Αττική: Πυρκαγιά στη Νέα Πέραμο
Κινητοποιήθηκαν 40 πυροσβέστες
Παγκόσμια Ημέρα Χωρίς αυτοκίνητο σήμερα και ο δήμος Αθηναίων υλοποίησε δράσεις, την ώρα που πλανάται το ερώτημα «πώς ήταν παλιά η πόλη;».
- Newsroom
Μπορεί σήμερα και χθες, Κυριακή και Σάββατο, οι εκδηλώσεις του δήμου Αθηναίων για την Παγκόσμια Ημέρα Χωρίς Αυτοκίνητο να βρίσκονται στο επίκεντρο μικρών και μεγάλων, κατοίκων και επισκεπτών της πόλης, όμως η σκέψη γυρίζει αυτόματα στο ερώτημα: πώς ήταν η Αθήνα όταν δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο στους δρόμους της; Τότε που οι πλατείες έσφυζαν από καρότσες, οι αμαξάδες φορούσαν ακόμη τη φουστανέλα τους, και οι γειτονιές της πρωτεύουσας γνώριζαν μια εντελώς διαφορετική, πιο αργή, αλλά ίσως και πιο ανθρώπινη καθημερινότητα.
Δείτε φωτογραφίες της Eurokinissi.gr από τις δράσεις του δήμου Αθηναίων σήμερα, Κυριακή:
Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα αυτοκίνητα γύρω στα 1897-1900, η ζωή στην Αθήνα κυλούσε στον ρυθμό των αμαξιών και των αλόγων. Οι αμαξάδες είχαν τις δικές τους πιάτσες στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια, τις μικρές και μεγάλες αντιζηλίες τους, αλλά και τη δική τους ιδιαίτερη θέση στην κοινωνία. Οι οικογένειες ξεκινούσαν τις εκδρομές τους για το Φάληρο ή την Κηφισιά με μια άμαξα, ενώ οι βόλτες στα περίχωρα ήταν κομμάτι μιας αστικής ζωής που μόλις άρχιζε να αποκτά ρυθμό. Μια σπάνια εικόνα αυτής της Αθήνας χωρίς αυτοκίνητα μάς χαρίζουν τα απομνημονεύματα του Μίλτου Γ. Λιδωρίκη, θεατρικού συγγραφέα, λογοτέχνη, χρονικογράφου και πολιτικού της γενιάς του 1890, ο οποίος υπήρξε βουλευτής, διευθυντής της Βουλής, εθελοντής στους πολέμους του 1897 και 1912, αλλά και πρώτος προσωπάρχης του Εθνικού Θεάτρου. Τα κείμενά του, που δημοσιεύτηκαν στον Ασύρματο και αποτέλεσαν τη βάση για το βιβλίο των εκδόσεων Polaris «Μίλτος Λιδωρίκης - Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ», ζωντανεύουν με μοναδικό τρόπο την εικόνα μιας πόλης πριν η μηχανή καταλάβει τον δρόμο και αλλάξει ριζικά την καθημερινότητα των κατοίκων της.
Αναφέρει ο Μίλτος Λιδωρίκης: «Οι περισσότεροι αμαξάδες στην Αθήνα ήσαν Κορίνθιοι, Θηβαίοι, Λιδωρικιώτες και Αθηναίοι. Αι αντιζηλίαι και αι εχθρότητες δεν έλειπαν μεταξύ των. Πολλές φορές, μάλιστα, οι Κορίνθιοι συνεννοούντο μεταξύ των διά να αποκλείσουν τους Λιδωρικιώτες από τα νυκτερινά αγώγια των μεγάλων χορών ή άλλων προμελετημένων εκδρομών. Καβγάδες και αιματηρά τσακώματα των δύο μερίδων ελάμβανον χώραν έξω από τα τότε πλουσιόσπιτα που εδέχοντο, τα σήμερον κατάκλειστα και σκοτεινά. Σημειωτέον ότι μεταξύ αμαξά της ημέρας και αμαξά της νυκτός υπήρχε μεγάλη διαφορά. Όσοι εδούλευαν την ημέρα σπανίως έβγαιναν τη νύκτα στην πιάτσα κατά τους χειμερινούς μήνας. Έκυκλοφορούσαν μόνον όταν είχαν γνωστό τους και επί παραγγελία αγώγι. Έξάλλου, δε, τα αμάξια της νυκτός καθώς και οι οδηγοί των ενεφανίζοντο την ημέραν μόνον εις τις κηδείες[…] Το νυκτερινόν αμάξι ήταν ένα ποίημα φουτουριστικής σχολής. Η κουκούλα του έμοιαζε χαλασμένη φυσαρμόνικα. Το εσωτερικό του, ντυμένο με ύφασμα αμφιβόλου χρωματισμού, παρουσίαζε τον γεωγραφικό χάρτη όλου του κόσμου. Τα μαξιλάρια του νόμιζε κανείς πως ήσαν παραγεμισμένα από παλιές σιδερένιες σούστες. Το χαλάκι του, κάτω, το επισημότερο κουρέλι αθηναϊκού ραφείου. Τα φανάρια του, που είχαν ένα τζαμάκι και δύο μισοτσουρουφλισμένα χαρτιά, έσταζαν και μύριζαν διαρκώς πετρέλαιο. Όσο για άλογα, σούστες, χάμουρα και λοιπά, ανήκαν στην παλαιοντολογική εποχή».
Η περιγραφή του Μίλτου Λιδωρίκη για τους πρώτους αμαξάδες μας μεταφέρει στην εποχή εκείνη:«Οι πρώτοι Αθηναίοι αμαξάδες φορούσαν φουστανέλα. Έναν τοιούτου είδους θυμάμαι, γέροντα πλέον, σταθμεύοντα εις τον παλαιόν σταθμόν Αθηνών-Πειραιώς. Όταν η φορτωμένη αθηναϊκή καρότσα περνούσε από τις γνωστές πιάτσες, αμαξάδες και πολιταί εφώναζαν: «Μαρίδααα!». Αυτό, όμως, δεν εμπόδιζε την αθηναϊκή οικογένεια να διασκεδάζει και το αμάξι να είναι τότε η καλυτέρα διασκέδασις πάσης κοινωνικής τάξεως. Οι εποχούμενοι γλεντζέδες περιεφέροντο από μπυραρία σε μπυραρία. Το αμάξι σταματούσε και τα γαλόνια τού αφρώδους ποτού εκομίζοντο εις τους πελάτας μέσα στο αμάξι, όπου έπιναν κι αυτοί αλλά έπινε και ο αμαξάς. Οι εκλεκτότεροι, νωρίς νωρίς το απόγευμα, κατέβαιναν με το αμάξι στο παλιό Φάληρο. Ανοικτά λαντό, βικτόριες καθαρές, καουτσουτέ, φρεσκοβερνικωμένες, με άλογα θαυμάσια, χάμουρα που άστραφταν, γέμιζαν τον παλιό δρόμο».
«Στις άμαξες της εποχής εκείνης συνηντώντο οι πλατωνικώς ερωτευμένοι, που έκαναν τον συμπαθητικό περίπατο του γύρου της Κολοκυνθούς κρατώντας τα χέρια σφικτά -και μόνον αυτό- για να δώσουν αμοιβαίαν υπόσχεσην ερωτικού δεσμού, αρραβώνων, γάμου. Η κλειστή κουκούλα της θαυμασίας βικτόριας άφηνε να φαίνονται μόνον τα πόδια του ερωτικού ζευγαριού, που μαζί με τους ντορήδες έτρεχε κι αυτό πολύ πλέον ανοικτά στη ζωή από τα πλατωνικώς συνδεδεμένα ζευγάρια. Οι αμαξάδες του Συντάγματος και της Ομονοίας, αραδιασμένοι γύρω γύρω στις δυο πλατείες, περίμεναν τους πελάτες τους. Είχαν αστραφτερά τα χάμουρα, γυαλιστά τα αμάξια, στην τρίχα ξυστρισμένα τα άλογα και φρεσκοβερνικωμένα τα νύχια των ζώων, που ανυπόμονα κτυπούσαν τα πόδια τους και ανεβοκατέβαζαν υπερήφανα τα κεφάλια τους με τις καλοχτενισμένες χαίτες, πλεγμένες κάποτε και με κόκκινα στενά κορδελάκια. Οι αμαξάδες είχαν τους τακτικούς πελάτες τους. Τους εξυπηρετούσαν με αφοσίωση, παρακολουθούσαν τη ζωή τους, ήξεραν τα σοβαρότερα μυστικά τους χωρίς ποτέ να τα μεταχειρισθούν ή να τα εκμεταλλευθούν […]
Ο καλός Αθηναίος αμαξάς κρατώντας τα ηνία ήταν μια ασφάλεια της ζωής. Σπάνια ήσαν τότε τα δυστυχήματα. Καμιά φορά μόνον διαβάζαμε εις τας εφημερίδας: «'Αμαξα από ρυτήρος ελαύνουσα, παρέσυρε εις την καμπήν της οδού Παλαιού Φαλήρου, συνοικία Μακρυγιάνη, γραίαν και την εμωλώπησε σοβαρώς. Η άμαξα κατόπιν εξηφανίσθη προς την οδόν Φαλήρου. Ο αμαξάς θα παραμείνει ένας αληθινός τύπος της παλιάς Αθήνας, τύπος σπάνιος, που θαυμαστά συνεκέντρωνε όλα τα προτερήματα μαζί με πολλά ελαττώματα του Ρωμιού. Χαρακτηριστικόν των αμαξάδων της παλαιάς εποχής ήταν ότι ολόκληρος η οικογένεια είχεν αφιερωθεί εις το επάγγελμα του ηνιόχου με μεράκι και ζήλον. Οικογένειαι αρίστων νοικοκυραίων των Αθηνών και των επαρχιών, από παππού μέχρις εγγονού δεν εννοούσαν ν' αφήσουν το καμτσίκι. Με 25 δραχμάς ο καλύτερος αμαξάς σε πήγαινε στο Τατόι, όπου και έμενεν όλη την ημέρα να σε περιμένει. Δέκα δραχμούλες έφθαναν διά να πας στην Κηφισιά εις του Μελά το ξενοδοχείο. Με 3 και 4 δραχμάς εγύριζες την πόλη, έκανες τις δουλειές σου και τις βίζιτές σου χωρίς να σκοτώσεις κανέναν όμοιόν σου ή να διαλύσεις εις τα εξ ων συνετέθη κάποιο περίπτερο».
Η Αθήνα των αμαξάδων ανήκει οριστικά στο παρελθόν, σε μια εποχή που δεν μπορεί να επιστρέψει. Σήμερα στους δρόμους όλου του κόσμου κινούνται περισσότερα από ενάμιση δισεκατομμύριο οχήματα, ένας αριθμός που δείχνει το μέγεθος της απόστασης από τον κόσμο του 19ου αιώνα. Και όμως, η Παγκόσμια Ημέρα Χωρίς Αυτοκίνητο υπενθυμίζει ότι, ακόμη και μέσα σε αυτή την αδιάκοπη κίνηση, οι μεγαλουπόλεις, η Αθήνα μας και γενικότερα ο κόσμος, μπορούν να αναζητήσουν ξανά πιο ανθρώπινους ρυθμούς και να ξανακερδίσουν τον δημόσιο χώρο τους.
* Φωτογραφία: Πηγή εκδόσεις Polaris "Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ"-Μ.Λιδωρίκης-Ασύρματος
Εκτελούσε το προγραμματισμένο δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Μυτιλήνη - Χίος - Πειραιάς
Δύο ελικόπτερα και τρία αεροσκάφη συνδράμουν την από εδάφους επιχείρηση της Πυροσβεστικής
Ζητά εκταφή του γιου του Ντένις, που σκοτώθηκε στο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, πριν από 2,5 χρόνια