Στο ξακουστό «Μπομπονέρα», εκεί όπου άλλοτε έδινε οδηγίες με ήρεμη φωνή και βλέμμα γεμάτο εμπιστοσύνη, τώρα ακούγεται μόνο το χειροκρότημα. Ο Μιγκέλ Άνχελ Ρούσο, ο εμβληματικός προπονητής της Μπόκα Τζούνιορς, δεν είναι πια εδώ, αλλά η παρουσία του πλανιέται ακόμη στις κερκίδες, στα αποδυτήρια, στο χορτάρι.
Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που δεν χρειάζονται μεγάλα λόγια. Ένα βλέμμα, μια φράση, μια πατρική αγκαλιά έφταναν για να εμπνεύσουν. «Η ομάδα είναι πάνω από όλα». Αυτή ήταν η φράση που έλεγε ξανά και ξανά. Και την πίστευε όσο κανείς.
Ο Ρούσο δεν έζησε το ποδόσφαιρο, το υπηρέτησε. Από το 1975, όταν πρωτοφόρεσε τη φανέλα της Εστουδιάντες, μέχρι και τα τελευταία του χρόνια. Ακόμη και όταν οι γιατροί του συνέστησαν να ξεκουραστεί, εκείνος απαντούσε χαμογελαστά: «Η ξεκούραση είναι για όσους δεν αγαπούν το παιχνίδι».

Το 2007, η εικόνα του να σηκώνει την Copa Libertadores με τη Μπόκα έγινε θρύλος. Ο Ρικέλμε, ο μαθητής του, είχε πει τότε: «Του χρωστάμε τα πάντα. Μας έμαθε ότι η σιωπή και η δουλειά κερδίζουν τα ματς».
Στα τελευταία του χρόνια, η ασθένεια τον λύγισε σωματικά αλλά όχι ψυχικά. Έμεινε στο πλευρό της ομάδας του, συχνά μέσα από τηλεδιασκέψεις, δίνοντας οδηγίες και κουράγιο. «Μη σταματάτε να ονειρεύεστε», έλεγε στα νεαρά παιδιά της ακαδημίας.
Πριν «φύγει», ζήτησε να τον ντύσουν με τη φανέλα της Μπόκα. Και έτσι έγινε. Οι οπαδοί του τον συνόδευσαν με τραγούδια και δάκρυα, σαν να έφευγε για έναν ακόμη τελικό.
Στην έξοδο της «Μπομπονέρα”, κάποιος άφησε ένα πανό που έγραφε»: «Gracias, Miguel. Ganaste el partido más difícil: el de la vida». «Ευχαριστούμε, Μιγκέλ. Κέρδισες τον πιο δύσκολο αγώνα: της ζωής».
Αυτή είναι η ιστορία του Μιγκέλ Άνχελ Ρούσο, του ανθρώπου που «ήθελε το ποδόσφαιρο ως το τελευταίο του αμόρε», όπως συνηθίζουν να λένε όσοι τον γνώριζαν.