Με αφορμή τη μεγάλη γιορτή των Εβραίων, Χανουκά, μου ήρθαν στο μυαλό μερικές σκέψεις για τη σχέση της Θεσσαλονίκης με μία κοινότητα που έχει πέντε αιώνες αδιάλειπτης παρουσίας σε αυτήν. Μία κοινότητα που δέχθηκε το συντριπτικό κτύπημα του Ολοκαυτώματος που άλλαξε τα πάντα στη ζωή της, αλλά και στη ζωή της πόλης μας.
Στον 20ό αιώνα και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή συνεχώς υπήρχαν σύννεφα στις σχέσεις των Εβραίων με μία μερίδα των Χριστιανών. Άλλοτε αυτά τα σύννεφα πύκνωναν, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και άλλοτε αραίωναν. Κύριος φορέας του αντισημιτισμού τότε ήταν οι βενιζελικοί και οι πρόσφυγες, τους οποίους εκπροσωπούσαν πολιτικά.
Με συγκεκαλυμμένη υποστήριξη προς τη φασιστική οργάνωση ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάς) ή επί το χυδαιότερο «Έλληνες Εξοντώσατε Εβραίους», οι βενιζελικοί τοπικοί ηγέτες επιχείρησαν να περιορίσουν την οικονομική, κοινωνική και κυρίως την πολιτική επιρροή της πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας. Ήταν ομηρικές οι συμπλοκές το 1931 μεταξύ των κρανοφόρων τριεψιλιτών και των εβραϊκών ομάδων που περιφρουρούσαν τις επιχειρήσεις τους και τα μαγαζιά τους στο εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Τόπος των συμπλοκών οι οδοί Βενιζέλου και Ερμού. Κατάληξη αυτής της πορείας ήταν ο γνωστός εμπρησμός του εβραϊκού οικισμού Κάμπελ, τον Ιούνιο του 1931, από ένα πλήθος τριεψιλιτών και προσφύγων.
Επί Μεταξά, η οργάνωση ΕΕΕ διαλύθηκε μαζί με όλες τις άλλες οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα. Αναβίωσε από τις πρώτες ημέρες της γερμανικής Κατοχής υπό τη μορφή καθαρά δοσιλογικής οργάνωσης.
Μετά την Απελευθέρωση η Θεσσαλονίκη ήταν μία άλλη πόλη. Χωρίς την εβραϊκή παρουσία και με τον εμφύλιο πόλεμο να βρίσκεται προ των πυλών δε θέλησε ή δεν μπόρεσε να κατανοήσει -λόγω ελλιπούς πληροφόρησης- σε όλη του την έκταση αυτό που συνέβη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ήταν κάτι το αδιανόητο για τον κοινό νου, συγχρόνως όμως και βολικό διότι αναδιαμορφώθηκαν οι οικονομικές ισορροπίες της πόλης μας.
Οι μαρτυρίες των ελάχιστων επιζώντων που επέστρεφαν από την κόλαση του Άουσβιτς είτε δε γινόταν πιστευτές επειδή το ανθρώπινο μυαλό αδυνατούσε να συλλάβει το βιομηχανοποιημένο έγκλημα είτε αντιμετωπίζονταν με την αδιαφορία των ανθρώπων που αγωνιούσαν για τα δικά τους τα προβλήματα.
Δεν θέλω να αναφερθώ στην τύχη των λεηλατημένων εβραϊκών περιουσιών ούτε σε αυτή του εβραϊκού νεκροταφείου. Για πολλές δεκαετίες αποτελούσαν απαγορευμένα ζητήματα για τον δημόσιο λόγο της Θεσσαλονίκης. Και η δίκη του Μέρτεν έκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες για να καταχωνιαστεί και πάλι η μνήμη μίας ολόκληρης πόλης.
Πιτσιρικάς θυμάμαι, τα καλοκαίρια έβλεπα, αραιά και που, να περπατούν μεγάλοι άνθρωποι με κάτι περίεργους αριθμούς στο χέρι τους, πολλοί από αυτούς γνωστοί του πατέρα μου. Όταν τον ρώτησα γιατί και πώς, αντιμετώπισα τη σιωπή του. Έμεινα με την απορία, ώσπου ένα Εβραιόπουλο, συνομήλικός μου, μού εξήγησε, με τα λόγια ενός οκτάχρονου παιδιού, τι κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά.
Χάρη στον παλιό μου φίλο Αλμπέρτο, από την παιδική μου ηλικία, είχα μια εικόνα του τι συνέβη που μου προκαλούσε ένα σφίξιμο στην ψυχή μου.
Σήμερα, πιστεύω πως υπάρχει μία ανεξόφλητη συλλογική οφειλή προς την Εβραϊκή κοινότητα και στο μέτρο των δυνάμεων μου καταβάλλω συμβολικά τον οβολό μου.