Οι τελευταίοι της Κατoχής. Της Δήμητρας Κυρανούδη

Παράλληλες ζωές ανθρώπων της ίδιας γενιάς. Είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες όλης της Ελλάδας

Γράφει η Δήμητρα Κυρανούδη


Η γιαγιά Φιλιώ γεννήθηκε στην Καλαμαριά, από γονιούς πρόσφυγες της Σμύρνης. Ήταν 8 χρόνων όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου του 1940. «Ήρθε ο καβαλάρης στο σχολείο. Η δασκάλα μας είπε να φύγουμε», επαναλάμβανε. Αυτό ήταν όλο. 8 χρονών και από τότε δεν ξαναπήγε σχολείο. Μέχρι να πεθάνει θυμόταν την πείνα, τη μπομπότα, τα ψάρια που έπιανε ο πατέρας της και τα άρπαζε αχόρταγα η Βέρμαχτ, ενώ ακόμη σπαρταρούσαν στον Θερμαϊκό. Ο άνδρας της, ο παππούς Γιώργος, παιδί προσφύγων από τον Τσεσμέ έφτασε στη Θεσσαλονίκη, αφότου οι Ναζί σε αντίποινα έκαψαν το σπιτικό που με κόπο έχτισαν στη δεύτερη πατρίδα τους, τη Σκιάθο.

Οι άλλοι παππούδες στο χωριό, το Παλαιοχώρι Παγγαίου, έζησαν τη βουλγαρική κατοχή. Η γιαγιά Δήμητρα λίγο πριν πεθάνει είχε πει ότι το μεγαλύτερο κακό στη ζωή της ήταν η πείνα: «Δέκα κιλά γάλα άρμεγε ο μπαμπάς μου, τα οκτώ τα έπαιρναν οι Βούλγαροι και άφηναν δύο κιλά για έξι άτομα, τα τέσσερα παιδιά». Από τύχη γλίτωσε, έλεγε, όταν ως «αδέσποτο σκυλί» μπλέχτηκε στα πόδια Βούλγαρων που είχαν στήσει στο απόσπασμα χωριανούς.

Ο παππούς Πολυχρόνης, σήμερα 95 χρονών, θυμάται με δάκρυα τη χειρότερη ανάμνηση της ζωής του: όταν ως παιδάκι είδε τους Βούλγαρους να δέρνουν αλύπητα στα καπνά τον μπαμπά του, που είχε πολεμήσει στο Αλβανικό Μέτωπο αλλά και στον Α‘ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Παράλληλες ζωές ανθρώπων της ίδιας γενιάς. Είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες όλης της Ελλάδας. Τα παιδιά της Κατοχής. Πεινασμένα, φοβισμένα, στερήθηκαν τα γράμματα, τις βάσεις για ένα καλύτερο μέλλον. Μια γενιά που ακόμη κρατά τη μπουκιά ψωμί με θρησκευτική ευλάβεια στο στόμα, σαν το πιο ακριβό έδεσμα. «Να τρώτε το φαγητό σας, μη δείτε πόλεμο και πείνα» η τελευταία λέξη κάθε γιαγιάς αυτής της γενιάς. «Να τρώτε».

Τα παιδιά της Κατοχής, έζησαν Εμφύλιο, παρέλαβαν στην εφηβεία μια χώρα ερείπιο. Ο παππούς Πολυχρόνης και η γιαγιά Δήμητρα ξενιτεύθηκαν, εργάτες στη βαριά βιομηχανία του Ρουρ, συμβάλλοντας στο «γερμανικό όνειρο». Μετά πίσω στο χωριό για μια νέα αρχή. Ζωές κατακερματισμένες, όπως η Ευρώπη του 20ού αιώνα.

80 χρόνια μετά το τέλος του Β‘ Παγκοσμίου Πολέμου, τα παιδιά της Κατοχής φεύγουν. Ο παππούς δεν πάει πια στο καφενείο. «Με ποιους να παίξω χαρτιά; Δεν έχει μείνει κανείς». Τα παιδιά της Κατοχής έμαθαν να είναι σιωπηλά, να υπομένουν. Και φεύγουν το ίδιο σιωπηλά και δωρικά στα χωριά της επαρχίας.

Η μάχη τους για επιβίωση, το σιωπηλό παιδικό τραύμα, ο διαρκής αγώνας για μια καλύτερη ζωή είναι μια υπενθύμιση. Ότι η ελευθερία είναι κεκτημένη μέχρι να απειληθεί ξανά και ότι η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή είναι δικαίωμα κάθε παιδιού ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες: στην Ελλάδα, τη Γερμανία, την Ουκρανία, τη Γάζα, το Σουδάν.