Θεσσαλονίκη: Οι τρεις συν μία ενστάσεις σχετικά με το προτεινόμενο δημοψήφισμα για τη ΔΕΘ

Κάθε γνώμη συμβάλλει δημιουργικά στο δημόσιο διάλογο, ωστόσο, το ζήτημα εν προκειμένω, δεν είναι κυρίως νομικό· είναι πρωτίστως πολιτικό

Με τη χθεσινή δημοσιοποίηση του ενημερωτικού σημειώματος των τριών έγκριτων νομικών (Ιφιγένειας Καμτσίδου, Ακρίτα Καϊδατζή, Χαράλαμπου Κουρουνδή) επιχειρείται να ενισχυθεί το αίτημα περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το θέμα της ΔΕΘ, αποκτώντας πλέον και επιστημονική περιωπή. Οι τρεις εκτιμούν ότι το αίτημα πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις για την κήρυξη τοπικού δημοψηφίσματος καθώς, όπως αναφέρουν “η πρωτοβουλία των δημοτών είναι σε πλήρη σύμπνοια με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου”.

Κάθε γνώμη, ασφαλώς και αυτή τριών έγκριτων νομικών, συμβάλλει δημιουργικά στο δημόσιο διάλογο ο οποίος εξελίσσεται εδώ και πολλούς μήνες γύρω από το συγκεκριμένο θέμα. Νομίζω, ωστόσο, ότι το ζήτημα εν προκειμένω, δεν είναι κυρίως νομικό· είναι πρωτίστως πολιτικό. Αναφέρουν οι τρεις νομικοί ότι στόχος της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας είναι, μεταξύ άλλων και “η ευρύτερη νομιμοποίηση των αποφάσεων επί σημαντικών ζητημάτων”. Καμία αντίρρηση.

Φαντάζομαι πως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι το μέλλον της ΔΕΘ αφορά το σύνολο του πολεοδομικού συγκροτήματος Θεσσαλονίκης καθώς η Έκθεση αποτελεί σημαντικό ταυτοτικό στοιχείο της πόλης και όχι μόνο του κεντρικού δήμου, στα διοικητικά όρια του οποίου φιλοξενείται εδώ και 99 χρόνια. Συνεπώς, για το πού θα γίνει το νέο εκθεσιακό και συνεδριακό κέντρο θα πρέπει να ερωτηθεί το σύνολο των κατοίκων της Θεσσαλονίκης. Πόσω μάλλον, όταν βρίσκονται στο τραπέζι προτάσεις περί μετεγκατάστασης της ΔΕΘ σε άλλους δήμους (Σίνδο, Θέρμη). Έτσι μόνο θα διασφαλιστεί αυτό που ορθά επισημαίνουν οι τρεις έγκριτοι νομικοί όταν κάνουν λόγο για “ευρύτερη νομιμοποίηση των αποφάσεων”. Για ποιο λόγο, επομένως, περιορίζεται η δυνατότητα συμμετοχής στο δημοψήφισμα, μόνο στους δημότες του κεντρικού δήμου; Και πώς είναι δυνατόν να αποφασίσει ο δημότης του δήμου Θεσσαλονίκης για τη μετεγκατάσταση της Έκθεσης σε άλλο δήμο, χωρίς να ερωτηθούν οι κάτοικοι εκείνου του δήμου, για το εάν συμφωνούν ή όχι; Πόσο δημοκρατικό είναι εν τέλει να “αποφασίζουν για εμάς, χωρίς εμάς”;

Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα σε κάθε δημοψήφισμα είναι η διατύπωση του ερωτήματος. Πολύ σωστά υπογραμμίζουν οι τρεις νομικοί ότι “το προτεινόμενο ερώτημα πρέπει να είναι πλήρες, σύντομο, σαφές, μη μεροληπτικό και να απαντιέται με διαζευκτικό τρόπο (π.χ. «Ναι» ή «Όχι»)”. Διαπιστώνουν επίσης “ότι το συγκεκριμένο ερώτημα πληροί τις νόμιμες προδιαγραφές. Ωστόσο, αν το Δημοτικό Συμβούλιο κρίνει ότι το ερώτημα δεν πληροί τα κριτήρια, μπορεί να προτείνει αναδιατύπωση, χωρίς όμως να αλλάζει πολιτικά το νόημα και τον σκοπό του αρχικού αιτήματος”.

Το ερώτημα, όπως το έχει διατυπώσει η “Οργανωτική Επιτροπή Δημοψηφίσματος ΔΕΘ” είναι το ακόλουθο: “Συμφωνείτε το εκθεσιακό κέντρο της ΔΕΘ να μετατραπεί με αποκλειστικά δημόσια χρηματοδότηση σε Μητροπολιτικό Πάρκο υψηλού πρασίνου, πολιτισμού και άθλησης, χωρίς νέες κατασκευές, και ταυτόχρονα (α) να διατηρηθούν μόνο τα περίπτερα με θεσμικά αποδεδειγμένη ιστορική αξία και μνήμη, ώστε να αποκατασταθούν και να φιλοξενούν ήπιες εκθεσιακές και πολιτιστικές δραστηριότητες, και (β) οι μεγάλες εκθέσεις να μεταφερθούν σε νέες εγκαταστάσεις σε δημόσια έκταση στη Σίνδο;”.

Επί του ανωτέρω προτεινόμενου ερωτήματος υπάρχουν τρεις ενστάσεις:

  • Ένσταση πρώτη: Πόσο “σύντομο” είναι ένα ερώτημα το οποίο για να διατυπωθεί απαιτούνται 64 λέξεις, περιπλέκοντας, μάλιστα, τη χωροθέτηση μαζί και με το σχέδιο της ανάπλασης;
  • Ένσταση δεύτερη: Πόσο “σαφές” είναι το ερώτημα όταν καλεί τον ψηφοφόρο να αποφασίσει για το εάν θα διατηρηθούν “μόνο τα περίπτερα με θεσμικά αποδεδειγμένη ιστορική αξία και μνήμη, ώστε να αποκατασταθούν και να φιλοξενούν ήπιες εκθεσιακές και πολιτιστικές δραστηριότητες”. Ποια είναι αυτά τα περίπτερα και ποιος αποφασίζει ότι αυτά και μόνο αυτά “έχουν αποδεδειγμένη ιστορική αξία και μνήμη;”. Ποιος αρμόδιος φορέας της Πολιτείας τα έχει ανακηρύξει ως τέτοια, πολλώ δε μάλλον και ως διατηρητέα;
  • Ένσταση τρίτη: Πόσο “πλήρες” και “αμερόληπτο” είναι το ερώτημα όταν προκρίνει μόνο τη μία (αυτήν της Σίνδου) από τις εναλλακτικές προτάσεις που έχουν απασχολήσει το δημόσιο διάλογο (Θέρμη, Λαχανόκηποι κ.λπ.); Κι επίσης, πως προεξοφλείται η σύμφωνη γνώμη του ιδιοκτήτη της έκτασης στη Σίνδο, δηλαδή των οργάνων διοίκησης του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδας, για το εάν παραχωρεί την έκταση και με ποιους όρους;

Συμπερασματικά, εάν θέλουμε να μιλάμε για “ευρεία πολιτική νομιμοποίηση” σχετικά με την απόφαση που θα καθορίσει το μέλλον της ΔΕΘ για τα επόμενα πολλά χρόνια, τότε θα πρέπει οι κάλπες του δημοψηφίσματος να στηθούν και στους έντεκα δήμους του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος. Κι επίσης, η διατύπωση του ερωτήματος οφείλει να είναι ξεκάθαρη. Για παράδειγμα (αφήνοντας εκτός Θέρμη κ.λπ., για την οικονομία της συζήτησης), η επαναδιατύπωση του φλύαρου και ασαφούς ερωτήματος που θέτει η Οργανωτική Επιτροπή του Δημοψηφίσματος θα μπορούσε να είναι: “Η ΔΕΘ να παραμείνει στο κέντρο ή να πάει στη Σίνδο;”. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να μπλέξουμε με άλλο ένα δημοψήφισμα-παρωδία, ανάλογο με εκείνο που ζήσαμε προ δεκαετίας.

Loader