Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης είναι από εκείνες τις περιπτώσεις ανθρώπων που επιλέγουν να μένουν μακριά από τον θόρυβο, χωρίς όμως να αποφεύγουν να μιλήσουν καθαρά. Ηθοποιός και σκηνοθέτης, διατηρεί τα τελευταία χρόνια το θέατρο Sureal στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και επιμένει να κάνει θέατρο με τους δικούς του όρους - όπως ακριβώς ζει.
Τα τελευταία χρόνια συμμετέχει στην παράσταση Εκτός Ύλης του Κώστα Λεϊμονή, η οποία συνεχίζει τα διαδοχικά sold out της σε όλη την Ελλάδα ενώ αυτή τη περίοδο σκηνοθετεί στο Sureal την παράσταση «Γάμα» του Νίκου Ρουμπάκη, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο θέατρο.
Σε μια εκ βαθέων συζήτηση με αφορμή το «Γάμα», ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης μιλά στο emakedonia.gr για την παράσταση, τον κοινωνικό εγκλωβισμό και τις οικογενειακές συμβάσεις ενώ η συζήτηση ξεφεύγει γρήγορα και αγγίζει ζητήματα ζωής και επιλογών με τον ίδιο να δηλώνει χωρίς δισταγμό πως νιώθει «100% ευτυχισμένος», έχοντας πλήρη συνείδηση για το βάρος της έκφρασης που χρησιμοποιεί.
«Το Γάμα»
Η παράσταση «Γάμα» είναι ένας κοινωνικός μονόλογος που έγραψε ο Νίκος Ρουμπάκης για το θέατρο Sureal με τη Βάσω Σαπουντζόγλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ηρωίδα, με αφορμή ένα δώρο που έχει κερδίσει σε ινστιτούτο αισθητικής, μιλά για τη ζωή της: τις σχέσεις με την οικογένεια και τους φίλους της, τα θέλω της, τη δουλειά της, τα στερεότυπα, τη μονογαμία, τις απορρίψεις και τις κοινωνικές συμβάσεις που τη διαμόρφωσαν. Πρόκειται για μια υπερευαίσθητη γυναίκα που προσπαθεί να κάνει τη δική της επανάσταση, αλλά δεν καταφέρνει να απεγκλωβιστεί από τα πλαίσια που την κρατούν πίσω.
Όπως σημειώνει ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης, το πρόβλημα του κοινωνικού εγκλωβισμού παραμένει επίκαιρο τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες απλά με διαφορετικές εκφάνσεις. «Η διαφορά είναι ότι πλέον αρχίσαμε να μιλάμε», επισημαίνει και αναγνωρίζει ότι πολλά έχουν αλλάξει σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές: οι άντρες συμμετέχουν ενεργά στην οικογενειακή ζωή, οι γυναίκες διεκδικούν, μιλούν και αντιστέκονται. Παρ’ όλα αυτά, τα βιώματα μέσα στην οικογένεια εξακολουθούν να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία ενός ανθρώπου και ακόμα και οι «επαναστάτες» δυσκολεύονται πολύ να σπάσουν τις δικές τους «αλυσίδες».
«Σήμερα οι γονείς ευτυχώς είναι διαφορετικοί από τις προηγούμενες γενιές. Και τα δύο φύλα αδύναμα είναι, όλο το κοινωνικό γίγνεσθαι έχει καταπιεσμένους. Ειδικά μέσα στην οικογένεια συμβαίνουν πολλά και φυσικά αυτά τα βιώματα καθορίζουν τη ζωή του ανθρώπου. Πλέον όμως οι άντρες δεν ασχολούνται ούτε με προίκες, ούτε με παρθενιές, κάνουν δουλειές στο σπίτι, είναι ενεργοί μπαμπάδες ενώ οι γυναίκες είναι ανεξάρτητες, μιλάνε και αντιστέκονται. Αυτά δεν ήταν δεδομένα μέχρι πρόσφατα» λέει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος μεγάλωσε στο Νευροκόπι Δράμας και ήρθε στη Θεσσαλονίκη στα 18 του. Όπως εξηγεί, δεν ήθελε να ξεφύγει από τον τόπο, αλλά από μια συγκεκριμένη νοοτροπία. Θυμάται μικρές, προσωπικές επαναστάσεις, ακόμη και επιλογές που αντιμετωπίζονταν ως «παρεκκλίσεις», όπως για παράδειγμα το να κυκλοφορήσει με μπορντό ρούχα στο χωριό - κάτι τόσο προφανές για σήμερα το οποίο όμως, τότε, σε μια μικρή κοινωνία, είχε αντιμετωπιστεί επικριτικά. Οι γονείς του, ωστόσο, στάθηκαν υποστηρικτικοί και αυτό είχε σημασία γιατί πιστεύει κατηγορηματικά ότι τα οικογενειακά βιώματα είναι καθοριστικός παράγοντας στη ζωή του ανθρώπου.
«Η σχέση των γονέων με τα παιδιά φαίνεται πάντα όταν τα παιδιά ενηλικιώνονται» τονίζει. Για τον ίδιο, ο ρόλος του γονιού οφείλει να είναι καθοδηγητικός στην αρχή και υποστηρικτικός στη συνέχεια. «Δεν πρέπει να επαναλαμβάνουμε αυτά που μας έκαναν γιατί αυτό κάνουμε γενικά: μιμούμαστε και είναι δύσκολο να σπάμε αυτές τις αλυσίδες. Πρέπει να αφήνεις τον νέο να προχωράει, ξέρει αυτός. Αν δεν επιτρέψεις στο παιδί να σε απορρίψει όταν πρέπει, αν είσαι παρεμβατικός σε όλα, δεν έχεις καταλάβει τίποτα στη ζωή σου. Αν από το σπίτι υπάρχει αγάπη, κατανόηση και ευαισθησία ο δρόμος είναι σωστός, το παιδί δε χάνεται.», λέει χαρακτηριστικά.
«Έκανα αυτά που ήθελα»
Το θέατρο Sureal δημιουργήθηκε το 2019 και παρουσιάζει δικές του και εξωτερικές παραγωγές. Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης το χαρακτηρίζει ως «αναγκαίο κακό» γιατί «χρειάζεσαι ένα μέρος για να παίζεις, για να εκφράζεσαι» και ως γνωστόν η κατάσταση στην Θεσσαλονίκη δεν είναι και η καλύτερη από άποψη επάρκειας θεατρικών χώρων. Τον ίδιο άλλωστε, δεν τον ενδιαφέρει η δόξα, ούτε να φαίνεται. «Με ευχαριστεί τόσο υπέρμετρα αυτή η δουλειά που δεν χρειάζομαι την αναγνώριση» λέει χαρακτηριστικά.
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν κατέβηκε ποτέ στην Αθήνα: δεν χρειάστηκε. «Τι να πάω να κάνω στην Αθήνα; Καριέρα; Δεν με ενδιέφερε. Είχα εδώ την δουλειά μου, την οικογενειά μου, γιατί να φύγω; Τόσο θέλω, δεν θέλω παραπάνω» λέει χαρακτηριστικά και εξηγεί ότι έκανε όλα όσα ήθελε στη ζωή του.
Τολμάει να δηλώνει 100% ευτυχισμένος, αναγνωρίζοντας πρώτα απ’ όλα ότι η ευτυχία είναι οπτική και εν πολλοίς, επιλογή. Η στάση ζωής του συνοψίζεται σε μια απλή αλλά ουσιαστική φιλοσοφία: να μη φοβάσαι τη ζωή και να μην είσαι τσιγκούνης μαζί της. «Εγώ έκανα πάντα αυτό που ήθελα και προλάβαινα τα πάντα». Αυτή είναι η δική του μορφή αντίστασης, όπως λέει, σε μια ζωή και μια καθημερινότητα που επιβάλλει τους δικούς της όρους. Ξέρει ότι όλα είναι μάταια, αλλά από την στιγμή που έχει έστω έναν άνθρωπο να επικοινωνήσει, εκείνος νιώθει πλήρης.
Άλλωστε, για τον ίδιο η ζωή δεν είναι ούτε η επιτυχία, ούτε η αναγνώριση αλλά προτεραιότητες και κυρίως η δυνατότητα οποιαδήποτε στιγμή να απολαύσεις αυτό που θέλεις. Η αγάπη, η αγκαλιά, η τρυφερότητα δεν πρέπει να αναβάλλονται. «Αν σου ανοίγουν την αγκαλιά, μπες» σημειώνει υπογραμμίζοντας ότι η στέρηση αγάπης αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πληγές της σύγχρονης κοινωνίας. «Αυτός που δεν έχει μάθει να τον παίρνουν αγκαλιά, δεν ξέρει να αγκαλιάζει» προσθέτει. Δηλώνει απογοητευμένος από τους ανθρώπους, επιμένει όμως να πιστεύει βαθιά στον άνθρωπο και στην δύναμη της αγάπης.
Κοιτάζοντας τη ζωή του σήμερα, δηλώνει πλήρης. Δεν νιώθει ότι έχει καταπιέσει επιθυμίες, ούτε ότι «χρωστά» κάτι στον εαυτό του. Έχει το θέατρο, έχει το ψάρεμα, έχει τις ελιές του, την οικογένειά του. Είναι περήφανος για την σχέση με τα παιδιά του, χαρακτηρίζει τα εγγόνια του «μικρούς Θεούς» (κάτι πολύ ανώτερο από απλά… δυο φορές παιδιά του), μα κυρίως έχει την Κατερίνα, τον έναν άνθρωπο που χρειάζεται ο καθένας για να πορευτεί. Μαζί στο θέατρο μαζί και στη ζωή για πάνω από 40 χρόνια, συνεχίζει να μιλάει για εκείνη με τον ενθουσιασμό που έχουν οι ερωτευμένοι στην αρχή της σχέσης τους. Θεωρεί τυχαίο το γεγονός ότι τη γνώρισε αλλά καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι έμειναν τόσα χρόνια μαζί. «Κούμπωσαν» λέει χαρακτηριστικά εννοώντας πως όταν δύο άνθρωποι είναι έτοιμοι και διατεθειμένοι να ανοίξουν ο ένας την αγκαλιά του στον άλλον, μόνο καλά πράγματα μπορούν να συμβούν.
Εν ολίγοις o Δημήτρης Κωνσταντινίδης συνεχίζει να βρίσκει χαρά στα απλά: στην οικογένεια, στη δουλειά, στην καθημερινότητα. Και αυτό, όπως λέει, είναι για εκείνον η πραγματική ευτυχία, χωρίς αστερίσκους. Ευτυχία 100%.
Για το νέο έτος, εύχεται αυτοί που κυβερνάνε τους λαούς να πάρουν μια απόφαση να σταματήσουν τους πολέμους. «Να σβήσει η λέξη “ειρήνη” από το λεξιλόγιο, να μην υπάρχει, γιατί είναι η κύρια αιτία για να υπάρχει πόλεμος. Πάνω σε αυτήν πατάνε για να κάνουν πολέμους. Και να γελάσει ο κόσμος, να ανασάνει, να μην υπάρχει δακρυσμένο παιδικό μάτι. Δεν αξίζει να φέρνεις σε αυτή τη Γη ένα καινούργιο πλάσμα και να το βλέπεις ξυπόλυτο, γυμνό, πεινασμένο, να κλαίει. Η ζωή πρέπει να είναι χαρά, αγάπη και αγκαλιές» καταλήγει.
Η παράσταση «Γάμα» θα παρουσιαστεί στις 28 Δεκεμβρίου, στις 19:00 στο θέατρο Sureal, Χριστόπουλου 12, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.