Αθώοι κρίθηκαν για το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης ο εργαζόμενος και ο εκπρόσωπος του σωματείου εργαζόμενων που κατηγορήθηκαν ότι εκβίαζαν τον εργοδότη του ενός να τους δώσει το χρηματικό ποσό των 4.000 ευρώ.
Όμως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, όπου παραπέμφθηκαν να δικαστούν με την αυτόφωρη διαδικασία, τους έκρινε ένοχους μόνο για απείθεια (λόγω του ότι αρνήθηκαν την δακτυλοσκόπηση) και τους επέβαλε ποινή φυλάκισης 5 μηνών με τριετή αναστολή.
Πρώτος μάρτυρας στο δικαστήριο κατέθεσε ο εργοδότης που έκανε και την καταγγελία, αναφέροντας πως ο υπάλληλος μαζί τον εκπρόσωπο του σωματείου των εργαζόμενων του ζητούσαν επανειλημμένως 4.000 ευρώ χωρίς να απαντάνε από που προκύπτει αυτό το ποσό.
«Ήρθαν στο μαγαζί μου και μου ζήτησαν 4000 χωρίς κανένα χαρτί από οποιαδήποτε υπηρεσία που να λέει ότι εγώ του οφείλω αυτό το ποσό. Αν δεν δώσω αυτό το χρηματικό ποσό, μου είπαν ότι θα γίνει ζημιά στο μαγαζί, θα μου το κλείσουν και θα κάνουν κινητοποιήσεις. Ακόμα τον ρωτάω τι είναι αυτά τα 4000 ευρώ και δεν μου απαντάει. Όλα αυτά τα ψεύδη και οι συκοφαντίες με διέλυσαν. Ακόμα συνεχίζεται ο εκβιασμός. Βρίσκω μέχρι και σήμερα τρικάκια έξω από το κατάστημα για απλήρωτους και ανασφάλιστους υπαλλήλους», υποστήριξε.
Ερωτευμένος από το δικαστήριο, ισχυρίστηκε πως δεν χρωστάει χρήματα στον υπάλληλό του, με τον οποίο, όπως είπε, είχαν καλή συνεργασία, μέχρι που τον κάλεσαν από την επιθεώρηση εργασίας.
«Έλαβα ένα email από την επιθεώρηση εργασίας και με καλούσαν για μια εργατική διαφορά χωρίς να γίνει συζήτηση με τον εργαζόμενο. Είχε γίνει ληστεία στο κατάστημα, όταν ήταν σε βραδινή βάρδια. Μου ζήτησε να αλλάξει βάρδια. Αυτό δημιούργησε κι αλλά προβλήματα. Κοίταξα να τον εξυπηρετήσω αλλά σε βάθος χρόνου, δημιουργήθηκαν θέματα με τους υπόλοιπους υπαλλήλους και έτσι, από τις 3 εβδομαδιαίες παρουσίες τον πήγα σε 2», κατέθεσε ο εργοδότης του.
Ο πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, Χάρης Κυπριανίδης κατέθεσε στο δικαστήριο πως ο εργαζόμενος θα έπρεπε να έχει υπογράψει άλλη σύμβαση. «Δεν έκαναν κάτι μεμπτό, ζητούσαν τα δεδουλευμένα τους. Οι δράσεις και οι κινητοποιήσεις είναι μορφή διεκδίκησης των εργαζόμενων», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Κυπριανίδης.
Οι δυο κατηγορούμενοι αρνήθηκαν πως εκβίασαν τον εργοδότη και έκαναν λόγο για μεθόδευση εκ μέρους του.
«Η σύμβαση που υπέγραψα ήταν πολλαπλών καθηκόντων και έπαιρνα τον κατώτατο μισθό. Έχω υπάρξει και σε βάρδιες καφέ και ταμείου και σε βραδινή βάρδια. Διαπίστωσα ότι οι υπηρεσίες που παρείχα ήταν διαφορετικές με αυτά που έλεγε η σύμβαση. Ο πραγματικός εκβιαζόμενος είμαι εγώ. Δεν υπήρχαν απειλές. Είπαμε ότι θα προβούμε σε διαμαρτυρίες. Είμαι πεπεισμένος ότι δεν έχω διαπράξει κανένα ποινικό αδίκημα», απολογήθηκε ο εργαζόμενος του καταστήματος.
Ο έτερος κατηγορούμενος, εκπρόσωπος του σωματείου εργαζόμενων, απολογήθηκε ότι ο εργαζόμενος διεκδικούσε τα απολύτως νόμιμα και ότι ο εργοδότης εκδικητικά μείωσε από τρεις σε δύο μέρες εργασίας, που είχαν συμφωνήσει αρχικά.
Τελικώς, το δικαστήριο τους αθώωσε για το αδίκημα της απόπειρας εκβίασης κατ’ εξακολούθηση από κοινού και κατά μόνας, από υπαιτίους που μεταχειρίστηκαν απειλή βλάβης σε βάρος επιχείρησης, συμφωνώντας με την πρόταση της εισαγγελέως της έδρας.