Αναμφισβήτητα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιόδους στην ιστορία του διανύει το βιβλίο το οποίο κάνει τη δική του μετάβαση στην ψηφιακή εποχή και επανασυστήνεται με νέους όρους. Τα ebooks και τα audiobooks είναι δύο νέες μορφές βιβλίων με τα θετικά και τα αρνητικά τους εκατέρωθεν, που όμως προς το παρόν αφορούν σε ένα μικρό κομμάτι της αγοράς, με το ευρύ αναγνωστικό κοινό να δείχνει σαφή προτίμηση στο έντυπο. Συνεπώς δεν τίθεται κανένα ζήτημα αντικατάστασης των παραδοσιακών βιβλίων. Η αλλαγή που έφερε η ψηφιακή εποχή στα βιβλία είναι πολύ μεγαλύτερη, πιο βαθιά και πιο έμμεση από την αλλαγή της μορφής του. Το έντυπο βιβλίο δεν άλλαξε, άλλαξε όμως ολόκληρος ο κόσμος γύρω του.
Instapoets: Για πρώτη φορά ένας ποιητής μπορεί να γίνει εκατομμυριούχος
Ο Δρ. Γκέρχαρντ Λάουερ, διακεκριμένος επιστήμονας για την έρευνα δεδομένων στην ιστορία του βιβλίου και στην πειραματική προώθηση της ανάγνωσης, καθηγητής Βιβλίου Gutenberg στο Πανεπιστήμιο του Mainz εξηγεί στην «ΜτΚ» πως τα social media, η διαφήμιση και οι ψηφιακές εκτυπώσεις φέρνουν ριζικές τομές στον κόσμο των βιβλίων.
«Η μεγάλη αλλαγή που φέρνουν είναι ότι άνθρωποι χωρίς εξουσιοδότηση μπαίνουν στην αγορά των βιβλίων. Οι αυτοεκδόσεις παλαιότερα ήταν κάτι σπάνιο τώρα αυξάνονται διαρκώς. Σε μερικές αγορές μάλιστα κυριαρχούν» εξηγεί ο κ. Λάουερ.
Ο καθηγητής αναφέρεται περιπτώσεις συγγραφέων, όπως η Άννα Τοντ, που έγιναν διάσημοι εξ’ολοκλήρου μέσω εφαρμογών όπως το Wattpad και τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί ήδη σε δεκάδες πολλές γλώσσες. Άλλη περίπτωση είναι η ποιήτρια Ρούπι Καούρ που από μια εντελώς άγνωστη έφηβη τώρα θεωρείται από τις πιο επιτυχημένες ποιήτριες παγκοσμίως. Η Καούρ ξεκίνησε να δημοσιεύει στίχους της στο Instagram και αυτή τη στιγμή είναι εκατομμυριούχος. «Κανένας δεν γινόταν εκατομμυριούχος λόγω της ποίησης στο παρελθόν. Αυτό είναι εφικτό μόνο σε ψηφιακό περιβάλλον. Η Καούρ είδε την ευκαιρία του ότι κανείς δεν ελέγχει την πλατφόρμα, το αντιλήφθηκε αυτό πριν από τους άλλους και έγινε η βασίλισσα της ποίησης του Instagram. Αυτές οι δυνατότητες αλλάζουν εντελώς το ‘παιχνίδι’ για ολόκληρη την αγορά. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η βρετανίδα συγγραφέας Άρκ Χέιντις η οποία έγραψε ένα πολύ μεγάλο ποίημα, το Arcade, το οποίο πουλήθηκε ως NFT σε δημοπρασία για μισό εκατομμύριο. «Αυτό είναι το πιο ακριβοπληρωμένο ποίημα που έχει υπάρξει από την αρχή της ποίησης. Η κοπέλα δεν ήταν τίποτα και το ποίημα της πουλήθηκε τόσο. Και φυσικά εκδίδει έντυπα βιβλία» σημειώνει ο κ. Λάουερ.
«Τα ψηφιακά μέσα δίνουν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να αποκτήσουν μια βάση θαυμαστών που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει. Φυσικά, μόνο ένας μικρός αριθμός ανθρώπων καταφέρνει να βγάλει πολλά χρήματα. Αυτό όμως αλλάζει πλέον εντελώς την δυναμική μεταξύ εκδοτών, συγγραφέων και αναγνωστών. Άνθρωποι εκτός του παραδοσιακού χώρου του βιβλίου πλέον επηρεάζουν σημαντικά τη δημόσια αγορά. Παλαιότερα οι αναγνώστες προτιμούσαν ό,τι υπήρχε στα βιβλιοπωλεία, τώρα ό,τι βλέπουν στο Instagram. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν ένα βιβλίο είναι έντυπο ή ψηφιακό αλλά αν είναι ορατό. Οι θαυμαστές έχουν γίνει πιο ισχυροί από ποτέ, χάρη στα ψηφιακά μέσα και καθορίζουν τις εξελίξεις στην αγορά και όχι οι εκδότες ή τα βιβλιοπωλεία» σημειώνει.
Ποίηση μεσαίου ή χαμηλού περιεχομένου
Ο κ. Λάουερ πιστεύει ότι η ποίηση και τα ρομαντικά μυθιστορήματα του Instagram στην πλειοψηφία τους δεν είναι πράγματι ποιοτικά. «Στην παραδοσιακή αγορά οι εκδοτικοί οίκοι φιλτράρουν τα έργα. Τώρα μπορείς απλά να τους παρακάμψεις μέσω των social media. Αυτό δεν έχει συμβεί ξανά στην αγορά».
Ο ίδιος έχει ανάμεικτα συναισθήματα για αυτή την εξέλιξη. «Θεωρώ θετικό το γεγονός ότι πλέον έχεις τη δυνατότητα να προβληθείς και κανείς δεν μπορεί εύκολα να πει να σε θέσει εκτός αγοράς επειδή δεν του αρέσει η δουλειά σου. Το αρνητικό είναι ότι πλέον δεν υπάρχει αξιολόγηση. Σε μια κοινωνία που πλέον υπάρχουν τόσα πολλά έργα η ύπαρξη φίλτρου είναι απαραίτητη. Σήμερα, σχεδόν οποιοσδήποτε μπορεί να ξεκινήσει κάτι και συχνά, η επιτυχία εξαρτάται από το κατά πόσο κάποιος είναι αρκετά έξυπνος για να χρησιμοποιήσει τα κατάλληλα εργαλεία. Είναι έξυπνοι αλλά όχι και καλλιτέχνες απαραίτητα.
Μιλάμε κυρίως για μεσαίου και συχνά χαμηλού επιπέδου περιεχόμενο, όχι υψηλής αισθητικής. Είναι μια λογοτεχνία που βοηθά τον κόσμο να κατανοήσει τον εαυτό του. Έχει να κάνει με ζητήματα ταυτότητας. Στα γερμανικά, τη λέμε ‘Lebenshilfe’ δηλαδή βοήθημα ζωής. Σου δίνει εργαλεία για να οργανώσεις τη ζωή σου, να καταλάβεις ποιος είσαι, τι έχει σημασία για σένα. Άρα η ποιότητα δεν είναι το κυρίαρχο επιχείρημα» εξηγεί.

Το lifestyle του βιβλίου
Για κάποιους ανθρώπους το lifestyle και η μόδα είναι άμεσα συνδεδεμένα με τα βιβλία. Όπως τονίζει ο κ. Λάουερ, οι λέσχες βιβλίου των διασήμων είναι πια τεράστιο φαινόμενο. Η Ρις Γουίδερσπουν, η Ρόσμουντ Πάικ, η Ντούα Λίπα και πολλοί άλλοι μεγάλοι σταρ μιλούν για βιβλία. Αυτό κάνει τα βιβλία πιο ορατά από ποτέ και όλο και περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν. «Τα βιβλία έχουν γίνει ξανά στιλιστικό στοιχείο, μέρος της ταυτότητας, μια θεατρική ‘παράσταση’ της προσωπικότητας στο δημόσιο βλέμμα» εξηγεί.
Σε ό,τι αφορά στο άμεσο μέλλον, ο κ. Λάουρ πιστεύει ότι αυτή η ανοδική πορεία για τα βιβλία θα συνεχιστεί, προς το παρόν τουλάχιστον. «Είναι μια μεταβατική περίοδος. Κάποια στιγμή αυτό θα σταματήσει και σίγουρα θα εμφανιστούν νέα στιλ και τάσεις».
Μια εκπληκτική εποχή για τα βιβλία
«Σε κάθε περίπτωση είναι μια εκπληκτική εποχή για τα βιβλία. Οι περισσότεροι εκδότες το έχουν καταλάβει και επενδύουν χρήματα - γιατί είναι ευκαιρία. Ξέρουν ότι αν προσελκύσεις κάποιον σε νεαρή ηλικία και αγαπήσει το διάβασμα, τότε θα διαβάζει για όλη του τη ζωή. Οι εκδότες επενδύουν ώστε να δημιουργούν πιο όμορφα, πιο ποιοτικά και πιο θελτικά βιβλία. Και ο κόσμος είναι διατεθειμένος να ξοδέψει περισσότερα για να τα αποκτήσει απ’ ό,τι στο παρελθόν».
Στο αν αλλάζει η εμπειρία ανάγνωσης ανάλογα με το μέσο ο κ. Λάουερ σημειώνει πως ελάχιστες είναι οι κατηγορίες βιβλίων που διαβάζονται μόνο ψηφιακά με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα άρθρα της επιστημονικής κοινότητας. «Κυρίως εξαρτάται από το αν είσαι εκπαιδευμένος σε αυτό. Όταν πρόκειται για λογοτεχνία, μπορούμε να πούμε πως δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Αν χαθείς μέσα στην ιστορία και έχεις βυθιστεί σε αυτή, δεν έχει σημασία αν τη διαβάζεις σε χαρτί ή σε οθόνη» καταλήγει ο κ. Λάουερ.
Τεχνητή Νοημοσύνη, η νέα κανονικότητα
Ο καθηγητής χαρακτηρίζει την Τεχνητή Νοημοσύνη ως εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει τους νέους συγγραφείς και χρήζει ακόμα μεγάλης συζήτησης. «Αυτά τα εργαλεία σου δίνουν ιδέες και έτσι μπορείς να κάνεις αλλαγές και να δοκιμάσεις τι λειτουργεί καλύτερα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι ήδη μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Αυτή είναι, πιστεύω, η νέα κανονικότητα».
Τέλος, ερωτώμενος για τα βιβλία που του έχουν αλλάξει τη ζωή ο κ. Λάουρ αναφέρει το Lord Jim του Τζόζεφ Κόνραντ ως ένα από τα αγαπημένα του βιβλία. «Το ενδιαφέρον είναι ότι τα βιβλία που θυμάμαι πολύ έντονα είναι αυτά που διάβασα όταν ήμουν μικρός. Όπως τα βιβλία του Karl May, ενός Γερμανού συγγραφέα περιπετειών. Μπορεί να μη θεωρείται ο καλύτερος συγγραφέας, αλλά για μένα ήταν η πρώτη φορά που διάβασα για έναν καλό φίλο που πεθαίνει. Μια νέα εμπειρία για έναν 12χρονο ή 14χρονο. Ίσως τελικά αυτά τα βιβλία να ήταν πιο σημαντικά για τη ζωή μου από ό,τι εκείνα που διάβασα ως ενήλικας. Συχνά υποτιμούμε τη λογοτεχνία για παιδιά - ενώ στην πραγματικότητα είναι μέρος της βιογραφίας μας» καταλήγει.
Το βιβλίο έχει θέση μέσα στην οθόνη
Για τα ψηφιακά βιβλία και την επιρροή τους μιλάει στην «ΜτΚ» ο Μιχάλης Καλαμαράς, ιδρυτής του eAnagnostis.gr και σύμβουλος εκδόσεων στην εταιρεία «Thinking» o οποίος τονίζει πως βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο η οποία μάλιστα αναμένεται να είναι μακρά. «Δεν πρέπει να μιλάμε για αντικατάσταση του φυσικού βιβλίου από το ψηφιακό αλλά για συνύπραξη. Η κατάσταση είναι δυναμική και δεν μπορούμε να ξέρουμε πού θα καταλήξει» λέει χαρακτηριστικά. Ο ίδιος κάνει λόγο για αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα στις νέες μορφές των βιβλίων όπως το γεγονός ότι είναι πιο προσβάσιμα και πιο άμεσα. Δεν πιστεύει όμως ότι το φυσικό βιβλίο έχει να φοβηθεί το ψηφιακό, το οποίο είναι ακόμα ελάχιστα διαδεδομένο.
Σε ό,τι αφορά στην ανθρωπογεωγραφία των αναγνωστών αυτή έχει σαφώς επηρεαστεί. «Σίγουρα τα ψηφιακά βιβλία είναι πιο προσφιλή σε νεότερες ηλικίες. Τα ebooks και περισσότερο τα audiobooks είναι πιο διαδεδομένα σε συγκεκριμένες κατηγορίες βιβλίων, όπου η ανάγνωση γίνεται λίγο πιο γρήγορα. Όπως για παράδειγμα ένα ρομαντικό μυθιστόρημα, ένα βιβλίο φαντασίας ή προσωπικής ανάπτυξης. Θα ήθελα να πω ότι έχουμε διεύρυνση του ανάγνωστικου του κοινού, αλλά δεν μπορούμε να το πούμε ακόμα σε αυτή τη φάση, κυρίως γιατί ακόμα τα περιθώρια ανάπτυξης τους στην Ελλάδα είναι μεγάλα ενώ τα στατιστικά στοιχεία δεν είναι ακριβή».
Για τον ίδιο είναι πολύ σημαντικό σήμερα που οι οθόνες αποτελούν ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μας να τονιστεί ότι το βιβλίο έχει θέση μέσα στην οθόνη.
«Δεν είμαι της άποψης ότι θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε έντυπο, αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσει κανείς ότι το κινητό του σίγουρα έχει εργασία και διασκέδαση άλλου τύπου, ενώ είναι και ένα κατάλληλο μέσο, επάρκες σήμερα και από πλευράς οθόνης και τεχνολογίας, για να διαβάσουμε ή να ακούσουμε βιβλία. Δεν πιστεύω λοιπόν ότι υπάρχει κάποιο δίλημμα. Πλέον μπορεί κανείς να βρει εύκολα ένα βιβλίο που δεν έχει άμεσα πρόσβαση ή είναι από το εξωτερικό. Μπορεί να το αγοράσει online ανά πάσα στιγμή. Αυτό έχει μια αμεσότητα που δεν υπάρχει στο έντυπο βιβλίο. Μπορεί επίσης να κάνει αναζήτηση ή πολύ πιο εύκολα να κρατήσει σημειώσεις για να τις αξιοποιήσει στην δουλειά του ή για την προσωπική του ενασχόληση. Αυτά είναι ξεκάθαρα πλεονεκτήματα του ebook όπως βέβαια και τα ενσωματωμένα λεξικά που υπάρχουν πλέον σε όλες τις συσκευές που έχουμε στα χέρια μας. Προσωπικά έχω αντιμετωπίσει το πρόβλημα της μεγάλης βιβλιοθήκης και δεν θέλω να έχω όλα τα βιβλία και σε φυσική μορφή. Συνεπώς και τα τρία αυτά μέρη (έντυπο, ebook, audiobook) αποτελούν κομμάτι μιας αναγνωστικής δίαιτας. Αντίστοιχα νομίζω ότι για τους επαγγελματίες του βιβλίου και τους εκδότες, επίσης δεν υπάρχει ζήτημα επιλογής. Πρέπει να προσφέρουν και στις τρεις μορφές του βιβλίου ώστε ο αναγνώστης να έρθει σε επαφή με αυτόν τον τρόπο που προτιμά».
Για τον κ. Καλαμαρά, το πρόβλημα δεν είναι η τεχνολογία αλλά η χρήση της και ο τρόπος αξιοποίησής της από τους τεχνολογικούς κολοσσούς στους οποίους ανήκουν και οι οποίοι προσπαθούν να αποφύγουν το ρυθμιστικό πλαίσιο. Αντίστοιχο είναι το πρόβλημα και με την Τεχνητή Νοημοσύνη την οποία ο κ. Καλαμαράς χαρακτηρίζει ως «εργαλείο» που μεν μπορεί να βοηθήσει σε όλες τις βαθμίδες παραγωγής αλλά και ανάγνωσης του βιβλίου, με μεγάλο κίνδυνο όμως, αυτή τη στιγμή τουλάχιστον, για τα πνευματικά δικαιώματα, ένα πρόβλημα που πρέπει άμεσα να ρυθμιστεί.
*Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 11/5/2025