
Τις ημέρες αυτές του καλοκαιριού ετοιμαζόμουν για την κατασκήνωση της ΧΑΝΘ. Τι χαρά. Τι χαρά. Η μεγάλη βαλίτσα ήταν ανοιχτή στο σαλόνι για να τοποθετήσω μέσα τα απαραίτητα. Ρούχα, μαγιό, καπέλο, αθλητικά παπούτσια και σαγιονάρες, παγούρι, εκδρομικός σάκος, υπνόσακος, μαξιλάρι, πετσέτες, οδοντόβουρτσα, σαμπουάν και καναδυό βιβλία για να διαβάσω τις ώρες της σιέστας του μεσημεριού ή το βράδυ με τον φακό. Είχα πάντοτε μαζί μου δύο φακούς καλού-κακού μήπως χαλάσει ο ένας. Ήταν απαραίτητος αν σκεφτεί κανείς πως με αυτόν και μόνο φώτιζα τον δρόμο της επιστροφής μου στην σκηνή μετά από τις αξέχαστες βραδιές που περνούσαμε στο θεατράκι μας όλες μαζί οι κατασκηνώτριες. Γιατί στα χρόνια μου η κατασκήνωση του Αγίου Νικολάου στην Χαλκιδική ήταν... θηλέων.
Είχα πολλές φίλες. Καλές. Περνούσαμε εξαιρετικά, έχοντας κοινούς στόχους μέσα από μία καθημερινότητα που μας έδενε όλο και πιο πολύ με τα αδιόρατα δεσμά μίας ζωής. Εκεί είναι που έμαθα τι σημαίνει η δύναμη της ψυχής και του πνεύματος, η ρώμη του σώματος, η φροντίδα του εαυτού μου και των συντροφισσών μου, η ανάγκη να θέτεις όρια αλλά και να τα ξεπερνάς όταν είναι απαραίτητο.
Ζήσαμε πολλά, μοναδικά, ξεχωριστά. Πράγματα που όσο και αν προσπαθήσεις να μοιραστείς, δεν γίνεται, αν ο άλλος δεν ξέρει, δεν έχει ζήσει αυτή τη ζωή. Τζιζ μπουμ κορίτσια, και ξέρω πως με καταλαβαίνετε… Μαρίκες, Καλλιόπες και κάθε πιθανή αβαρία που θα προέκυπτε ήταν για εμάς μία πρόκληση για να δούμε τον περιβάλλοντα χώρο λειτουργικό και καθαρό. Να αναπνέει το δάσος μέσα μας, η θάλασσα να στραφταλίζει στα μάτια μας, και εμείς συνοδοιπόροι δίχως ακόμη να μπορούμε να καταλάβουμε -λόγω του νεαρού της ηλικίας μας- πόσα σπουδαία μηνύματα διαπέρασαν τις πόρτες του μυαλού μας για να γίνουν αύριο-μεθαύριο πράξεις.
Έτσι μεμιάς ξεχύθηκαν μέσα μου οι αναμνήσεις ακούγοντας την Τρίτη το πρωί τον παλιό πρόεδρο του ΔΣ της ΧΑΝΘ Νίκο Χαρατσάρη -η οικογένειά του είναι τέσσερις γενιές κατασκηνωτές- να μιλά για την ίδρυση της πρώτης κατασκήνωσης της ΧΑΝΘ στον Αϊ Γιάννη του Πηλίου. Ο παππούς του πριν από 100 και πλέον χρόνια, έναν αιώνα δηλαδή πίσω, μαζί με τον βιομήχανο, Νίκο Πανά, βρήκαν την τοποθεσία και ζήτησαν να γίνει εκεί η κατασκήνωση. Οι δυο τους είχαν γνωριστεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και όταν γύρισαν στη Θεσσαλονίκη, συναντιόταν για ψάρεμα με το καΐκι του Πανά. Όμως μία μέρα που είχε καιρό και η θάλασσα ήταν ανταριασμένη τους έβγαλε στον Άγιο Ιωάννη. Εκείνοι αναγνώρισαν στην περιοχή τον τόπο που θα φιλοξενούσε την πρώτη στην χώρα μας -και σήμερα ενεργή- κατασκήνωση και το όνειρό τους έγινε πραγματικότητα.
Η πρόσβαση βέβαια, εκείνα τα χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολη με τα παιδιά που ερχόταν από διάφορες πόλεις και χωριά της Ελλάδας να ζούνε μία πραγματική Οδύσσεια μέχρι να φτάσουν ανάμεσα στον Κισσό και το Μούρεσι, που βρίσκονταν τα 16 στρέμματα της κατασκήνωσης που ήταν καλυμμένα από αιωνόβια πλατάνια, οπωροφόρα δένδρα, περιβόλια. Με βαπόρι -Έσπερος λεγόταν και σάλπαρε για τον Αϊ Γιάννη από τον Βόλο- αυτοκίνητο, τρένο που ήθελε δύο ημέρες για τις Μηλιές και από εκεί με μουλάρια…
«Δέκα ήταν οι κατασκηνώσεις που υπήρχαν στον κόσμο εκείνα τα χρόνια και οι εννιά ήταν στην Αμερική» είπε ο Γιάννης Σωσσίδης, πρόεδρος του ΔΣ της ΧΑΝΘ προσθέτοντας ότι «μέχρι σήμερα έχει γαλουχήσει περισσότερα από 40.000 ελληνόπουλα και όχι μόνο καθώς, στην κατασκήνωση έρχονται παιδιά από την Αμερική, την Ασία και χώρες της Ευρώπης».
«Είναι μία κατασκήνωση κοινωνικό φαινόμενο, πρόσθεσε, διότι υπάρχει διαγενεακή συνύπαρξη καθώς έχει ζήσει σε αυτήν ο παππούς, η γιαγιά, ο γιος, η κόρη, ο εγγονός και η εγγονή ενώ οι παλαιότεροι κατασκηνωτές συνεχίζουν ανελλιπώς όλα αυτά τα χρόνια να έχουν επαφή τόσο με την κατασκήνωση όσο και γενικότερα με άλλα προγράμματα της ΧΑΝΘ».
Στον Αϊ Γιάννη είχε το καταφύγιό της η σπουδαία Ελληνίδα ηθοποιός Έλλη Λαμπέτη και συχνά πήγαινε εκεί και με τον Δημήτρη Χορν. Ο κήπος ήταν μεγάλος και η Λαμπέτη είχε φυτέψει πολλά λουλούδια με ωραία χρώματα. Τα είχε φυτέψει η ίδια ρίζα-ρίζα όπως είχε πει χαρακτηριστικά. Κάποια επίσης από τα καλοκαίρια της τα περνούσε σε αυτό το σπίτι μαζί με την Λίζα, το μικρό της κοριτσάκι παρέα με τον Λάντι τον σκύλο τους. Όταν πήγαινε εκεί με την Λίζα επέλεγε πάντοτε να είναι μόνες τους για να αφιερώσει όλο της τον χρόνο σε εκείνη καθώς είχε μία απαιτητική δουλειά που δεν της άφηνε όσο χρόνο ήθελε για τη μικρή.
Στην κατασκήνωση του Αϊ Γιάννη είχε κάνει αρκετούς φίλους ταβλαδόρους και πήγαινε πολλές φορές προκειμένου να μοιραστεί μαζί τους μια παρτίδα τάβλι. «Ήταν μεγάλη ταβλαδόρισα, τους νικούσε όλους…».
Πέρσι η κατασκήνωση του Πηλίου χτυπήθηκε από τον Daniel που της προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Φέτος όμως και έπειτα από την υποστήριξη φυσικών προσώπων αλλά και εταιρειών έχει επανέλθει και μας περιμένει για γιορτάσουμε τα 100+1 χρόνια ιστορίας της στις 24-27 Ιουλίου.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 13.07.2025