ΑΠΘ: Ένας αιώνας έρευνας, καινοτομίας και κοινωνικής προσφοράς
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του κορυφαίου ακαδημαϊκού ιδρύματος της χώρας
Γράφει ο Βασίλης Κ. Γούναρης, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ και Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής Εορτασμού των 100 χρόνων
- Newsroom
Γράφει ο Βασίλης Κ. Γούναρης,
καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ και
Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής Εορτασμού των 100 χρόνων
Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) γιορτάζει φέτος τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή του. Το παρόν κείμενο είναι μια επισκόπηση της συνεισφοράς του κατά τον αιώνα αυτό, την οποία επιχείρησα την επαύριον της κεντρικής εκδήλωσης του εορτασμού (12 Ιουνίου 2025), που τίμησε με την παρουσία και τον χαιρετισμό του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Αν. Τασούλας. Διαλέγεται με τους λόγους των πρυτάνεων που εκφωνήθηκαν σε παλιότερους επετειακούς εορτασμούς του ΑΠΘ, γιατί αντικατοπτρίζουν πώς οι ηγεσίες του ιδρύματος αντιλαμβάνονταν τη θέση τους ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Καταγράφονται, επίσης, στο τέλος μερικές προσωπικές σκέψεις για τη μελλοντική πορεία του. Από το ΑΠΘ πέρασαν ήδη τέσσερις γενεές ακαδημαϊκών δασκάλων και άνω των 65 πρυτάνεων. Η εμπειρία που συσσωρεύτηκε αυτά τα εκατό χρόνια, τα διδάγματα των ιδεολογικών, πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων μας έχουν κάνει, αν όχι σοφότερους, σίγουρα πιο επιφυλακτικούς στις κρίσεις για το παρελθόν και ακόμη περισσότερο στις προβλέψεις για το μέλλον.
Ο Πρύτανης Νικόλαος Εμπειρίκος, στον εορτασμό των 25 χρόνων της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, το 1951, εξέφρασε την ικανοποίησή του, γιατί πλέον λειτουργούσαν όσες Σχολές προέβλεπε το ιδρυτικό διάταγμα και κάλεσε την πολιτεία και τον ελληνικό λαό να κρίνει το επαγγελματικό έργο των πτυχιούχων σε όλα τα πεδία. Συνέδεσε την επιτυχία του Πανεπιστημίου με τρεις παράγοντες που το είχαν διαμορφώσει: την πίστη στην εθνική αποστολή της επιστήμης, στη νεότητά του (δηλαδή την έλλειψη του βάρους της παράδοσης, που του έδινε ευελιξία στον επιστημονικό προσανατολισμό), και, τρίτον, στην ιδιαίτερη σύνδεσή του με την ανάπτυξη της Μακεδονίας, από κάθε άποψη, θέμα στο οποίο αφιέρωσε αρκετές παραγράφους. Στόχος του Πανεπιστημίου, που δεν ονομαζόταν ακόμη Αριστοτέλειο, ήταν να διαπλάσει όχι απλώς επιστήμονες αλλά «ανθρώπους και Έλληνας», να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση της Βόρειας Ελλάδας μέσα σε μια περίοδο επισφαλούς ειρήνης και με νωπές τεράστιες θυσίες σε αίμα. Αναμενόμενη η εθνική ρητορική την επαύριον του Εμφυλίου Πολέμου αλλά και η συγκρατημένη αισιοδοξία μετά από όσα είχε δει και αντιμετωπίσει η γενιά του από το 1925 έως το 1950. Τα πάντα μπορούσαν να στραβώσουν, ακόμη και η ειρήνη δεν ήταν δεδομένη. Αυτή ήταν και η ευχή του Καθηγητή Εμπειρίκου προς τον μελλοντικό Πρύτανη των πενήντα ετών: Θυσίες να προσφέρονται πλέον μόνον στις μούσες και τις χάριτες και όχι στον Άρη.
Ο Καθηγητής Ιωάννης Δεληγιάννης, ο οποίος ήταν Πρύτανης το 1976, παρά τα 25 χρόνια ειρήνης που είχαν μεσολαβήσει, είπε πως, λόγω της κυπριακής τραγωδίας και της αναταραχής στα πανεπιστήμια, δίσταζε να πανηγυρίσει με τη λαμπρότητα που θα ήθελε. Όμως μπορούσε να υπερηφανευθεί ότι στη δεύτερη 25ετία --ειδικά την περίοδο 1955-1965-- το Αριστοτέλειο είχε αποκτήσει τη δική του πόλη, με δεκάδες νέα κτήρια, 35 τότε, Πολυτεχνείο και Οδοντιατρική Σχολή. Θα μπορούσε να είχε αναφέρει και τα Ινστιτούτα Ξένων Γλωσσών, καύχημα του ΑΠΘ, αλλά τα παρέλειψε. Επισήμανε πως, παρόλες τις νέες υποδομές, ήδη (το 1976) υπήρχε ανεπάρκεια χώρων, λόγω του τεραστίου αριθμού των φοιτητών, σημάδι αισιοδοξίας αλλά και προβληματισμού. Σημείωσε, επίσης, τη συμβολή του ΑΠΘ στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και του Δημοκριτείου της Θράκης. Η ρητορική του Δεληγιάννη ήταν πολύ διαφορετική από αυτή του 1951. Συμβούλευσε να εξεταστεί η εξέλιξη του Πανεπιστημίου μέσα στο πλαίσιο του κοινωνικού συστήματος που το είχε γεννήσει˙ να αποτιμηθεί η προσφορά σε πτυχιούχους-43.000 έως τότε—και σε διδάκτορες (άνω των χιλίων ήδη)˙ να εκτιμηθεί η επιστημονική συμβολή του σε εθνικό και διεθνές επίπεδο καθώς και η ικανότητά του να επανδρώνεται πλέον με δικούς του πτυχιούχους. Τόνισε και αυτός τη διατήρηση της νεανικότητάς του, που εκφραζόταν με την προοδευτικότητά του (με ειδική αναφορά στον δημοτικισμό) και την ετοιμότητα να αναμορφωθεί δημοκρατικά. Αυτή ήταν και η κατακλείδα του, αναμενόμενη σε μια εποχή που όλο το προσωπικό και οι φοιτητές διεκδικούσαν ρόλο στη διοίκηση, ενώ η δικτατορία είχε ανατρέψει άρδην τις ιδεολογικές προτεραιότητες. Ας σημειωθεί ότι οι λέξεις «έθνος» και «Ελλάδα» δεν απαντώνται ούτε μια φορά στην ομιλία του Δεληγιάννη. Επίσης επιφόρτισε τον Πρύτανη των εκατό ετών με την ευθύνη ενός λαμπρού εορτασμού. Αυτό το βάρος έπρεπε να σηκώσουμε όσοι εργαστήκαμε για την τελετή της Πέμπτης 12 Ιουνίου 2025. Μια κυριολεκτικά ιστορική αποστολή, χωρίς πολλά ελαφρυντικά.
Η αναδρομή αυτή, την οποία επιχείρησα μέσω των αναφορών στις ομιλίες του Εμπειρίκου και του Δεληγιάννη, δείχνει ότι η ταυτότητα του Ιδρύματός μας προσαρμόζεται ανάλογα με τις εποχές και τις επιλογές των ανθρώπων που το υπηρετούν. Δεν είναι το ΑΠΘ εξ ορισμού «συντηρητικό», «αντιστασιακό», «προοδευτικό», «εθνικόφρον», «δημοκρατικό». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί είναι τρόποι νοηματοδότησης επιλογών, ώστε να βρισκόμαστε σε αρμονία με την κοινωνία. Στην πράξη, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ασχολούνταν και ασχολείται κυρίως με την επιστημονική του εξέλιξη –και έχει εντυπωσιακές επιστημονικές διακρίσεις—καθώς και με τη βελτίωση των υποδομών του. Η πανεπιστημιούπολή μας, με τη βοήθεια και του Κωνσταντίνου Καραμανλή, εξελίχθηκε σε «πεδίο αστικού και αρχιτεκτονικού εκσυγχρονισμού», κατά την έκφραση του καθηγητή Νίκου Καλογήρου, που αξιοποίησε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην ομιλία του. Δείχνει, επίσης, η σύντομη αναδρομή που επιχείρησα πως κατά τη Μεταπολίτευση, στα πενήντα του χρόνια, το ΑΠΘ είχε απλωθεί σε σχεδόν όλα τα επιστημονικά πεδία και είχε ολοκληρώσει σε μεγάλο βαθμό τις κτηριακές του υποδομές.
Γράφω «σχεδόν», γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε τα νέα Τμήματα Δημοσιογραφίας και Πολιτικών Επιστημών, την Παιδαγωγική Σχολή, τα ΤΕΦΑΑ και, βεβαίως, τη Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνούμε την επέκτασή του στις Σέρρες και, για λίγα χρόνια, στην Κοζάνη και τη Φλώρινα, όπου το ΑΠΘ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Τα μεγάλα έργα στην Πανεπιστημιούπολη συνεχίστηκαν: Tα νέα κτήρια τoυ Πολυτεχνείου και της Παιδαγωγικής Σχολής, η νέα πτέρυγα της Φιλοσοφικής, το Γυμναστήριο και, βέβαια, τα κτήρια των ΤΕΦΑΑ και της Σχολής Καλών Τεχνών στη Θέρμη και άλλα κτήματα και προσκτήματα, άλλα πιο κοντά και άλλα πιο μακριά, όπου απλωθήκαμε για να στεγάσουμε Τμήματα, εργαστήρια και κλινικές, που ξεχειλίζουν από φοιτητές και από δραστηριότητες. Θα πρέπει, επίσης, ως νέο στοιχείο μεταβολής των υποδομών, να σημειωθεί η ψηφιακή εξέλιξη του Ιδρύματος, αφού τα τελευταία πενήντα χρόνια η επιστημονική πρόοδος, σε όλα πεδία, συναρτήθηκε με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα δίκτυα˙ ένας πραγματικός αγώνας δρόμου αντοχής εξοπλισμών και επανεξοπλισμών, που απαξιώνονται πιο γρήγορα από ό,τι αγοράζονται.
Όσον αφορά το εκπαιδευτικό έργο του Πανεπιστημίου μας, η σημαντική διαφοροποίηση κατά τη δεύτερη πεντηκονταετία δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, η περαιτέρω εντυπωσιακή κλιμάκωση των αριθμών των προπτυχιακών φοιτητών, που, άλλωστε, δεν ήταν επιλογή του Ιδρύματος. Είναι η επέκταση του κύκλου των μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών και, προσφάτως, των ξενόγλωσσων προγραμμάτων σπουδών. Η διεύρυνση του φοιτητικού πληθυσμού και των νέων ερευνητών συνοδεύτηκε και συνδέθηκε με έναν ευρύτερο κύκλο ερευνητικών προγραμμάτων σε κάθε επιστημονικό πεδίο, γεγονός που κατέστησε το ΑΠΘ –και συγκεκριμένα τον Ειδικό Λογαριασμό Καινοτομίας και Έρευνας-- τον σημαντικότερο εργοδότη νέων ερευνητών και ερευνητριών στη Βόρειο Ελλάδα. Ο όγκος των προγραμμάτων, περίπου 2.500 σήμερα, με κύκλο εργασιών που κατά το τελευταίο έτος έφτασε τα 90 εκατομμύρια ευρώ, αποτελεί βασικό παράγοντα της ευρωστίας του Ιδρύματος, η οποία του δίνει την άνεση να ενισχύει περαιτέρω την έρευνά του και σε άλλα πεδία, ιδιαίτερα την έρευνα των νέων καθηγητών.
Η ανοδική πορεία στην εκπαίδευση και την έρευνα σε όλα τα πεδία συνδέεται με την τομή του Ν.1268 του 1982. Ο νόμος αυτός, που δημιούργησε τα Τμήματα, βοήθησε στην εξειδίκευση και ταυτόχρονα έλυσε ποικίλα προβλήματα υδροκεφαλισμού που είχαν δημιουργηθεί μεταπολεμικά στις Σχολές. Όμως το σημαντικότερο ήταν –όλοι συμφωνούν σ’ αυτό—πως απελευθέρωσε δυνάμεις –το σώμα των βοηθών και των επιμελητών—που από τη δεκαετία του 1970 αποτέλεσαν την τρίτη γενιά των καθηγητών του Αριστοτελείου. Η γενιά αυτή αφενός στήριξε το διευρυμένο (ειδικά μετά την εισαγωγή των εξαμήνων) εκπαιδευτικό έργο, αφετέρου έφερε το Ίδρυμά μας σε σταθερή πορεία προσέγγισης με τα ευρωπαϊκά και τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Πατούσε, όλο και περισσότερο, σε διεθνείς σπουδές και εκμεταλλεύτηκε την ευημερία της Ελλάδας, από τη Μεταπολίτευση σχεδόν έως τη χρεοκοπία.
Η ίδια οικονομική άνθιση βοήθησε τη φοιτητική μέριμνα, η οποία, παρόλα τα –αναμενόμενα-- προβλήματα που υπάρχουν ακόμη στα ζητήματα της στέγασης και της σίτισης, έχει επεκτείνει τις δραστηριότητες στην καλύτερη υποστήριξη φοιτητών και φοιτητριών ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων και των ΑΜΕΑ, στο mentoring, στη διαχείριση των σπουδών, στη χορήγηση ανταποδοτικών υποτροφιών και βραβείων, στην επιδότηση σεμιναρίων και θερινών σχολείων.
Είναι αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι η τέταρτη γενιά των καθηγητών του ΑΠΘ, που άρχισε να αναλαμβάνει καθήκοντα με την είσοδο στον 21ο αιώνα βρέθηκε σε δυσκολότερη θέση. Η πρόκληση, κατά την αλλαγή του αιώνα, φαινόταν να είναι οι «επαναστατικές ρήξεις», όπως τις αποκάλεσε ο Πρύτανης των 75 χρόνων Μιχάλης Παπαδόπουλος, στις μεθόδους και τις δομές της έρευνας, της γνώσης και της εκπαίδευσης στον ενιαίο χώρο της ευρωπαϊκής ανώτατης εκπαίδευσης. Κληθήκαμε, όμως, ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουμε τις τρομακτικές ανάγκες σε βιβλία, συνδρομές, υπολογιστές, υλικά και επιστημονική εξωστρέφεια, τον τεράστιο αριθμό των φοιτητών, το κόστος συντήρησης της Πανεπιστημιούπολης και τις πιεστικές ανάγκες της φοιτητικής μέριμνας˙ και μάλιστα, από το 2010 και εξής, μέσα σε συνθήκες απόλυτης οικονομικής κρίσης, χωρίς τη δυνατότητα να αναπληρώνουμε καν τα κενά των συνταξιοδοτήσεων. Είναι περιττές οι λεπτομέρειες. Νομίζω πως η πρόκληση αυτή έκανε το ΑΠΘ πιο αποτελεσματικό και διαφανές στη διαχείριση των πόρων του, ενίσχυσε τη μηχανοργάνωσή του και έκανε συνολικά ευκολότερη την προσαρμογή του στους νέους κανόνες ακαδημαϊκής επιβίωσης: την αξιολόγηση, την πιστοποίηση, τις διεθνείς κατατάξεις, τις διεθνείς συμπράξεις. Αντιλαμβανόμενο τις εσωτερικές δυσκολίες, έγινε ευεπίφορο στην εξωστρέφεια.
Εκατό χρονών πλέον το Αριστοτέλειο. Δεν μπορώ να αναλογιστώ πώς θα ήταν η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία χωρίς αυτό. Η προσφυγική ενσωμάτωση, η μεσοπολεμική αστική ανάπτυξη, η κατοχική Αντίσταση, η μεταπολεμική ανασυγκρότηση, η πολιτισμική άνοιξη, το επίπεδο της δημόσιας υγείας (ειδικά στην πόλη μας), η συνολική μορφή της κοινωνίας και του τοπίου της Βόρειας Ελλάδας (και όχι μόνον), με τα καλά της και τα στραβά της, διαμορφώθηκε από τους φοιτητές και πολύ περισσότερο από τους πτυχιούχους του Αριστοτελείου. Ακόμη και το παρελθόν της Μακεδονίας αναμόρφωσαν πλήρως γενιές ιστορικών και αρχαιολόγων, με τα συγγράμματα και τα ευρήματά τους. Πολύ πάνω από τριακόσιες χιλιάδες πτυχιούχοι, υπολογίζω, έως σήμερα, θα ήταν ο πληθυσμός μιας μεγαλούπολης, αν ζούσαν όλοι. Είναι οι επαγγελματίες, οι επιστήμονες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, η κυρίαρχη μέση τάξη. Είμαστε πολλοί. Συν-διαμορφώσαμε την ιστορία της χώρας μας.
Και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, γιατί έχουμε τα μάτια στραμμένα στα επόμενα εκατό χρόνια. Δεν είναι εύκολο να μιλήσεις, να οραματιστείς, πολλώ δε μάλλον να σχεδιάσεις το μέλλον αυτό. Ο Πρύτανης των πενήντα χρόνων δεν ήταν καν βέβαιος αν στα εκατό χρόνια θα χρησιμοποιείται ακόμη ο ίδιος όρος, αν θα υπήρχε το αξίωμα του «πρύτανη». Πόσο λιγότερες είναι οι δικές μας βεβαιότητες για τα επόμενα πενήντα χρόνια, για το μακρινό 2075 ή για το 2125, καθώς αντιλαμβανόμαστε όλο και περισσότερο τις απίστευτες μεταβολές που μπορεί να επιφέρουν οι περιβαλλοντικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και κυρίως η τεχνητή ευφυία. Αν δεχτούμε ότι το ανθρώπινο είδος δεν θα μεταβληθεί, ότι ο πλανήτης μας θα αντέξει και ότι θα διαιρείται σε κυρίαρχα κράτη, ποια θα είναι η μορφή της επαγγελματικής εκπαίδευσης και των επαγγελμάτων, όσων θα επιβιώνουν και όσων θα δημιουργηθούν; Σκεφτείτε πως, όταν εφαρμοζόταν ο νόμος πλαίσιο, το 1985, η επιστημονική φαντασία προέβλεπε πως στο δυστοπικό 2029, η τεχνητή ευφυία θα έχει κατανικήσει τους ανθρώπους. Δεν θα ριψοκινδυνεύσω, λοιπόν, προβλέψεις.
Αυτό, όμως, δεν μου απαγορεύει να οραματίζομαι ως καθηγητής του Αριστοτελείου. Έχω πλήρη επίγνωση, όπως το έβλεπε και ο Δεληγιάννης το 1976, ότι μετά από άλλο μισό αιώνα οι δομές της Ανώτατης Εκπαίδευσης χρειάζονται και πάλι νομοθετική αναμόρφωση. Τα Τμήματα και οι Τομείς δεν έχουν την ευελιξία να κινηθούν σε ένα περιβάλλον όπου τα επαγγελματικά προσόντα μεταβάλλονται ταχύτατα και η εξειδίκευση δεν είναι πλέον πανάκεια. Και, το χειρότερο, έχουν υψώσει μεταξύ τους τείχη, μέσω των Προγραμμάτων Σπουδών, τείχη που αναιρούν την ουσία του πανεπιστημίου και υπονομεύουν το μεγάλο πλεονέκτημα του Ιδρύματός μας, να θεραπεύει τόσες πολλές επιστήμες. Αναιρούν, επίσης, τη δυνατότητα να αξιοποιηθεί ευρύτερα στις σπουδές το τεράστιο κεφάλαιο των ανθρωπιστικών επιστημών και μάλιστα της Φιλοσοφικής Σχολής, της πρώτης μας σχολής, η οποία αποτελούσε και αποτελεί καύχημα του Αριστοτελείου. Βλέπω, επίσης, πως το κατόρθωμα του 1976, να έχει το ΑΠΘ καθηγητές από τα σπλάχνα του και όχι από άλλα πανεπιστήμια, δεν είναι πια αναγκαστικά πλεονέκτημα. Το νέο επιστημονικό αίμα μας είναι απαραίτητο. Ούτε μου διαφεύγει την προσοχή –πώς θα μπορούσε άλλωστε—ότι το Ίδρυμα υποφέρει από γιγαντισμό, ότι το μέγεθός του, όπως και να μετρηθεί, πολλές φορές γίνεται μειονέκτημα. Και ένα από τα σημεία στα οποία η αδυναμία αυτή εκδηλώνεται είναι η ασφάλεια των χώρων του, πρόβλημα που όσοι έχουμε αναλάβει διοικητικά καθήκοντα τα τελευταία 25 χρόνια αισθανόμαστε αρκετές φορές –για να το πω κομψά-- πως μας ξεπερνά. Εξ ου και οι πολύ πρόσφατες κυβερνητικές παρεμβάσεις και αποφάσεις.
Ξέρω πολύ καλά, κι ας μην έχω διατελέσει Πρύτανης, πως τα περιθώρια αλλαγών και αποφάσεων περιορίζονται από τη νομοθεσία γενικώς, το δημόσιο λογιστικό ειδικότερα και τα στενά δημοσιονομικά περιθώρια και, φυσικά, τις εσωτερικές «αντιστάσεις». Δύσκολα ένα φιλόδοξο όραμα μπορεί να συγκροτηθεί μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο. Έχουμε, όμως, από την ίδρυσή μας, από την εισηγητική έκθεση του 1924 έως τον Στρατηγικό Σχεδιασμό του 2024, μια αποστολή που μας ανατέθηκε από την Πολιτεία: Την παροχή υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης, την παραγωγή διεθνούς επιπέδου καινοτόμου έρευνας, την προαγωγή του πολιτισμού και τη συνεισφορά στη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας, ειδικά της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας. Ανάλογο, λοιπόν, και σύμφωνο με την παράδοση του ΑΠΘ είναι και το διακηρυγμένο όραμά του: «Ένα δημόσιο πανεπιστήμιο, σύγχρονο, φοιτητοκεντρικό, με διεθνή εμβέλεια, πρωτοπόρος φορέας έρευνας, εκπαίδευσης και πολιτισμού και βασικός πυλώνας ανάπτυξης και καινοτομίας, με βασικές προτεραιότητες την αριστεία, την εξωστρέφεια, τη διεθνοποίηση, την αειφόρο ανάπτυξη και τη σύνδεση με την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή του τόπου». Θα μπορούσαμε να το πούμε απλούστερα με τις λέξεις των παλαιών πρυτάνεων: «Να διατηρήσουμε τη νεανικότητά του και στον δεύτερο αιώνα της λειτουργίας του».
Κατανοώ, όμως, ότι η επιτυχία των στόχων αυτών συναρτάται με τις δυνάμεις της πατρίδας μας γενικότερα. Όπως και στο παρελθόν, οι εθνικές και διεθνείς εξελίξεις δεν ήταν πάντοτε ευνοϊκές. Στις μέρες μας η αβεβαιότητα είναι βεβαιότητα, ενώ η σχέση ανθρώπων και τεχνολογίας βρίσκεται σε μια φάση επιταχυνόμενης μετάβασης προς άγνωστο προορισμό. Με συνεχώς μειούμενο το έρμα του ανθρωπισμού, άγνωστο είναι τι είδους ισορροπία θα έχουμε στο μέλλον. Το ΑΠΘ είναι ένας γίγαντας, που δεν ξέρω αν μπορεί να κάνει άλματα, σίγουρα, όμως, έχει βαριά πατημασιά και δεν πρέπει να χάσει τον βηματισμό του.
Γι’ αυτό, ως καθηγητής της Φιλοσοφικής, δίνω ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα εξίσου σημαντικό όραμα, μια μικρή «μεγάλη ιδέα», που πέφτει αποκλειστικά στις δικές μας πλάτες, των καθηγητών και των φοιτητών, διοικούντων και διοικουμένων. Ένα όραμα που ένα Ίδρυμα με μεγάλο απόθεμα στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, όπως το ΑΠΘ, μπορεί να κυνηγήσει με επιτυχία. Αφορά την εξασφάλιση των βασικών αρχών διοίκησης και λειτουργίας, όχι και τόσο αυτονόητων πλέον, αν κοιτάξουμε γύρω μας: τον σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου, την ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία, την τήρηση της ερευνητικής και επιστημονικής δεοντολογίας, τη διαφάνεια και την αμεροληψία κατά τη λήψη αποφάσεων, την αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και λογοδοσία ως προς τη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, την αξιοκρατία στην επιλογή και εξέλιξη του προσωπικού, την πρόληψη και αντιμετώπιση κάθε μορφής βίας και εκφοβισμού, την καταπολέμηση κάθε μορφής διακρίσεων, την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων. Μόνον ένα απαιτητικό και δεσμευτικό πλαίσιο ηθικών αρχών εγγυάται την ευημερία του Πανεπιστημίου μας, ό,τι και αν μας επιφυλάσσει το μέλλον. Το είπε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν έγινε επίτιμος διδάκτορας της Νομικής Σχολής μας το 1991, και το επανέλαβε στις 12 Ιουνίου και ο Κωνσταντίνος Τασούλας: «Για να καρποφορήσει η παιδεία, πρέπει να κυριαρχείται από ιδέες που θα μεταγγίζουν στην ψυχή τα ιδανικά και τις ηθικές εκείνες αρχές που θα φωτίσουν και θα δώσουν νόημα και σκοπό στη ζωή».
Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του κορυφαίου ακαδημαϊκού ιδρύματος της χώρας
Αμέσως μετά το πέρας της μεγάλης παρέλασης υπερηφάνειας, στήθηκε ένα μουσικό πάρτι με τη συμμετοχή δημοφιλών καλλιτεχνών
Οι μαρτυρίες στην ΕΛΑΣ και οι πρώτες πληροφορίες
Δύο άτομα επιτέθηκαν φραστικά σε φωτογράφο που συμμετείχε στη διοργάνωση, καταγράφοντας παράλληλα το συμβάν με τα κινητά τους τηλέφωνα