Θεσσαλονίκη: Γιατί είναι τόσο επίμονο το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης

Η ιδιαίτερη γεωμορφολογία της πόλης, η ρύπανση υποβάθρου και η μεταφορά μικροσωματιδίων από άλλες χώρες

Tων Σοφίας Χριστοφορίδου, Γιώργου Τσαντίκου. Φωτ. Αλέξανδρος Αβραμίδης

Εκτός από τις χαμηλότερες θερμοκρασίες που επικρατούν στη Θεσσαλονίκη σε σχέση με τη νότια Ελλάδα, και καθιστούν μεγαλύτερες τις ανάγκες θέρμανσης (και άρα τη χρήση βιομάζας, που είναι η κατεξοχήν πηγή αιωρούμενων σωματιδίων) η πόλη έχει και άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία εξηγούν το γιατί εδώ είναι τόσο επίμονο το πρόβλημα.


Τα ρεπορτάζ σχετικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση, που δημοσίευσε η «Μακεδονία της Κυριακής» (8/6/2025) και αναδημοσιεύονται στο emakedonia.gr (9,10 και 11 Ιουνίου) αποτελούν μέρος της έρευνας «Ατμοσφαιρική Ρύπανση: Η ιστορία δύο πόλεων». Το project υλοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα, με την υποστήριξη του μη κερδοσκοπικού δημοσιογραφικού οργανισμού iMEdD- incubation for Media Education and Development.


Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΑΠΘ Σεραφείμ Κοντός, που έχει κάνει έρευνα για τις φυσικές εκπομπές, υπολογίζει ότι το 50% της σωματιδιακής ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη δεν προέρχεται από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, αλλά είναι είτε ρύπανση υποβάθρου, είτε μεταφερόμενη.

* Η λεγόμενη ρύπανση υποβάθρου αναφέρεται σε όλους τους ρύπους που δεν μπορούν να αποδοθούν είτε σε άλλες πηγές, είναι κατά κάποιο τρόπο οι... «εντόπιοι» ρύποι, αυτοί που έχει ο τόπος, ανεξάρτητα από ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Η ρύπανση υποβάθρου μετράται σε μέρη που δεν επηρεάζονται ευθέως από μεγάλες πηγές παραγωγής σωματιδίων. Στη Θεσσαλονίκη είναι δύο τέτοιοι περιαστικοί σταθμοί μέτρησης υποβάθρου, της Νεοχωρούδας και του Πανοράματος. Βάσει της Ετήσιας Έκθεσης Ποιότητας της Ατμόσφαιρας του 2023 του ΥΠΕΝ οι μέσες ετήσιες συγκεντρώσεις των ΡΜ10 σε αυτούς τους σταθμούς κυμαίνονται μεταξύ 17-24 μg/m3, ενώ αντίστοιχα των ΡΜ2.5 μεταξύ 9-11 μg/m3. «Αντιπαραβάλλοντας τις τιμές αυτές και για τους δυο ρύπους με την Αγίας Σοφίας, ο οποίος είναι αστικός σταθμός/κυκλοφορίας, βλέπουμε ότι η ρύπανση υποβάθρου συμβάλλει κατά μέσο όρο στο ~50% των αιωρούμενων σωματιδίων της Θεσσαλονίκης» σημειώνει ο κ. Κόντος.

* Υπάρχει και η εισαγόμενη ρύπανση, κυρίως από τη Βόρεια Αφρική, από τα οποία επηρεάζεται όλη η χώρα. Τα επεισόδια μεταφοράς αφρικανικής σκόνης συμβαίνουν κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο, με διάρκεια 2-5 ημέρες και «σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι συγκεντρώσεις PM10 μπορεί να ξεπεράσουν τα 100 μg/m³, επηρεάζοντας τη συνολική ποιότητα του αέρα» σημειώνει ο κ. Κόντος.

* Άλλη σημαντική πηγή είναι η Ανατολική Μεσόγειος, όπου «οι βιομηχανικές δραστηριότητες και η ενεργειακή παραγωγή της Τουρκίας και της Μέσης Ανατολής συνεισφέρουν στη μεταφορά ρύπων μέσω των βορειοανατολικών ανέμων. Αυτά τα επεισόδια είναι συχνότερα τον χειμώνα, όταν οι χαμηλές θερμοκρασίες και οι ατμοσφαιρικές συνθήκες ευνοούν τη συσσώρευση σωματιδίων.

* Ρύποι μεταφέρονται επίσης από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια, την Ουκρανία και τη Ρωσία, μέσω των βόρειων και βορειοανατολικών ανέμων και σχετίζονται κυρίως με την καύση βιομάζας και άνθρακα σε αυτές τις χώρες. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται εγγύτερα σε αυτές τις χώρες και επηρεάζεται ιδιαίτερα κατά τη χειμερινή περίοδο, κυρίως ως προς τις συγκεντρώσεις PM2,5.

* Τέλος, ρύποι από τη Δυτική Ευρώπη, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, μεταφέρονται στη Θεσσαλονίκη κυρίως μέσω δυτικών ανέμων. Αν και λιγότερο συχνά, αυτά τα επεισόδια μπορούν να επηρεάσουν τη σύνθεση των PM2,5, ειδικά σε περιόδους έντονων μετεωρολογικών διαταραχών.

Πάντως, όπως αναφέρει ο κ. Κοντός η ποσοτική εκτίμηση της συνεισφοράς της εισαγόμενης ρύπανσης μπορεί να γίνει μόνο συνολικά, λόγω απουσίας εκτεταμένων εξειδικευμένων μελετών για την απεικόνισης και ποσότητας των περιοχών που συμβάλλουν στην Θεσσαλονίκη. Βάσει της πιο πρόσφατης έκθεσης του ΥΠΕΝ, ο κ. Κοντός εκτιμά ότι η διασυνοριακή συνεισφορά την τελευταία 5ετία είναι κατά μέσο όρο στα 24 μg/m3 για τα ΡΜ10 και ~15 μg/m3 για τα ΡΜ2, παρόμοια με τα αποτελέσματα υποβάθρου για Νεοχωρούδα και Πανόραμα.

Η γεωμορφολογία και ο καιρός

Η γεωμορφολογία και οι καιρικές συνθήκες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη μεταφορά και συγκέντρωση μικροσωματιδίων, όπως εξηγεί ο μετεωρολόγος και μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΑΠΘ Σταύρος Κέππας. «Αν κάποιες περιοχές είναι επιβαρυμένες από άποψη ρύπων αυτές είναι ο περιοχές που βρίσκονται στα χαμηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας, άρα γενικά οι πεδινές περιοχές, ειδικά αν αυτές είναι αστικές (και άρα έχουμε λειτουργία κεντρικών θερμάνσεων και καυσαέρια από τα αυτοκίνητα) ή βιομηχανικές. Αν έχουμε θαλάσσια αύρα ενδεχομένως και πάλι να συγκεντρώνονται ρύποι μέσα στην πόλη, ειδικά αν από πίσω υπάρχουν ορεινοί όγκοι. Αυτό σημαίνει ότι ό,τι παράγεται στην πόλη δεν μπορεί να διαφύγει, η θαλάσσια αύρα όλα τα στριμώχνει στην αστική περιοχή και οι ορεινοί όγκοι τους εγκλωβίζουν» μας εξηγεί. Επιπλέον, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης δημιουργείται το φαινόμενο της αστικής χαράδρας, με ψηλά κτίρια και στενούς δρόμους που εγκλωβίζουν τους ρύπους.

Οι χειρότερες καιρικές συνθήκες για τη συγκέντρωση αέριων ρύπων, σύμφωνα με τον κ. Κέππα είναι όταν έχουμε αντικυκλωνικές συνθήκες, δηλαδή ένα σύστημα υψηλών βαρομετρικών πιέσεων, και συνθήκες άπνοιας, ειδικά τη νύχτα. «Ο αέρας που ψύχεται γύρω ορεινές περιοχές επειδή είναι βαρύς και πυκνός, μετακινείται στα χαμηλότερα σώματα όπου έχουμε ‘πωματισμό’, με αποτέλεσμα ό,τι παράγεται στην πόλη να μένει εκεί και να μην μπορεί να φύγει προς τα υψηλότερα στρώματα. Αυτό συμβαίνει ειδικά το βράδυ. Μέσα στη μέρα, επειδή θερμαίνεται η αέρια μάζα, έχει την τάση να ανεβαίνει προς τα πάνω γιατί είναι πιο αραιή. Αλλά το βράδυ κυρίως, ειδικά όταν έχουμε αντικυκλωνικές συνθήκες, τότε είναι που ‘κάθονται’ οι ρύποι».


Μικροσωματίδια: αόρατα και επικίνδυνα

Τα αιωρούμενα μικροσωματίδια είναι συσσωματώματα μορίων, σε στερεά ή υγρή (αλλά όχι αέρια) μορφή. Χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα σωματίδια με διάμετρο 10 μικρόμετρα (ΡΜ10) και αυτά με διάμετρο 2,5 μικρόμετρα (ΡΜ 2,5). Πάνω τους μπορεί να έχουν προσκολληθεί διαφορετικές ουσίες, κάποιες από τις οποίες μπορεί να είναι τοξικές, όπως εξηγεί ο Σταύρος Χεριστανίδης, μεταδιδακτορικός ερευνητής του ΑΠΘ που έχει κάνει έρευνα σχετικά με τη φυσικοχημική σύσταση των μικροσωματιδίων. Μπορεί όμως να είναι και απλή σκόνη, η οποία από χημική άποψη μπορεί δεν είναι βλαβερή, αλλά γίνεται επικίνδυνη επειδή τα σωματίδια μπορούν να εισχωρήσουν στους πνεύμονες, επιβαρύνοντας το αναπνευστικό σύστημα, ιδιαίτερα ατόμων που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (ηλικιωμένοι, καπνίζοντες πάσχοντες από ΧΑΠ και άσθμα, παιδιά). Η σύσταση των μικροσωματιδίων αναλύεται μόνο περιστασιακά, σε πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων, γιατί είναι πολύπλοκη και κοστοβόρα διαδικασία και, κυρίως, δεν υπάρχει σχετική απαίτηση από την ΕΕ, εξηγεί ο κ. Χεριστανίδης.

Χίλιες φορές περισσότερες οι εκπομπές από τζάκια

thessalonikh-mandra-imedd.JPG

Τα μικροσωματίδια προέρχονται από φυσικές πηγές (π.χ. σκόνη), αλλά και ανθρωπογενείς δραστηριότητες, όπως η βιομηχανία, αποθήκευση και μεταφορά αδρανών υλικών, κυρίως όμως από καύσεις βιομάζας, είτε λόγω πυρκαγιάς, είτε συνηθέστερα για την θέρμανση των κατοικιών. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Φυσικής της Ατμόσφαιρας στο ΑΠΘ Δημήτρης Μελάς, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οπότε παρατηρούνται οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις μικροσωματιδίων, η οικιακή θέρμανση είναι η μεγαλύτερη πηγή μικροσωματιδίων. Από όλα τα καύσιμα, μακράν η μεγαλύτερη πηγή μικροσωματιδίων είναι η βιομάζα, δηλαδή τα ξύλα και τα πέλετ. Ακολουθεί, με μικρότερη συνεισφορά η βιομηχανία, όπως και η αφρικανική σκόνη, τις περιόδους που ευνοείται η μεταφορά της από τη Βόρεια Αφρική. Τα βενζινοκίνητα αυτοκίνητα εκπέμπουν πάρα πολύ λίγα σωματίδια πρωτογενώς, αλλά οι άλλες ουσίες που εκπέμπουν (π.χ. οξείδια του αζώτου), μπορούν να σχηματίσουν σωματίδια στην ατμόσφαιρα, μέσα από δευτερογενείς αντιδράσεις. Τα ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα εκπέμπουν λίγο περισσότερα σωματίδια πρωτογενώς.

«Η βιομάζα είναι μία κατηγορία μόνη της, γιατί οι εκπομπές σωματιδίων είναι μέχρι και 1.000 φορές μεγαλύτερες, σε σύγκριση με τα άλλα καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), αναλόγως τις διατάξεις που χρησιμοποιούμε, τα συστήματα και την ποιότητα των καυσίμων. Η απόδοση του καυσίμου σε ένα ανοικτό τζάκι είναι μόλις 15%, σε σύγκριση με τα καλά συστήματα, που μπορεί να είναι 80%. Αυτό σημαίνει ότι ένα παραδοσιακό ανοικτό τζάκι, για να έχει την ίδια θέρμανση με ένα καλό σύστημα πετρελαίου, θα εκπέμψει ίσως και 1000 φορές περισσότερα σωματίδια. Τα πέλετ μπορεί να εκπέμπουν σωματίδια 150 φορές παραπάνω σε σχέση με το πετρέλαιο. Η μεγάλη ζημιά γίνεται στα ανοιχτά τζάκια» εξηγεί ο καθηγητής Μελάς. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 40% σχεδόν των κατοικιών που θερμαίνονται με βιομάζα έχουν ανοικτά τζάκια.

Διαβάστε αύριο το 3ο μέρος της έρευνας

Loader