Σέρρες: Οι περιπέτειες μιας Μητρόπολης

Η αμετάκλητη καταδίκη μητροπολίτη και οι αργοί ρυθμοί της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης

Σε μια άνευ προηγουμένου κρίση έχει περιέλθει η μητρόπολη Ζιχνών και Νευροκοπίου, μετά την αμετάκλητη καταδίκη του μητροπολίτη Ιερόθεου για υπεξαίρεση. Κι ενώ στο νομικό κομμάτι η δικαιοσύνη κινήθηκε με τους συνήθεις αργούς ρυθμούς της, η εκκλησιαστική δικαιοσύνη δείχνει ότι τα πράγματα μπορεί να γίνουν και με ακόμη χειρότερο τρόπο.

Η συγκεκριμένη μητρόπολη έχει δικαιοδοσία σε τμήματα των νομών Σερρών και Δράμας. Ο 80χρονος σήμερα Ιερόθεος, κατά κόσμον Δημήτριος Τσολιάκος, ασκεί τα καθήκοντα του μητροπολίτη από το 2003 ενώ νωρίτερα είχε υπηρετήσει ως γραμματέας στην Ιερά Σύνοδο.

Το σκάνδαλο με την υπεξαίρεση στη μικρή μητρόπολη χρονολογείται πριν το 2020 και ξέσπασε όταν ένας τοπικός ερευνητής, στο πλαίσιο συγγραφής μελέτης, αναζήτησε κάποια κειμήλια στην εκκλησία Τιμίου Προδρόμου στην Αγγίστα Σερρών για να τα φωτογραφήσει. Εκεί επιβεβαιώθηκε ότι τα κειμήλια δεν βρίσκονταν στον χώρο. Πρόκειται για αντικείμενα μεγάλης αξίας που χρονολογούνται πριν το 1830 και συγκεκριμένα για έναν σταυρό ευλογίας, έναν δίσκο προσκομιδής, ένα αγιοπότηρο, ένα αρτοφόριο, μία λαβίδα, μία λόγχη, έναν σταυρό αγιασμού και ένα Μηνιαίον (λειτουργικό βιβλίο).

Η πρώτη καταγγελία φαίνεται να συνοδεύτηκε και από καταθέσεις κατοίκων της περιοχής οι οποίοι ζητούσαν την άμεση επιστροφή των κειμηλίων στο ναό του χωριού τους.

Στο πρώτο δικαστήριο στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο του 2021, ο μητροπολίτης Ιερόθεος και ο τότε πρωτοσύγκελος της μητρόπολης καταδικάστηκαν για υπεξαίρεση μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με ποινή 4ετούς φυλάκισης, που μετατράπηκε σε χρηματική ποινή 7.300 ευρώ στον καθένα. Η εκτέλεση της ποινής ανεστάλη λόγω άσκησης έφεσης.

Η έφεση εκδικάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 στο πενταμελές εφετείο κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, το οποίο επίσης έκρινε ένοχους τους κατηγορούμενους αλλά μείωσε την ποινή σε δυόμιση χρόνια (30 μήνες). Το νεότερο στοιχείο που προέκυψε λίγους μήνες πριν το εφετείο είναι ότι τα εξαφανισμένα κειμήλια… επανεμφανίστηκαν ξαφνικά έξω από την πόρτα του επισκοπείου στη Νέα Ζίχνη.

Τότε είχε σχολιαστεί σκωπτικά ότι επρόκειτο για «θαύμα». Στο δικαστήριο, ο μητροπολίτης ισχυριζόταν ότι τα κειμήλια είχαν σταλεί για συντήρηση και ότι τελικά επέστρεψαν στο ναό, χωρίς όμως να πείσει τους δικαστές. Άσκησε αίτηση αναίρεσης στον Άρειο Πάγο, ο οποίος όμως την απέρριψε κι έτσι προέκυψε εδώ και έναν περίπου χρόνο η αμετάκλητη καταδίκη του.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, αν και η απόφαση της ποινικής δικαιοσύνης οδηγεί σε έκπτωση ή καθαίρεση του μητροπολίτη, τις αποφάσεις λαμβάνει σύμφωνα με τους κανόνες η εκκλησιαστική δικαιοσύνη.

Μέχρι τώρα, όμως, δεν έχει ακόμη ασχοληθεί ή αποφανθεί για την περίπτωση της υπεξαίρεσης μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σε βαθμό κακουργήματος. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η αμετάκλητη καταδίκη κληρικού από κοινό ποινικό δικαστήριο για έγκλημα επισύρει την υποχρεωτική καθαίρεση, δηλαδή την οριστική αποστέρηση της ιερατικής ιδιότητας, από το αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο.

Ο νόμος προβλέπει ότι μόλις ο αρμόδιος εισαγγελέας ανακοινώσει την αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου στον πρόεδρο της Ιεράς Συνόδου, η εκκλησιαστική αρχή οφείλει να προχωρήσει στην καθαίρεση του καταδικασθέντος χωρίς να προχωρήσει σε κάποια νέα δίκη. Φαίνεται όμως ότι η εκκλησία δεν «ακουμπά» για την ώρα το θέμα, παρά το γεγονός ότι πέρασε ένας χρόνος από την αμετάκλητη καταδίκη.

Εξάλλου, νόμος του 2022 προβλέπει την άμεση διακοπή της κρατικής μισθοδοσίας στον καταδικασθέντα κληρικό και την έκδοση διαπιστωτικής πράξης κένωσης της οργανικής θέσης. Τίποτα από αυτά δεν έχει γίνει ακόμα. Τον περασμένο Ιούνιο, οκτώ μήνες μετά την αμετάκλητη καταδίκη, το υπουργείο Παιδείας έστειλε επιστολή στον μητροπολίτη Ζιχνών και Νευροκοπίου με την οποία του ζήτησε να διακόψει ο ίδιος την μισθοδοσία του και να εκδώσει διαπιστωτική πράξη στην οποία θα αναφέρεται πως η θέση είναι κενή.

Με άλλα λόγια, το κράτος ζήτησε από τον μητροπολίτη… να αυτοκαταργηθεί. Τέσσερις μήνες μετά, δηλαδή προ ημερών, το υπουργείο Παιδείας επανήλθε με νεότερο έγγραφο όμως αυτή τη φορά ζήτησε μόνο τη διακοπή μισθοδοσίας και όχι την έκδοση διαπιστωτικής πράξης κένωσης της θέσης.

Προφανώς, το υπουργείο αντιλήφθηκε ότι πρέπει να ακολουθηθούν οι εκκλησιαστικοί κανόνες για την έκπτωση του μητροπολίτη, όμως τώρα ζητά από τον μητροπολίτη… να σταματήσει να πληρώνεται αλλά να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του.

Πρόκειται για ένα κρίσιμο κενό που υπάρχει ανάμεσα στην κοσμική και την εκκλησιαστική δικαιοσύνη, για τις εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις έκπτωσης ή καθαίρεσης μητροπολιτών.

Οι καθυστερήσεις πλέον αφορούν μόνο την Εκκλησία και τις διαδικασίες της, οι οποίες αξίζει να σημειωθεί ότι δίνουν τη δυνατότητα στον καταδικασθέντα κληρικό να ασκήσει διαδοχικές εφέσεις εντός των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, περνώντας από το πρωτοβάθμιο στο δευτεροβάθμιο συνοδικό δικαστήριο κι εν συνεχεία στην Ιερά Σύνοδο.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, για τις μητροπόλεις της βόρειας Ελλάδας (Νέες Χώρες) προβλέπεται και η δυνατότητα για μια τελευταία προσφυγή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο (δικαίωμα του Εκκλήτου). Μέχρι τότε, όπως αποδεικνύεται από την πραγματικότητα, το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να εκτελέσει μια δικαστική απόφαση που έχει κριθεί ως αμετάκλητη από τον Άρειο Πάγο.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 02.11.2025

Loader