- Newsroom
Η Κομισιόν έχασε τη δικαστική υπόθεση σχετικά με τα sms της φον ντερ Λάιεν για τα εμβόλια. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε λάθος που αρνήθηκε τη δημοσιοποίηση των γραπτών μηνυμάτων της Oύρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Pfizer Aλμπερτ Μπουρλά στο αποκορύφωμα της πανδημίας Covid-19.
Η υπόθεση απορρέει από μια καταγγελία του 2023 που κατέθεσε η εφημερίδα The New York Times μετά την άρνηση της Επιτροπής να δώσει στη δημοσιότητα τα SMS που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της προέδρου της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer Άλμπερτ Μπούρλα το 2021, ενώ η πανδημία του κορωνοϊού μαίνεται στην Ευρώπη.
Η διαμάχη σχετικά με τα μηνύματα - που φέρεται να συνδέονται με τις διαπραγματεύσεις για την οριστικοποίηση μιας συμφωνίας ύψους 35 δισεκατομμυρίων ευρώ για τα εμβόλια - προκάλεσε κατηγορίες για θεσμική αδιαφάνεια στα υψηλότερα επίπεδα του εκτελεστικού οργάνου της ΕΕ.
Η Επιτροπή είχε απορρίψει το αίτημά της εφημερίδας, λέγοντας ότι η φον ντερ Λάιεν δεν είχε κρατήσει τα μηνύματα. Αυτό προκάλεσε τη μήνυση της εφημερίδας κατά του εκτελεστικού οργάνου της ΕΕ.
Σημειώνεται ότι με βάση το ευρωπαϊκό δίκαιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση στο ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή των New York Times και ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής.
Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει τα εξής: «Σκοπός του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων. Επομένως, κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να παρέχεται στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Ωστόσο, όταν ένα θεσμικό όργανο δηλώνει, απαντώντας σε αίτηση πρόσβασης, ότι ένα έγγραφο δεν υπάρχει, τεκμαίρεται η μη ύπαρξη του εγγράφου, σύμφωνα με το τεκμήριο αλήθειας που ισχύει για τη δήλωση αυτή. Πάντως, το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί βάσει κρίσιμων και συγκλινόντων στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών».
Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι «οι απαντήσεις της Επιτροπής ως προς τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας στηρίζονται είτε σε εικασίες είτε σε μεταβαλλόμενες ή ανακριβείς πληροφορίες».
Αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δημοσιογράφος Μ. Στεβή και η εφημερίδα The New York Times προσκόμισαν κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία τα οποία περιγράφουν την ύπαρξη επαφών, ιδίως υπό τη μορφή γραπτών μηνυμάτων, μεταξύ της Προέδρου της Επιτροπής και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής αγοράς εμβολίων από την εταιρία αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Επομένως κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο περί μη ύπαρξης και μη κατοχής των ζητηθέντων εγγράφων.
Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στον ισχυρισμό ότι δεν έχει στην κατοχή της τα ζητηθέντα έγγραφα, αλλά πρέπει να παράσχει πειστικές εξηγήσεις βάσει των οποίων το κοινό και το Γενικό Δικαστήριο να έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν γιατί δεν είναι δυνατή η ανεύρεση των εγγράφων αυτών. Η Επιτροπή δεν εξήγησε λεπτομερώς τι είδους αναζητήσεις πραγματοποίησε για να εντοπίσει τα εν λόγω έγγραφα ούτε σε ποιους χώρους διεξήγαγε τις αναζητήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, δεν παρέσχε πειστική εξήγηση για να δικαιολογήσει τη μη κατοχή των ζητηθέντων εγγράφων. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς αν τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα είχαν διαγραφεί και, εφόσον είχαν διαγραφεί, αν η διαγραφή είχε γίνει οικειοθελώς ή αυτομάτως, ή αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί.