Τα ελληνικά νοικοκυριά δαπάνησαν 777 εκατ. € στην εκμάθηση ξένων γλωσσών

Το 37,9% των δαπανών αφορά σε μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης

- Newsroom

Περίπου 777 εκατ. € κατευθύνθηκαν στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, σημειώνοντας αύξηση 12,6% σε σχέση με το 2022 και 9,1% σε σύγκριση με το 2013 (τρέχουσες τιμές), όπως προκύπτει από έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ), μέσα από τα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ.

Όπως αναφέρεται, «Παρά τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, η επένδυση στην ξενόγλωσση εκπαίδευση παραμένει σταθερά υψηλή, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημασία που της αποδίδουν οι οικογένειες για τη μόρφωση και την επαγγελματική προοπτική των παιδιών τους. Το ιστορικά χαμηλότερο επίπεδο δαπάνης, καταγράφεται το 2017, ενώ από το 2018 και μετά, οι δαπάνες αυξάνονται σταδιακά, με ισχυρή άνοδο τα τελευταία δύο χρόνια».

Το 37,9% των δαπανών για ξένες γλώσσες αφορά σε μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι δαπάνες για την εκμάθηση ξένων γλωσσών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αυξήθηκαν σημαντικά (κατά 48,8%) την τελευταία δεκαετία, φτάνοντας τα 294,8 εκατ. € το 2023, από 198 εκατ. € το 2013. «Η τάση αυτή υποδηλώνει ότι ολοένα και περισσότερες οικογένειες επιλέγουν να ξεκινήσουν την ξενόγλωσση εκπαίδευση των παιδιών τους από μικρή ηλικία, παρά τις οικονομικές πιέσεις. Επιπροσθέτως στην τάση αυτή, ενδεχομένως να έχει παίξει ρόλο και η ενίσχυση των αγγλικών στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού καθώς και η ένταξή τους στο Νηπιαγωγείο».

H δευτεροβάθμια εκπαίδευση, απορροφά το μεγαλύτερο μερίδιο της δαπάνης, με 353 εκατ. € και ποσοστό 45,4%. Αν και σε σύγκριση με το 2013 καταγράφεται μείωση 13,6%, την τελευταία επταετία η δαπάνη κυμαίνεται σε σχετικά σταθερά επίπεδα, με αισθητή, μάλιστα, άνοδο την τελευταία χρονιά (+10%). Η αύξηση αυτή αντανακλά πιθανόν την επίδραση της γενικευμένης ακρίβειας και την ανελαστικότητα της ζήτησης για ξενόγλωσση εκπαίδευση, που εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα για τις οικογένειες.

Η κατηγορία «άτομα που δεν παρακολουθούν κάποια βαθμίδα» (π.χ. ενήλικες, φοιτητές κ.α.) παρουσίασε αύξηση κατά 22,8% την τελευταία δεκαετία, με τις δαπάνες να φτάνουν τα 129,2 εκατ. € το 2023, αντιστοιχώντας στο 16,6% του συνόλου. Η άνοδος είναι εντονότερη μετά το 2020 (+27,3%) και ενδέχεται να σχετίζεται με την αυξημένη ανάγκη για επαγγελματικές δεξιότητες στην αγορά εργασίας αλλά και με την ανάπτυξη των online μαθημάτων κατά την περίοδο της πανδημίας.

Το εισόδημα του νοικοκυριού, αποτελεί βασικό παράγοντα διαφοροποίησης. Η δαπάνη ως ποσοστό των συνολικών αγορών αυξάνεται προοδευτικά μέχρι και τις μεσαίες εισοδηματικές τάξεις (έως 2.200€), ενώ στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια (2.201€ και άνω) σταθεροποιείται ή μειώνεται ελαφρώς. Η «ψαλίδα» μεταξύ των τριών υψηλότερων και των τριών χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων ανέρχεται το 2023 σε 1,7 φορές, αν και έχει μειωθεί αισθητά σε σχέση με το 2014 (όπου ήταν σχεδόν 2 φορές). Την τελευταία δεκαετία, το χαμηλότερο εισοδηματικό κλιμάκιο (έως 750€) παρουσιάζει μείωση κατά -23% του μεριδίου της καταναλωτικής του δαπάνης που κατευθύνεται στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, γεγονός που αντανακλά την αντικειμενική του αδυναμία να ανταποκριθεί στο σχετικό κόστος. Αντίθετα, όλες οι υπόλοιπες εισοδηματικές τάξεις έως και τα 2.200€ αυξάνουν σταδιακά το ποσοστό αυτό, παρά τη γενικευμένη ακρίβεια – στοιχείο που υποδηλώνει την ανελαστικότητα αυτής της δαπάνης για τις περισσότερες οικογένειες. Στις υψηλότερες εισοδηματικές κατηγορίες (άνω των 2.200€), το ποσοστό παραμένει σχεδόν αμετάβλητο, πιθανότατα επειδή είχε ήδη διαμορφωθεί σε υψηλό επίπεδο τα προηγούμενα χρόνια.

Συνολικά, η Ελλάδα καταγράφει από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε ως προς τη διδασκαλία δύο ή περισσοτέρων ξένων γλωσσών στην πρωτοβάθμια και στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσιο), ενώ παρουσιάζει μεγάλη πρόοδο και στην ανώτερη γενική δευτεροβάθμια. Ωστόσο, η διδασκαλία δεύτερης ξένης γλώσσας στα επαγγελματικά λύκεια παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη.

Πιο συγκεκριμένα:

- Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η Ελλάδα εμφανίζει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά διδασκαλίας ξένων γλωσσών. Το 2022, το 98,2% των μαθητών διδάσκονταν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα, με τη χώρα να κατατάσσεται στην 11η θέση στην ΕΕ-27. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι περίπου 1 στους 3 μαθητές διδάσκεται δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες — ποσοστό υπερπενταπλάσιο του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου (6,5%). Την περίοδο 2013–2022 καταγράφεται σημαντική αύξηση στο ποσοστό των μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκονται ξένες γλώσσες (+30%), γεγονός που σχετίζεται με την έναρξη διδασκαλίας των αγγλικών από την Α’ Δημοτικού και την εισαγωγή δεύτερης ξένης γλώσσας στις τελευταίες τάξεις.

- Στην κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η διδασκαλία ξένων γλωσσών είναι σχεδόν καθολική, με το 99,3% των μαθητών να διδάσκονται τουλάχιστον μία γλώσσα και το 96,2% δύο ή περισσότερες. Η Ελλάδα καταγράφει σταθερά υψηλότερα ποσοστά από τον μέσο όρο της ΕΕ, όπου 60,7% των μαθητών διδάσκονται δύο ή περισσότερες γλώσσες.

- Στην ανώτερη γενική δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το 64% των μαθητών στην Ελλάδα διδάσκονταν δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες το 2022, σημειώνοντας εντυπωσιακή αύξηση σε σχέση με το 2013, όπου το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 2,7%. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει στη 18η θέση στην ΕΕ, υποδηλώνοντας ότι άλλες χώρες διατηρούν πιο συνεπείς πολιτικές πολυγλωσσίας στη βαθμίδα αυτή.

- Στην επαγγελματική ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η εικόνα διαφοροποιείται: το 78,3% των μαθητών διδάσκονται τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα (κυρίως αγγλικά), αλλά η διδασκαλία δεύτερης ξένης γλώσσας είναι σχεδόν ανύπαρκτη (0,8%), με την Ελλάδα να βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ. Αν και σημειώνεται αύξηση στο ποσοστό διδασκαλίας μίας γλώσσας την τελευταία δεκαετία (+36%), η απουσία δεύτερης ξένης γλώσσας στα ΕΠΑΛ αποτελεί σαφές κενό εκπαιδευτικής πολιτικής.

Όσον αφορά τις ξένες γλώσσες που διδάσκονται, τα αγγλικά κυριαρχούν με σχεδόν καθολική παρουσία σε όλες τις βαθμίδες (99% στην Ελλάδα). Ως δεύτερη ξένη γλώσσα, στα ελληνικά σχολεία η επιλογή περιορίζεται μεταξύ γαλλικών και γερμανικών, με τους μαθητές να μοιράζονται σχεδόν ισομερώς (47,5% και 47,1% αντίστοιχα) - ποσοστά σημαντικά υψηλότερα από τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους (29,8% για τα γαλλικά και 22,4% για τα γερμανικά). Άλλες γλώσσες, όπως τα ισπανικά, εμφανίζονται σε πολύ περιορισμένο βαθμό στη χώρα μας, ενώ στην ΕΕ διδάσκονται σε ποσοστό 18,4% των μαθητών.

Η Ελλάδα αφιερώνει τον λιγότερο χρόνο διδασκαλίας

Παρά τη θετική εικόνα ως προς την καθολικότητα της διδασκαλίας ξένων γλωσσών στα σχολεία, η Ελλάδα αφιερώνει τον λιγότερο χρόνο διδασκαλίας μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ (PISA 2018), οι μαθητές στην Ελλάδα διδάσκονται ξένες γλώσσες μόλις 1,8 ώρες την εβδομάδα, έναντι 3,6 ωρών κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ - γεγονός που κατατάσσει τη χώρα στην τελευταία θέση στην ΕΕ ως προς το διαθέσιμο χρόνο στη γλωσσική διδασκαλία.

Εξετάζοντας το επίπεδο γνώσεων ξένων γλωσσών στον ενήλικο πληθυσμό (25-64 ετών) της Ε.Ε, η γενική τάση της εκμάθησης μίας μόνο ξένης γλώσσας, κυρίως των αγγλικών, διαφοροποιεί την Ελλάδα από πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, όπου η πολυγλωσσία ενισχύεται συστηματικά. Ενώ οι Έλληνες καταγράφουν υψηλή επίδοση στη γνώση μιας γλώσσας, οι επιδόσεις στη γνώση δεύτερης και τρίτης υστερούν σημαντικά, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να κατατάσσεται χαμηλά στην ΕΕ ως προς την πολυγλωσσία.

«Το δημόσιο σχολείο καλείται να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο»

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ, παρά τη διαχρονική προσπάθεια της πολιτείας να ενισχύσει τη διδασκαλία ξένων γλωσσών στο δημόσιο σχολείο, η εξωσχολική εκπαίδευση παραμένει η βασική δίοδος για την απόκτηση γλωσσικών δεξιοτήτων. Η εξάρτηση αυτή συντηρεί εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες, καθώς επιβαρύνει οικονομικά τις οικογένειες και αναδεικνύει δομικά ελλείμματα στη δημόσια εκπαίδευση, τόσο ως προς την επάρκεια και την ποιότητα όσο και ως προς την ισότητα στην πρόσβαση.

Παρά την σημαντικά υψηλή δαπάνη, οι γονείς και οι νέοι αντιλαμβάνονται τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών όχι με τον «παραδοσιακό στερεοτυπικό» τρόπο μιας μορφής εκπαίδευσης που παραπέμπει στην “παραπαιδεία”, αλλά ως έναν «αναπόφευκτο» και βασικό πυλώνα παροχής γλωσσικής εκπαίδευσης. Η διαπίστωση αυτή συνδέεται και με άλλα ερευνητικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν τη σύνδεση της διαχρονικής παρουσίας της φροντιστηριακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα με δομικές ελλείψεις και αδυναμίες των δημόσιων πολιτικών.

Τα Κέντρα Ξένων Γλωσσών εμφανίζονται να καλύπτουν ελλείψεις του δημόσιου σχολείου, να προσφέρουν πιστοποιημένα μαθησιακά αποτελέσματα, και να ανταποκρίνονται σε σύνθετες ανάγκες – από την πιστοποίηση, την εξειδικευμένη εκμάθηση, μέχρι την κοινωνικοποίηση και την ευελιξία. Από την άλλη πλευρά, καταγράφονται και οι αντιφάσεις που ενυπάρχουν στον τρόπο λειτουργίας τους.

Η εστίαση στη γρήγορη πιστοποίηση, οι πιέσεις που δέχονται τα παιδιά και η αναπαραγωγή τυποποιημένης γνώσης αναδεικνύονται ως αρνητικές συνέπειες, ενώ η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ανθρώπινο δυναμικό.

Συνοψίζοντας, αναδεικνύεται η ανάγκη για μια συνολική, συστηματική και κοινωνικά δίκαιη πολιτική ενίσχυσης της γλωσσικής εκπαίδευσης. Το δημόσιο σχολείο καλείται να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο παρέχοντας ουσιαστική και ποιοτική διδασκαλία των ξένων γλωσσών αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την πιστοποίησή τους, ώστε να διασφαλιστεί η καθολική πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση. Παράλληλα, απαιτούνται στοχευμένες παρεμβάσεις για την ενίσχυση της γλωσσικής εκπαίδευσης των ενηλίκων, προκειμένου να βελτιωθούν οι γλωσσικές δεξιότητες και η ανταγωνιστικότητα του εργατικού δυναμικού. Μια τέτοια συντονισμένη και πολυεπίπεδη προσέγγιση είναι απαραίτητη ώστε η Ελλάδα να ανταποκριθεί με επάρκεια στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές προκλήσεις του 21ου αιώνα.

Loader