Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο, ο οποίος επέλεξε μια στρατηγική θέση πάνω στον Θερμαϊκό κόλπο, συνδέοντας τον νέο οικισμό με το εκτεταμένο δίκτυο μετακινήσεων της Μακεδονίας. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξής της η πόλη οργανώθηκε σύμφωνα με τα ελληνιστικά πολεοδομικά πρότυπα, υιοθετώντας πιθανότατα Ιπποδάμεια διάταξη με παράλληλους και κάθετους δρόμους. Στο επίκεντρο αυτού του σχεδιασμού βρισκόταν ένας κεντρικός άξονας, ο οποίος ακολουθούσε περίπου τη χάραξη του σημερινού άξονα της Αριστοτέλους.
Η ζώνη αυτή συνδέει τη θάλασσα με το εσωτερικό της πόλης και από πολύ νωρίς αποτέλεσε δρόμο μετακίνησης, εμπορίου και δημόσιας ζωής. Στα ελληνιστικά χρόνια, ο άξονας οδηγούσε προς την αγορά, την καρδιά του αστικού κέντρου όπου λάμβαναν χώρα οικονομικές και πολιτικές δραστηριότητες. Εκεί συγκεντρώνονταν δημόσια κτήρια, στοές και χώροι συναθροίσεων, ενώ στην παραθαλάσσια απόληξη του άξονα υπήρχε λιμενική δραστηριότητα, η οποία τροφοδοτούσε την ανάπτυξη της πόλης.
Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, ο άξονας εντάχθηκε στο νέο, πιο επιβλητικό πολεοδομικό σύστημα που έφεραν οι Ρωμαίοι. Η πόλη απέκτησε forum, θριαμβικές πύλες, λουτρά και μεγάλες στοές, και ο κεντρικός διάδρομος που αντιστοιχεί στη σημερινή Αριστοτέλους συνέχισε να αποτελεί σύνδεσμο μεταξύ του λιμανιού και των διοικητικών και εμπορικών κέντρων. Η Θεσσαλονίκη, ευρισκόμενη πάνω στην Εγνατία Οδό, αναπτύχθηκε σε κομβικό σημείο μεταφορών, γεγονός που ενίσχυσε την κίνηση και τη σημασία αυτού του άξονα.
Στην ύστερη αρχαιότητα (4ος–7ος αι.), καθώς η πόλη εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η κεντρική οδός συνέχισε να λειτουργεί ως βασική αρτηρία της καθημερινής ζωής. Παρότι το αστικό τοπίο μεταμορφώθηκε με την ανάπτυξη των χριστιανικών ναών, την ανέγερση τειχών και την αλλαγή των κοινωνικών δομών, η αρχική χάραξη της πόλης παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ενεργή. Ο άξονας συνέδεε πλέον όχι μόνο εμπορικά κέντρα, αλλά και σημαντικά σημεία της νέας θρησκευτικής και διοικητικής τάξης.
Έτσι, από την ελληνιστική περίοδο έως την ύστερη αρχαιότητα, η περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η οδός και η πλατεία Αριστοτέλους λειτούργησε ως σταθερή γραμμή σύνδεσης της πόλης με τη θάλασσα, ως σημείο πυκνής αστικής δραστηριότητας και ως χώρος όπου αποτυπώθηκαν οι διαδοχικές μεταμορφώσεις της Θεσσαλονίκης. Ο σύγχρονος άξονας, αν και νεότερος, ακολουθεί μια ιστορική διαδρομή που υπήρξε ζωντανή και καθοριστική για την πόλη επί σχεδόν δύο χιλιετίες.
Ο Γεώργιος Βελένης στο διεθνές συνέδριο του ΚΙΘ και του ΑΠΘ
«Με τη φράση άξονας της Αριστοτέλους νοείται η φαρδιά μνημειακή ζώνη όπως αποτυπώνεται στο λεγόμενο σχέδιο Εμπράρ που συντάχθηκε μετά την πυρκαγιά του 1917. Κατά τον αρχικό σχεδιασμό ο άξονας ξεκινούσε από την παραλία και απέληγε νοητά στο ναό του Προφήτη Ηλία με ενδιάμεσες πλατείες.
Ωστόσο, δεν υλοποιήθηκε κτηριακά στο σύνολό του παρά μόνο το νότιο τμήμα.
Η βασική ιδέα αποτέλεσε η δημιουργία διαγωνίων οδών που καθορίστηκε από εξέχοντα βυζαντινά, ρωμαϊκά και νεώτερα μνημεία της πόλης όπως η Ροτόντα, η Αγία Σοφία, το κτήριο του Υπουργείου κ.α.», τόνισε στην εισήγησή του Γεώργιος Βελένης στο πλαίσιο του Διεθνούς Αρχαιολογικού Συνεδρίου που διοργάνωσε το Κέντρο Ιστορίας του δήμου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ στο Μέγαρο Μπίλλη.
Αναφερόμενος ευρύτερα στα μνημεία της πόλης γύρω από την Αριστοτέλους ο ομότιμος καθηγητής τόνισε πως το θαλάσσιο τείχος που γκρέμισαν σταδιακά οι Τούρκοι τον 19ο αιώνα δεν ήταν βυζαντινό, αλλά οθωμανικό του 17ου αιώνα.
Για την ακτογραμμή στα χρόνια του Κάσσανδρου ανέφερε πως από τον Πύργο κατευθυνόταν προς την πλατεία Βαρδαρίου. Πρόσθεσε δε ότι η ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη ήταν δομημένη στους μέσους ελληνιστικούς χρόνους. «Όταν μιλάμε για ελληνιστική πόλη πρέπει να ξεχωρίζουμε την πόλη του Κάσσανδρου και άλλο η μέση ελληνιστική, δηλαδή μετά τα μέσα του 3ου αι. πΧ.». Επίσης συμπλήρωσε ότι το στάδιο και το θέατρο βρίσκονταν μάλλον εκεί που ήταν η αγορά.
Οι διοργανωτές του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης
Το συνέδριο με τίτλο «Η Θεσσαλονίκη των ρωμαϊκών χρόνων, μια πόλη με ποικίλες όψεις» ολοκληρώθηκε με μεγάλη επιτυχία και προσέλευση κόσμου νωρίτερα το μεσημέρι της Παρασκευής.
Όπως τόνισε στο emakedonia.gr ο Αναστάσης Στεφανίδης εκ μέρους του ΚΙΘ «το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι αξιοποιήσαμε τη συγκυρία των ευρημάτων στους σταθμούς του μετρό, από τα οποία έχουν προκύψει αρκετά συμπεράσματα, τα οποία κατατέθηκαν γιατί αφορούν και αυτή την περίοδο. Καλέσαμε επίσης επιφανείς επιστήμονες από το εξωτερικό. Εμείς βέβαια ως υπηρεσία θέλουμε να στέλνουμε τη γνώση στο ευρύ κοινό. Γι’ αυτό θα εκδώσουμε και τα πρακτικά του συνεδρίου. Η ρωμαϊκή περίοδος είναι λίγο άγνωστη για τη Θεσσαλονίκη. Ξέρουμε πάρα πολλά για τα βυζαντινά, τα οθωμανικά και τα νεότερα, αλλά τα οθωμανικά και τα ελληνιστικά έχουν μείνει λίγο πίσω από άποψη ιστοριογραφίας γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε με αυτά τα πρακτικά να κάνουμε το ευρύ κοινό της πόλης να ενδιαφερθεί και γι’ αυτή την περίοδο».
Ο προϊστάμενος του Κέντρου Αντώνης Σατραζάνης τόνισε: «Χωρίζω τη Θεσσαλονίκη σε τρεις περιόδους: Η κλασική – αρχαία περίοδος γιατί ουσιαστικά το ρωμαϊκό στοιχείο ήρθε όταν κατέρρευσε η Μακεδονία, Βυζαντινή περίοδος και νεότερος ελληνισμός περιλαμβανομένης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δηλαδή ο ελληνισμός ήταν ακατάπαυστος και είχε την τρίσημη ενότητα του ελληνισμού. Πάντα όποιοι και να πέρασαν από τη Θεσσαλονίκη, ο ελληνικός χαρακτήρας ήταν εμφανής».