώπους”, δηλαδή από άλλου είδους καταστήματα (καφενεία, παντοπωλεία, πρακτορεία ΠΡΟ-ΠΟ), έναντι προμήθειας.

Λύσεις υπάρχουν, όμως για να είναι αποτελεσματικές θα πρέπει να είναι εφαρμόσιμες και συμπεριληπτικές
. Αυτό προϋποθέτει διαβούλευση σε όλα τα επίπεδα, συμπεριλαμβανομένης και της αυτοδιοίκησης η οποία γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα τους ανθρώπους σε κάθε περιοχή, άρα μπορεί να συνεισφέρει και στη λύση του προβλήματος. Όπως απέδειξε η πρόσφατη γκάφα με τον ξαφνικό θάνατο 204 καταστημάτων, τα σχέδια τα οποία εκπονούνται αποκλειστικά από τεχνοκράτες οι οποίοι δεν γνωρίζουν το πεδίο, είναι καταδικασμένα να αποτύχουν.

Για να επανέλθουμε στην αρχή, καλό είναι λοιπόν, κυβέρνηση και κόμματα, μαζί με την αυτοδιοίκηση να αναζητήσουν με ειλικρίνεια την καλύτερη δυνατή λύση. Διαφορετικά το λουκέτο, αργά ή γρήγορα, θα φαντάζει μονόδρομος. Πρέπει, ωστόσο, να αποφευχθεί, για διάφορους λόγους: ιστορικούς, συναισθηματικούς, κοινωνικούς, αλλά και για λόγους ανταγωνισμού καθώς, διαφορετικά, θα οδηγηθούμε και σε αυτόν τον τομέα σε μονοπωλιακές καταστάσεις.