- Newsroom
Δραματική υστέρηση σε αριθμό διδακτόρων ανά 1000 κατοίκους παρουσιάζουν οι περισσότερες τουριστικές περιοχές της Ελλάδας, με τη Χαλκιδική να φιγουράρει στην τελευταία θέση και την Κρήτη ν' αποτελεί την πιο «τρανταχτή» εξαίρεση. Το εύκολο χρήμα που μπορεί να αποδώσει ο τουρισμός φαίνεται ότι πείθει πολλούς νέους και νέες ότι η επένδυση χρόνου για τη συνέχιση των σπουδών τους θα τους στερήσει ένα σημαντικό έσοδο, έτσι και αλλιώς προσβάσιμο με ένα απλό πτυχίο.
Αντίθετα, στις σχετικά φτωχότερες περιοχές της Ελλάδας, φαίνεται ότι υπάρχει ύφεση στην απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερης μόρφωσης, καθώς το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης θεωρείται από πολλούς ως ένας τρόπος διαφυγής από τις στερήσεις του χαμηλού εισοδήματος. «Ο δρόμος από τη φτώχεια στα γράμματα είναι μια αξιοπρόσεκτη ελληνική ιδιαιτερότητα», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ Ιωάννης Πήτας, καθηγητής στο Τμήμα Πληροφορικής του ΑΠΘ, κύριος ερευνητής του ΕΚΕΤΑ/ΙΠΤΗΛ και πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Διδακτορικών Σπουδών στην Τεχνητή Νοημοσύνη (AIDA), που μοιράζεται τα παραπάνω συμπεράσματα από έρευνα που πραγματοποίησε.
«Παρατηρούμε ότι τουριστικές περιοχές γεννούν λίγους διδάκτορες και συντηρούν λίγους κατόχους διδακτορικού ως κατοίκους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο νομός Χαλκιδικής, όπου -βάσει εκτιμήσεων- έχουν "γεννηθεί" μόλις 0,55 διδάκτορες ανά 1000 κατοίκους ή οι Κυκλάδες, με 1,39/1000, όταν για παράδειγμα ο νομός Κοζάνης έχει "γεννήσει" 8,16 και ο νομός Ιωαννίνων 8,71 διδάκτορες/1000 κατοίκους. Επιπλέον, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα αποτελέσματα όταν κοιτάζουμε πόσοι από αυτούς τους/τις διδάκτορες μένουν μόνιμα στην περιοχή τους. Σε Χαλκιδική και Κυκλάδες, ο αριθμός είναι ...μηδέν 1,09 διδάκτορες/1000 κατοίκους και στα Δωδεκάνησα 1,90, όταν στον νομό Ιωαννίνων είναι 9,75 9,75 διδάκτορες/1000», εξηγεί ο κ. Πήτας.
Όπως λέει, «οι κάτοικοι των τουριστικών περιοχών δεν ενδιαφέρονται να σπουδάσουν πολλά χρόνια. Εισάγουν γνώση για τις ανάγκες τους μέσω εσωτερικής μετανάστευσης εξειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού. Έτσι εξηγείται πολύ απλά γιατί οι καθηγητές και γιατροί δεν βρίσκουν σπίτια στα τουριστικά νησιά: δυστυχώς γι' αυτούς, είναι "ξενομερίτες". Η ιδιόμορφη εισαγωγή εγκεφάλων στις τουριστικές περιοχές φαίνεται να περιορίζεται σε κάλυψη γενικών αναγκών (παιδεία, υγεία) και διοίκησης τουριστικών επιχειρήσεων. Για τις ανάγκες αυτές δεν χρησιμοποιούνται πολύ εξειδικευμένοι επιστήμονες (διδάκτορες)».
Κατά τον δρα Πήτα, αν θέλουμε ο ελληνικός τουρισμός να αναπτυχθεί περαιτέρω με θετικό τρόπο, οι αναλογίες αυτές θα πρέπει ν' αλλάξουν. «Ο τουρισμός του ήλιου και της θάλασσας έχει τα όρια του, όχι μόνον λόγω περιβαλλοντικών περιορισμών, αλλά και διότι η ανάπτυξή του επηρέασε αρνητικά το επιστημονικό δυναμικό των τουριστικών περιοχών. Για παράδειγμα, τα Ιόνια και τα Δωδεκάνησα, παρ’ όλη την πλούσια πολιτιστική τους παράδοση, έγιναν ουραγοί στην επιστήμη. Μόνον μια αναδιάρθρωση προτεραιοτήτων, με έμφαση στη μόρφωση, μπορεί να εξασφαλίσει όχι μόνον την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους, αλλά και την μεσοπρόθεσμη αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος τους. Η Κρήτη ακολούθησε πιο ισορροπημένη ανάπτυξη και του τουρισμού και της επιστήμης, χάρη και στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο μέγεθος του νησιού. Συγκριτικά, η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου τα πήγε στα γράμματα καλύτερα και από την Κρήτη. Η εξέλιξη αυτή μάλλον οφείλεται και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και στη βιομηχανική παράδοση της Λέσβου. Επιπλέον της κρατικής παρέμβασης, κάτοικοι και επιχειρήσεις των τουριστικών Περιφερειών μπορούν να επενδύσουν οι ίδιες στην μόρφωση, λόγω των αυξημένων τουριστικών εσόδων τους», σημειώνει.
56.000 διδακτορικά στην Ελλάδα
Για να καταλήξει στα συμπεράσματά του, άντλησε στοιχεία από έρευνα σε δείγμα 10.295 κατόχων διδακτορικού των Λαμπριανίδη, Σαχίνη και Καραμπέκου (Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, 2021) και έκανε αναγωγή των ευρημάτων της ανά χίλιους κατοίκους στα περίπου 56.000 διδακτορικά, που ήταν καταγεγραμμένα τον φετινό Νοέμβριο στην Ελλάδα, με τη βοήθεια και του μαθηματικού Α. Αποστολίδη για τον υπολογισμό/οπτικοποίηση κάποιων στατιστικών μεγεθών. «
Βάσει του πληθυσμού της Ελλάδας (απογραφή 2021), έχουμε 5,34 διδάκτορες/1000 κατοίκους. Αν κάνουμε αναγωγή του αριθμού των διδακτόρων ειδικά στον πληθυσμό 25-64 ετών, ο αριθμός αυτός αυξάνεται σε 6,5/1000, δηλαδή αρχίζει να πλησιάζει κάπως τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 11 διδακτόρων ανά 1000 κατοίκους, για αυτή την ηλικιακή ομάδα, βάσει έρευνας του ΟΟΣΑ (2019). Όταν δε, γίνεται αναγωγή ανά νομό, τα αποτελέσματα της ανάλυσης είναι εντυπωσιακά και κάθε άλλο παρά αναμενόμενα», λέει ο δρ Πήτας.
Τα κοινά χαρακτηριστικά των πρωταθλητών και η περίπτωση της Εράτυρας
Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας είναι πρωταθλήτρια, «γεννώντας» 6,38 διδάκτορες/1000 κατοίκους. Η Περιφέρεια Αττικής και η Περιφέρεια Ηπείρου είναι δεύτερη και τρίτη αντίστοιχα, σε απόσταση αναπνοής, με 6,36 και 6,3 διδάκτορες/1000 κατοίκους. Τα Ιωάννινα πρωταγωνιστούν σε επίπεδο νομού, έχοντας «γεννήσει» 8,7 διδάκτορες/1000 κατοίκους, ακολουθούμενα κατά πόδας από τον νομό Κοζάνης με 8,16 διδάκτορες/1000 κατοίκους. Αρκετά πιο κάτω, στην τρίτη και τέταρτη θέση, κατατάσσονται οι νομοί Θεσσαλονίκης και Λάρισας, έχοντας 7,53 και 7,29 διδάκτορες/1000 κατοίκους. Πολύ χαμηλότερα στη λίστα εμφανίζεται ο Νομός Αττικής (ουσιαστικά η Περιφέρεια Αττικής), με 6,36 διδάκτορες/1000 κατοίκους.
«Αν εξαιρέσουμε την Περιφέρεια Αττικής, οι πρωταθλήτριες Περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου και οι νομοί Ιωαννίνων και Κοζάνης έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά. Έχουν χαμηλό εισόδημα ανά κάτοικο. Και οι δύο πρωταθλήτριες Περιφέρειες απέκτησαν Πανεπιστήμιο σχετικά πρόσφατα. Παρά την απουσία πανεπιστημιακών ιδρυμάτων μέχρι πρόσφατα, οι δύο αυτές περιφέρειες τα πήγαν περίφημα. Πώς έγινε αυτό; Τον λόγο ανάπτυξης της μόρφωσης στις πρωταθλήτριες περιφέρειες διαισθάνονται όλοι οι επιστήμονες που κατάγονται από αυτές: η γενέτειρά μου Εράτυρα Κοζάνης, για παράδειγμα, με τους μόλις 738 κατοίκους (απογραφή 2021), είχε ανέκαθεν παράδοση στα γράμματα κι έχει "γεννήσει" 12,12 διδάκτορες/1000 κατοίκους, δηλαδή πολύ πάνω από τον πανελλαδικό μέσο όρο (5,34 διδάκτορες/1000 κατοίκους) και πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ».
«Επιπλέον, έχει δημιουργήσει 20 καθηγητές πανεπιστημίου, συμπεριλαμβανομένων δύο πρυτάνεων. Τα παραπάνω ισχύουν, εν πολλοίς, και για όλες τις φτωχές περιοχές της χώρας, που όμως είχαν παράδοση στα γράμματα και τον πολιτισμό. Βεβαίως, δεν φθάνει μόνον η έφεση και η επιμονή στα γράμματα. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει δωρεάν δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση, έστω και άγρια κουτσουρεμένη», καταλήγει.