Θεσσαλονίκη: Το βάρος ενός σώματος μπροστά σε μια μπουλντόζα

Μια παράσταση για την Παλαιστίνη που μετατρέπει την Ιστορία από νούμερα σε ανθρώπους

Υπάρχουν ιστορίες που δεν τις συναντάς, σε συναντούν. Σε σταματούν στο διάβα σου σαν εκείνα τα αποδημητικά πουλιά που φτερουγίζουν από πάνω σου μόλις για μια στιγμή, μα αφήνουν πίσω τους έναν απόηχο που σε ακολουθεί για πολύ καιρό. Μια τέτοια ιστορία είναι αυτή της Ρέιτσελ Κόρι - μια νεαρή γυναίκα που ταξίδεψε από την άλλη άκρη του κόσμου για να σταθεί μπροστά σε μια μπουλντόζα, όχι από απερισκεψία, αλλά από μια ακατανίκητη πίστη ότι ο άνθρωπος οφείλει να υπερασπίζεται τον άνθρωπο.

Πάνω σε αυτό το ίχνος ενός κοριτσιού που έγραψε με το σώμα του μια τελευταία πρόταση αντίστασης, ο σκηνοθέτης Παναγιώτης Γκιζώτης και η ηθοποιός Αγγελίνα Τερσενίδου υφαίνουν έναν μονόλογο που δεν αποδέχεται τον όρο «μονόλογος». Γιατί τίποτα δεν μένει μόνο του σε αυτή την παράσταση: ούτε η μνήμη, ούτε η Ιστορία, ούτε η ερώτηση που γυρίζει διαρκώς σαν ανεμοστρόβιλος πάνω από τα κεφάλια μας: Σε ποιον κόσμο θέλουμε να ζούμε;

Από τις 24 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Τ, η σκηνή γεμίζει με τα χρώματα, τις ρωγμές και τις αντιφάσεις μιας πραγματικότητας που εξακολουθεί να μας αφορά. Γιατί, όπως δείχνει και το έργο, η απόσταση ανάμεσα στις ειδήσεις και την αλήθεια δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλη όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε.

Ο μονόλογος «Πάντοτε ζήλευα τα αποδημητικά πουλιά» φέρνει επί σκηνής μια ιστορία που αντλεί υλικό από τα ημερολόγια και τις επιστολές της Ρέιτσελ Κόρι, της γνωστής νεαρής Αμερικανίδας ακτιβίστριας που το 2003 πήγε στη Γάζα για να προστατεύσει με το ίδιο της το σώμα παλαιστινιακές οικογένειες. Η σκηνοθεσία του Παναγιώτη Γκιζώτη και η ερμηνεία της Αγγελίνας Τερσενίδου επιχειρούν να φέρουν τον θεατή πιο κοντά σε μια πραγματικότητα που, όσο κι αν εμφανίζεται στις ειδήσεις, συχνά παραμένει δυσπρόσιτη ως ανθρώπινη εμπειρία.

Ο Γκιζώτης εξηγεί στο emakedonia.gr ότι η επιλογή του έργου δεν ήταν ούτε τυχαία ούτε προϊόν μιας γρήγορης αντίδρασης στην πρόσφατη επικαιρότητα. "Από πάντα αυτή η θεματική μας κινητοποιούσε, λέει. "Η έντονη κατάσταση μετά τον Οκτώβρη απλώς έβαλε τον σπόρο λίγο βαθύτερα. Δεν ήταν μια άμεση ανταπόκριση αλλά μια ανάγκη που προϋπήρχε.  

Η αφετηρία για την παράσταση βρέθηκε και στο προσωπικό παρελθόν της πρωταγωνίστριας, καθώς η Αγγελίνα Τερσενίδου είχε αφιερώσει τη διπλωματική της στη Ρέιτσελ Κόρι, και αυτό αποτέλεσε το πρώτο υλικό πάνω στο οποίο χτίστηκε το θεατρικό εγχείρημα.

Παρότι η επικαιρότητα γύρω από την Παλαιστίνη παραμένει καταιγιστική, οι δημιουργοί επέλεξαν συνειδητά να τοποθετήσουν την αφήγησή τους στο 2003, στην περίοδο της δεύτερης Ιντιφάντα. «Δεν θέλαμε να μιλήσουμε για το τώρα», τονίζει ο σκηνοθέτης. «Τα πράγματα είναι πολύ συγκεχυμένα σήμερα. Κανείς δεν ξέρει πραγματικά την αλήθεια και το αφήγημα είναι πάντα μετέωρο. Η προπαγάνδα —από όλες τις πλευρές— διαμορφώνει διαφορετικές πραγματικότητες. Κάθε χώρα, κάθε δίκτυο ενημέρωσης, κάθε αλγόριθμος χτίζει έναν άλλον κόσμο». Μέσα σε αυτό το θολό τοπίο το 2003 λειτουργεί ως ένα σταθερό σημείο αναφοράς, μια εποχή όπου τα γεγονότα μπορούν να ιδωθούν χωρίς την πίεση της άμεσης επικαιρότητας.

pantote-zileya-ta-apodimitika-poulia-2.jpg

Γι’ αυτό και η παράσταση επιλέγει να παρουσιάσει όχι αναλύσεις, αλλά ανθρώπους. «Θέλαμε να φέρουμε στο προσκήνιο προσωπικές ιστορίες. Ιστορίες που δεν τίθεται θέμα να είναι “μήπως έτσι, μήπως αλλιώς”. Αυτή είναι η ζωή τους, δυστυχώς. Αυτά τους συνέβησαν». Το ζητούμενο για τον Γκιζώτη δεν είναι η καταγγελία, αλλά η αποκατάσταση ενός ανθρώπινου βλέμματος πάνω σε μια πραγματικότητα που συχνά μετατρέπεται σε αριθμούς και στατιστικές.

Ιδιαίτερη σημασία για τον σκηνοθέτη είχε η αποφυγή οποιασδήποτε μορφής διδακτισμού. «Δεν ήθελα μια παράσταση που να λέει ‘αυτή είναι η απόλυτη αλήθεια, εμείς την ξέρουμε, πάρτε την’. Ήθελα εμπλοκή, όχι απάθεια, αλλά χωρίς να προμοτάρουμε ένα δικό μας αφήγημα». Παράλληλα, ο ίδιος αναγνωρίζει τις διαφορετικές πλευρές του πόνου: «Έχω φίλους Ισραηλινούς που έχουν χάσει ανθρώπους. Η απώλεια είναι τρομερή σε κάθε πλευρά. Εμείς όμως επιλέγουμε να μιλήσουμε για συγκεκριμένες ιστορίες, κυρίως από την πλευρά των ανθρώπων της Παλαιστίνης».

Παρότι η μορφή του έργου είναι μονολογική, ο Γκιζώτης προσεγγίζει τη σκηνική πράξη ως διάλογο. «Μονόλογος πρακτικά δεν υπάρχει», σημειώνει. «Αν θες έναν ζωντανό μονόλογο, πρέπει να τον αντιμετωπίζεις ως συνεχή συνομιλία. Κάθε φράση στρέφει την προσοχή αλλού, κάθε πράξη γεννά μια αντίδραση. Αλλιώς γίνεται διδακτικός, κάτι που θέλαμε εξαρχής να αποφύγουμε».

Η πρώτη παρουσίαση της παράστασης συνέπεσε με την ανακοίνωση κατάπαυσης του πυρός, μια συγκυρία που προκάλεσε αμηχανία ως προς το πώς το κοινό θα προσλάμβανε μια ιστορία που «ανήκε» στο 2003. «Κι όμως, αυτό ακριβώς επιβεβαίωσε την επιλογή μας», εξηγεί. «Το ότι τα γεγονότα του 2003 εξακολουθούν να μοιάζουν τρομακτικά οικεία, σε ακόμη σκληρότερες εκδοχές, δείχνει ότι υπάρχει μια διαρκής λειτουργία εκτοπισμού. Αυτό δεν μας απέτρεψε, αντίθετα μας ώθησε να συνεχίσουμε να αφηγούμαστε αυτές τις ιστορίες».

Με διάρκεια 80 λεπτών, η παράσταση δεν υπόσχεται απαντήσεις — μόνο μια ματιά που φέρνει την πραγματικότητα λίγο πιο κοντά. Και ίσως γι’ αυτό το ερώτημα που θέτει παραμένει ανατριχιαστικά επίκαιρο: Σε ποιον κόσμο θέλουμε να ζούμε;

Loader