Αρχαία Αμφίπολη: Οι αλαλαγμοί των εργατών μόλις ανακαλύφθηκαν οι σφίγγες στον Καστά και οι αρχαιοκάπηλοι της περιοχής (βίντεο)

Ο παλαιότερος εν ζωή αρχαιοφύλακας και αρχιφύλακας του χώρου, Αλέξανδρος Κοχλιαρίδης, θυμάται...

Είναι η ζωντανή ιστορία των ανασκαφών της αρχαίας Αμφίπολης, μια κινητή εγκυκλοπαίδεια της περιοχής, ο πιο παλιός εν ζωή μάρτυρας της ανακάλυψης των πρώτων ευρημάτων στον τύμβο Καστά. Μέσα από την πολύχρονη και πολύτιμη εμπειρία του λέει: «Ο Καστάς είναι κάτι ελάχιστο σε σχέση με όλα όσα έφερε στο φως εδώ η αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά και όλα όσα μπορεί να φέρει στο μέλλον»…

Ο 84χρονος σήμερα Αλέξανδρος Κοχλιαρίδης υπήρξε αρχαιοφύλακας του δημοφιλούς αρχαιολογικού χώρου επί 41 χρόνια, συνεργάστηκε με τέσσερις προϊσταμένους της Εφορίας Αρχαιοτήτων Σερρών (Δημήτρη Λαζαρίδη, Χάιδω Κουκούλη, Ζήση Μπόνια και Ελένη Τρακοσοπούλου), ενώ για πάνω από τρεις δεκαετίες, μετά το 1970, διετέλεσε και αρχιφύλακας.

Η αγάπη του για τον τόπο του, αλλά και τους θησαυρούς του, είναι τόσο μεγάλη, ώστε ακόμη και σήμερα, ενώ συνταξιοδοτήθηκε από το 2004 και, αν και πέρασε πρόσφατα μια περιπέτεια υγείας, επισκέπτεται τον χώρο των ανασκαφών, συζητά με τους αρχαιολόγους, όλοι του ζητούν να τους διηγηθεί τις ανεξάντλητες ιστορίες του.  

Γέννημα θρέμμα της Αμφίπολης, ήρθε στον κόσμο το 1943 από ποντιακή οικογένεια, αφού, ως γνωστόν, το χωριό είναι προσφυγικό. «Εδώ ήταν άγρια η κατάσταση. Τώρα έχει διαμορφωθεί ο χώρος, βρέθηκαν οι παλαιοχριστιανικές βασιλικές, τα αρχαία τείχη και έχει αλλάξει ο τόπος», θυμάται μιλώντας στο emakedonia.gr για τον διαμορφωμένο χώρο μπροστά από το Μουσείο.

kochliaridis-1.jpeg

Ανακαλεί στη μνήμη του πώς σιγά – σιγά ήρθαν στο φως οι αρχαιότητες: «Η Αμφίπολη ήταν μια εγκαταλελειμμένη πόλη, γκρεμισμένη. Οι γονείς μας όταν ήθελαν να ανοίξουν ένα κομμάτι για να το καλλιεργήσουν έπρεπε να κόψουν κλαδιά, δέντρα. Έσκαβαν τον χώρο και έβρισκαν σπασμένα αρχιτεκτονικά μέλη από την αρχαιότητα. Ο κόσμος όμως δεν ήξερε από αυτά. Έτσι, τα συγκεντρώναμε όλα – επιγραφές, αγάλματα, κεφάλια κ.α. - στο καινούριο χωριό που ιδρύθηκε το 1925, όπου ο εποικισμός κατασκεύασε ένα ξύλινο σχολείο και μια εκκλησία. Έβρισκαν νομίσματα και τα πουλούσαν σε μικροαγοραστές για μπακίρια. Ήταν όλοι εντελώς ανίδεοι».

Όλα αυτά μέχρι το 1952 όταν μια ομάδα από τις Σέρρες έφτασε στην πόλη με άδεια ανασκαφής χρυσών νομισμάτων. Υπήρχε τότε ένα μύθος ότι οι Τούρκοι φεύγοντας από την περιοχή δεν μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους όλο τον χρυσό και τα χρήματα που είχαν, γι αυτό και έκρυψαν έναν θησαυρό ίσα με ένα βαγόνι κάπου στην περιοχή. Έτσι παραχωρήθηκε από τις αρχές η δυνατότητα να σκαφθεί ο λόφος 133, ανατολικά του χωριού, εκεί δηλαδή που είναι σήμερα ο τύμβος. «Ήρθαν εδώ και αναζήτησαν εργάτες για να κάνουν ένα συνεργείο. Δούλεψαν ο πατέρας μου, ο θείος μου αλλά και άλλοι γνωστοί. Παρών μαζί τους ήταν όμως και ο επιμελητής αρχαιοτήτων. Τότε αρχαιολόγος εδώ ήταν ο Δημήτρης Λαζαρίδης, όμως έλειπε στη Γαλλία για σπουδές. Εμείς ήμασταν παιδιά και μόλις τελειώναμε το σχολείο πηγαίναμε και χαζεύαμε τι γινόταν. Οι εργάτες έσκαβαν και μια μπουλντόζα έσπρωχνε τα χώματα. Αυτό όμως κράτησε μόνο 2-3 μέρες γιατί καταστράφηκε το ταφικό σήμα και έτσι τώρα έχουμε μόνο ένα κομμάτι του», τονίζει ο αρχιφύλακας.

Όταν οι εργάτες κατέβηκαν παρακάτω, έπεσαν πάνω στις δύο ταφές, εκ των οποίων η μια παιδική. «Δεν ήθελαν να σκάψουν επειδή είχε ένα παιδί μέσα. Και μόνο που το σκέφτονταν έκλαιγαν. Ήρθαν το βράδυ στο χωριό και αφηγούνταν την ιστορία. Οι γυναίκες έκλαιγαν επίσης. Τότε ο επιμελητής είπε στον διοικητή της Αστυνομίας ότι έπρεπε να σταματήσουν, γιατί επρόκειτο για αρχαιολογικά ευρήματα. Έτσι έληξε και η υπόθεση του θησαυρού των Τούρκων», επισημαίνει ο Αλέξανδρος Κοχλιαρίδης.

Το 1956 ο πατέρας του και ο θείος του είχαν βρει το ελληνιστικό νεκροταφείο και ενημέρωσαν τον αείμνηστο Δημήτρη Λαζαρίδη, που στο μεταξύ είχε γυρίσει από τις σπουδές του. Παιδί ακόμη εκείνος, μόλις εννέα ετών, πήγε μαζί τους στην Καβάλα. «Μέσα στον χειμώνα άρχισαν να γίνονται ζημιές. Οι χωρικοί ή και από τα γύρω χωριά είχαν αντιληφθεί ότι αυτά όλα είχαν αξία και κόστιζαν πολλά και είχαν αρχίσει προσπάθειες αρχαιοκαπηλίας και τυμβωρυχίας. Τότε πήγαμε στην εφορεία, που στεγαζόταν σε ένα μικρό δωμάτιο. Ο πατέρας μου τον παρακάλεσε να αρχίσει τις εργασίες, να προστατευθεί ο χώρος. Άφησε τότε την ανασκαφή στα Άβδηρα και συνέχισε στην Αμφίπολη. Μάλιστα, γράφει στα απομνημονεύματά του: αυτοί οι δύο Αμφιπολίτες με έπεισαν να ξεκινήσω το έργο εκεί».

Θυμάται πόσο οι εργάτες στη διάρκεια του διαλλείματος για μεσημεριανό φαγητό προσπαθούσα να πείσουν τον αείμνηστο αρχαιολόγο να συνεχίσει την ανασκαφή στον τύμβο, αφού ήταν επικεντρωμένος σε άλλα σημεία. Κατάφεραν να τον πείσουν να κάνει την πρώτη ανασκαφή το 1964, όταν εκείνος ήταν φαντάρος. «Τότε βρέθηκε ο περίβολος με τα μάρμαρα. Τον έσκαψε 1 μέτρο και βρήκε τον αναθηματικό τοίχο που ήταν περίπου 80-85 μέτρα. Ο τύμβος είχε όμως ύψος 20-23 μέτρα. Έτσι, τη μια μέρα έσκαβαν και την άλλη μέρα το σκάμμα ήταν γεμάτο άμμο. Έπρεπε να τη βγάλουν και να δοκιμάσουν ξανά. Τότε αναγκάστηκε να σταματήσει για να πάρει τα μέτρα του, γιατί φοβόταν κατολίσθηση».

<b>ΑΠΟΨΗ ΤΥΜΒΟΥ ΚΑΣΤΑ (ΦΩΤ. ΥΠΠΟ)</b>
ΑΠΟΨΗ ΤΥΜΒΟΥ ΚΑΣΤΑ (ΦΩΤ. ΥΠΠΟ)

Τον ρωτάω αν, όντως, ο Λαζαρίδης πίστευε ότι στον τάφο ήταν θαμμένη η Ρωξάνη. «Εγώ, οι παλιοί εργάτες και η Τρακοσοπούλου τον πείσαμε να ξαναρχίσει την ανασκαφή στον τύμβο. Δεν είχε τα λεφτά και δεν ήθελε. Η μόνη βοήθειά του ήταν κάποια χρήματα από την αρχαιολογική εταιρεία. Επιμέναμε λοιπόν να ξαναρχίσει την ανασκαφή στον τύμβο. Δεν ξέρω πώς κυκλοφόρησε ότι εκεί ήταν θαμμένη η Ρωξάνη. Εκείνος έλεγε ότι αυτός ο τάφος θα είναι εξαιρετικά διαφορετικός από τους άλλους. Έλεγε ότι ο Κάσσανδρος, όταν ακούστηκε ότι δολοφόνησε τη Ρωξάνη και τον γιο του Αλέξανδρου, επειδή αγαπούσαν πολύ την Αμφίπολη, φοβήθηκε μην τον σκοτώσουν και τους έθαψε με τιμές σε μαρμάρινο τάφο. Εμείς ακούγαμε… Αυτά όμως ήταν απλώς υποθέσεις, δεν είπε ποτέ ότι ήταν σίγουρος πως αυτός ήταν ο τάφος της Ρωξάνης».    

Μας μεταφέρει ακόμη ότι όταν, πολύ αργότερα, βρέθηκαν οι Σφίγγες οι εργάτες τρελάθηκαν από τη χαρά τους: «Φώναζαν, αλάλαζαν. Έλεγαν όλοι: ‘μα σαν τρελοί έκαναν’. Εγώ τους δικαιολογώ. Με το που τις είδαν οι άνθρωποι ενθουσιάστηκαν. Μόνο τρέλα δεν ήταν αυτό. Όταν ανοίγεις έναν τάφο, αρχίζεις να τον καθαρίζεις και εντοπίζεις ένα εύρημα, κανείς δεν μπορεί να περιγράψει πώς νιώθεις εκείνη τη στιγμή. Σαν σαστισμένος είσαι μέχρι να συνέλθεις λίγο».

Ο αρχαιοφύλακας ήταν ενοχλημένος την εποχή που κυκλοφορούσαν οι φήμες ότι εκεί είναι θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος. «Ο τάφος δεν έχει μέσα στοιχεία που να υποδεικνύουν κάτι τέτοιο. Όταν κάποιοι μιλούσαν αόριστα για οικουμενικό τάφο, άφηναν υπονοούμενα διότι οικουμενικός χαρακτηρίζεται μόνο ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γενικώς, έγιναν λάθη, μπήκαν μηχανήματα, χάθηκε υλικό. Έτσι, δεν έχουν να παρουσιάσουν τίποτα, καταστράφηκαν όλα τα στοιχεία που είχαν. Ο Λαζαρίδης είχε αφήσει 10 μάρτυρες (διάδρομοι του αρχαιολόγου όταν κάνει την ανασκαφή). Τώρα δεν υπάρχουν πια. Εξάλλου είναι και ένας τάφος συλημένος», λέει ο άλλοτε αρχιφύλακας.

Το 1972 αποκαλύφθηκαν τα τείχη. «Ήμασταν τυχεροί γιατί στην πρώτη ανασκαφή βρήκαμε τα βόρεια τείχη και το τεχνικό έργο των ομβρίων υδάτων που κατέβαιναν από το τείχος. Κάναμε και δοκιμαστικές τομές σε όλο το πλάτεμα που έφτανε τα 160-170μ. Ένας τοπογράφος μηχανικός εντόπισε τα σημεία. Τότε ο Λαζαρίδης είπε ότι βρήκαμε αυτά που έγραφε ο Θουκυδίδης πριν 2400 χρόνια για τον πόλεμο των Σπαρτιατών με τους Αθηναίους. Εμείς εδώ δεν γνωρίζαμε τίποτε από ιστορία. Ακούγαμε θαμπωμένοι και εντυπωσιασμένοι όλα αυτά που μας ήταν άγνωστα».

Μιλάει επίσης για το ήθος του Λαζαρίδη, την εργατικότητά του. «Μια χρονιά δουλεύαμε στον τύμβο μέχρι τις 22 Δεκεμβρίου γιατί βρήκαμε μια συστάδα τάφων και ήμασταν υποχρεωμένοι να την καθαρίσουμε», λέει. «Από αυτά που έχω διαβάσει και με τους αρχαιολόγους που έχω μιλήσει πολλοί δεν ασχολήθηκαν με την ελληνιστική εποχή, αλλά επικεντρώθηκαν στα προϊστορικά και κλασικά χρόνια. Όταν ο Λαζαρίδης έσκαψε το ελληνιστικό νεκροταφείο και παρουσίασε αυτά τα ευρήματα στην Αθήνα στον τότε υπουργό του ζήτησε να βοηθήσει να σώσουν την περιοχή, να πάρουν έστω έναν φύλακα. Έτσι άρχισε να διαμορφώνεται όλο αυτό», συμπληρώνει.

Βουρκώνει όταν αναφέρεται στον θάνατο του σημαντικού αρχαιολόγου, στην κηδεία του, στην αγάπη που του είχε ο κόσμος της περιοχής, ο οποίος έκλαιγε όταν εκείνος έφυγε στα 68 του χρόνια. «Του άρεσε πολύ το Ροδολίβος λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής του. Έτσι, πηγαίναμε συχνά εκεί, οι γυναίκες τον φώναζαν στα σπίτια τους για καφέ, τον κερνούσαν γλυκό, λουκούμια. Ήταν πολύ κρίμα που χάθηκε τόσο νέος», καταλήγει ο Αλέξανδρος Κοχλιαρίδης κουνώντας το κεφάλι με λύπη.

Loader